Οταν δημοσιεύεις το πρώτο σου βιβλίο στα 63 σου χρόνια (όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του ο Χρήστος Χρηστίδης είναι γεννημένος στα 1953 και το αφήγημα (;) «Αναποδογεννημένος» είναι το πρώτο του βιβλίο) θα πρέπει οι απαιτήσεις όσον αφορά τον εαυτό σου να έχουν υπάρξει πολύ μεγάλες ώστε να πραγματοποιείς το συγγραφικό σου ντεμπούτο σε σχετικά ώριμη ηλικία. Ενα διακρινόμενο άγχος να προφθάσει να τα πει όλα με το πρώτο του αυτό βιβλίο ο Χρήστος Χρηστίδης δεν εγγράφεται στα μειονεκτήματά του αφού μια πλησμονή λεπτομερειών –συναρπαστικών σχεδόν στο σύνολό τους –δεν αποκλείεται να μεταβάλει τον «Αναποδογεννημένο» στο μέλλον σε ένα «τετράδιο εργασίας» προκειμένου οι λεπτομέρειες αυτές να ανασάνουν φυσιολογικότερα σε βιβλία που πρόκειται να γράψει.

Επομένως δεν θα τον ενδιαφέρει να κριθεί με επιείκεια, αφού το βιβλίο του θα μπορούσε να είναι το τέταρτο ή και το έβδομο αν είχε αρχίσει, για παράδειγμα, να δημοσιεύει στα 28 του χρόνια ώστε με ένα βιβλίο κάθε πέντε χρόνια δικαιολογημένα θα λογαριαζόταν ως ένας –όχι βέβαια ιδιαίτερα –παραγωγικός συγγραφέας. Το κυριότερο ωστόσο μειονέκτημα του βιβλίου –ευτυχώς από μια πλευρά –εστιάζεται, όπως συμβαίνει με ένα πλήθος βιβλίων τα τελευταία χρόνια, στο οπισθόφυλλό του, όταν διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα, σε σχέση με την βαθύτερη υφή του: «Βραχυπερίοδη, ενεστωτική φωνή, με σαρκαστική νοσταλγία, συλλέγει και ταξινομεί επεισόδια μιας επινοημένης βιογραφίας».

Κατ’ αρχάς γιατί «σαρκαστική νοσταλγία»; Οσο και αν ο τίτλος ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου της γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν» υπαινίσσεται μιαν αλλαγή σε σχέση με τον τρόπο που θυμάται κανείς, ενδεχομένως λιγότερο τρυφερό και βασανιστικό, η νοσταλγία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι σαρκαστική. Πολύ περισσότερο όταν αφορά σε μια «επινοημένη» βιογραφία, που σημαίνει ότι τα περιστατικά τα οποία τη συγκροτούν έχουν επιλεγεί συνειδητά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογούν την ύπαρξη μιας λέξης όπως η λέξη «σαρκαστική». Κάτι που προσδίδει σε όλο το βιβλίο τον χαρακτήρα μιας κατασκευής, ευτυχώς όμως εντελώς ανύπαρκτου στον «Ανοποδογεννημένο», έτσι ώστε και η λέξη «σαρκαστική» να ακούγεται καταχρηστική και τα βιωματικά στοιχεία του αφηγήματος, καίρια μεταπλασμένα, να είναι αδύνατον να αμφισβητηθούν.

Αν και «επινοημένη βιογραφία» δεν θα δίσταζε κανείς να τη χαρακτηρίσει και ως ένα ψυχολογικό θρίλερ αφού, έστω και αποσπασματικά τοποθετημένα μέσα στις 78 μικροϊστορίες του βιβλίου, τα περιστατικά που στοιχειοθετούν τη σχέση του ήρωα –που φέρει το όνομα Νικηφόρος –με τον πατέρα του και τη μητέρα του, σε περίπτωση που τα ένωνες, θα αποκτούσες μιαν ανάγλυφη ερμηνεία του όρου «αναποδογεννημένος» ή μάλλον του τι ακριβώς έχει συμβεί ώστε να χαρακτηρίζει κανείς τον εαυτό του με αυτό το απολιτογράφητο ευρέως επίθετο. Μια ακόμη αντίφαση: με το να θεωρεί ο Νικηφόρος τον εαυτό του ως «αναποδογεννημένο» όχι χάρη σε συνθήκες που εξελίσσονταν ενώ ο ίδιος δεν είχε καμιά ακόμη συνείδηση του κόσμου –γεγονός που θα έδινε έναν τόνο κυριολεξίας στον τίτλο –αλλά σε όσα υφίσταται, ενώ είναι σε θέση να έχει μια έστω και θολά διαμορφωμένη αντίληψη των πραγμάτων, είναι κάτι που εύκολα το προσπερνάς. Καθώς η πλειονότητα των ανθρώπων, όσο δυσχερής και αν υπήρξε η στιγμή της έλευσής τους στη ζωή, κάθε άλλο παρά αναποδογεννημένο θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε περίπτωση που τους είχε επιφυλαχθεί μια ζωή δίχως τις βαριά τραυματικές σφραγίδες, τις χαραγμένες σχεδόν με εγκαυστική στο σώμα και στην ψυχή του Νικηφόρου.

Οσο καθοριστικές όμως αναγνωρίζεις τις «σφραγίδες» της μητέρας και του πατέρα («Το επόμενο πρωί, η μαμά σε βάζει κάτω και σε κουρεύει με την ψιλή» ή «Το χαστούκι που τρως –σημ. της μαμάς –αντηχεί σ’ όλο το σπίτι, σ’ όλη τη γειτονιά» και την απειλή του πατέρα «Θα σε δώσω στην Μπαμπόγρια, στου Μεϊντάνη»), το ίδιο καταλυτικές αναδεικνύονται οι παρουσίες της γιαγιάς, της δασκάλας, του συμμαθητή Αναστάση, του επονομαζόμενου Βάτραχου, της θείας Λούλας και της θείας Μεταξίας. Διαβατικές καθώς θα τις χαρακτήριζε κανείς τις παρουσίες αυτές, υπογραμμίζουν μια επιπλέον συστατική ιδιότητα του «Αναποδογεννημένου», που δεν είναι άλλη παρά αυτή ακριβώς που καθορίζει η ίδια η οικονομία της ζωής: το τυχαίο, το συμπτωματικό, να ευθύνονται στον ίδιο ακριβώς βαθμό για τη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα, όσο τουλάχιστον ο οργανωμένα, πολλές φορές επί τούτου, προκειμένου να προκληθεί μια καταστροφή, άμεσος περίγυρος. Τα ανύποπτα και τα απομακρυσμένα μέσα στον χρόνο «συναλλάσσονται» μέσα στον «Αναποδογεννημένο» με τα ογκώδη και τα καθημερινά, καταργώντας το σύνορο ανάμεσα στο πραγματικό και στο ονειρικό, και επιπλέον χωρίς να αισθάνεσαι τον συγγραφέα τους να ζητάει συγγνώμη από τους αναγνώστες για την άμεση και αστραπιαία αλλαγή ύφους και τρόπου γραφής. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ο εφιάλτης να αποκτάει τις ακριβείς, καθολικές του δηλαδή διαστάσεις.

Σε σημείο που να μην του χρειάζονται συχνά –του συγγραφέα –ούτε καν πέντε αράδες ώστε όση προοπτική θανάτου αναγνωρίζει σε ένα γηροκομείο, την ίδια ακριβώς, αν όχι μεγαλύτερη, να κλείνει μέσα της η φράση: «Ξιφομαχείτε στο οικόπεδο με τη βαθύσκιωτη συκιά. Κανονικός συντεταγμένος στρατός με κοντά παντελονάκια. Δυο λόχοι. Ο δικός σου και του Βάτραχου, Αναστάση τον λένε, αλλά τον φωνάζετε έτσι στο σχολείο για τις φαρδιές διχάλες στα δάχτυλα των ποδιών του». Ή η ξινή φρουτόκρεμα στο στόμα του μωρού να σημαίνει το τέλος, έχοντας κάνει την αρχή ο πατέρας που πεθαίνει «και δεν αγγίζει το φαγητό του».

Χρήστος Χρηστίδης

Αναποδογεν-νημένος

Εκδ. Εντευκτήριο, 2016, Σελ. 87

Τιμή: 9,50 ευρώ