Μια σειρά δεκαέξι διηγημάτων –«Πετεινός νοτίων προαστίων» -, μια σειρά εξαιρετικά σημαντική γιατί ο συγγραφέας τους Στάμος Τσιτσώνης δεν υποδύεται τον καινοτόμο, τον νεωτεριστή, που κομίζει γλαύκα αφηγηματική. Υπάρχει μια διάχυτη ταπεινότητα όσον αφορά τον τρόπο γραφής σε σχέση με το θέμα του κάθε διηγήματος, που έχει ως αποτέλεσμα οποιοδήποτε και αν είναι το θέμα να αναδεικνύεται στις εσώτατές του λεπτομέρειες. Πράγμα που δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί αν ο συγγραφέας έμοιαζε να φοβάται μήπως η έκφρασή του, ακολουθώντας μια πεπατημένη οδό στην εκφορά της, τον εμφάνιζε ως παρωχημένο και παλαιομοδίτη. Αντίθετα από ό,τι συνήθως υποστηρίζεται, ο Στάμος Τσιτσώνης φαίνεται να πιστεύει πως το παλιό ασκί και η νέα σοδειά του κρασιού μια χαρά μπορούν να «συνεργαστούν». Ετσι όπως τα διηγήματα –για παράδειγμα –«Τζακ ποτ», «Γκρι» και «Βρύσες», με μια θεματολογία που εκ των πραγμάτων θα ήταν άγνωστη για τον Δημοσθένη Βουτυρά και για τον Γεράσιμο Γρηγόρη, κάνει την αφηγηματική «μέθοδο» των δημιουργών των «Παπά ειδωλολάτρη» και «Πορεία μέσα στη νύχτα» να μοιάζει ανεξάντλητη.

Ο εσώτερος πυρήνας

Ποια είναι η μέθοδος αυτή; Διαβάζοντας μια ιστορία, ο εσώτερος πυρήνας της να σου αποκαλύπτεται με έναν τρόπο που θα ήταν το ίδιο αιχμηρός ακόμη και αν δεν είχε μεταγραφεί σε λέξεις, δηλαδή αν την ίδια αυτή ιστορία την είχες ο ίδιος σκεφτεί ή σου την είχαν διηγηθεί. Εστω και αν τώρα η σειρά των γεγονότων όπως εκτίθενται μοιάζει να δίνει ένα βαθύτερο νόημα στα πεπραγμένα. Και επιπλέον όταν το παρελθόν επανακάμπτει μέσα σε μια ιστορία τόσο δραστήρια όσο επίσης ζωντανεύεται το παρόν σε μια άλλη, όπως συμβαίνει με τα διηγήματα του Στάμου Τσιτσώνη «Περίθαλψη» και «Αμφιβολία», που τα χωρίζει κυριολεκτικά άβυσσος. Τοποθετημένο το πρώτο στα χρόνια της Κατοχής –πιο συγκεκριμένα στη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης προς τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 –και συγκεφαλαιώνοντας μια από τις μελανότερες σελίδες του ελληνικού 20ού αιώνα, διαβάζεται με το ίδιο ή και με μεγαλύτερο ακόμη ενδιαφέρον σε σχέση με το δεύτερο (χωρίς να είναι από τα δυνατότερα διηγήματα του βιβλίου), με τον μεγαλοδικηγόρο και την πόρνη πολυτελείας που αγωνιούν, αν και για τους δικούς του λόγους ο καθένας, για το αποτέλεσμα μιας ιατρικής εξέτασης έξω από το νοσοκομείο του Συγγρού.

Αναφέραμε δύο τελείως διαφορετικής υφής και αισθητικής τάξεως διηγήματα για να υπογραμμίσουμε ακριβώς το κυριότερο υφολογικό χαρακτηριστικό του Στάμου Τσιτσώνη: και στα δεκαέξι συνολικά διηγήματα μένεις με την αίσθηση μιας μικρής φλέβας που έχει ανοίξει και αιμορραγεί, ενώ τον άνθρωπο που συμβαίνει να χάνει το αίμα του τον έχει κυριεύσει μια τρομακτική συστολή, όχι τόσο γιατί του συμβαίνει κάτι ξένο, προς το παρόν, για τους άλλους, όσο γιατί υποχρεώνει τους άλλους να γίνονται αδιάκριτοι, να εκτίθενται στον ίδιο τους τον εαυτό. Φαίνεται ο δημιουργός του βιβλίου «Πετεινός νοτίων προαστίων» να καθιερώνει ένα νέο αφηγηματικό τρόπο με τον να μην αποκρύπτει τίποτε απολύτως και όλα να έρχονται στο φως, αλλά με τον ήρωά του να μην μπορεί να λειτουργήσει παρά μονάχα αν εκφραστεί έμμεσα, υπαινικτικά. Σάμπως αν επιχειρούσε την αποκάλυψη αυτού που του συμβαίνει στην ένταση με την οποία το υφίσταται, να γινόταν αναξιοπρεπής ή και γελοίος, ενώ τώρα με το να το ελαχιστοποιεί διασώζει κάποια υπολείμματα αξιοπρέπειας. Ενα στοιχείο που δεν φαίνεται να το καταβάλλει ακόμα και η ασθένεια, καθώς στο διήγημα «Γκρι» με την ηρωίδα σε προϊούσα άνοια, όσος «έλεγχος» της απομένει να κάνει να αναδεικνύεται ένας κόσμος που δεν θα τον γνωρίσει ποτέ κανείς, παρά μόνο αν περιερχόταν στην κατάσταση της ίδιας.

Η απειλή

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή για τη λογοτεχνία από το μικροπεριστατικό που καταγράφεται ως κάτι εξαιρετικό, συχνά μην παραπέμποντας καν σε έναν ουσιώδη εαυτό του, καθώς δημιουργείται μια πλησμονή εκατομμυρίων τυπωμένων σελίδων που, από απειλή, μεταβάλλεται κυριολεκτικά σε θάνατο για τη λογοτεχνία. Επιπλέον η χρονογραφική ακρίβεια, όσον αφορά την καταγραφή των μικροπεριστατικών, πολύ δύσκολα μπορεί να δημιουργήσει ύφος, αν δεν εξασφαλιστεί προηγουμένως μια ενότητα ανάμεσά τους, έστω και αν έχουν εξελιχθεί σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, συχνά εντελώς απομακρυσμένους μεταξύ τους.

Για να υπογραμμίσουμε αυτού του είδους την οργανική ενότητα στα διηγήματα του «Πετεινού», φτάνει να σημειώσουμε τέσσερα μόνο μότο που προτάσσονται σε ισάριθμα διηγήματα και προέρχονται από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, τον Γούντι Αλεν, τον Οδυσσέα Ελύτη αλλά και από ένα παλαιό βιβλίο αριθμητικής της Δ’ Δημοτικού. Αν και θα φανταζόταν κανείς πως θα έβαζαν σε κίνδυνο τον προσανατολισμό των διηγημάτων, αντίθετα κάνουν την ιθαγένειά τους πολύ πιο ισχυρή.

Ποια είναι η ιθαγένεια αυτή; Η καταγωγή όλων των ανθρώπων από την ενιαία μήτρα της ανάγκης, με τη λύση του προβλήματος να δημιουργεί την ανάγκη να υπάρξει πρόβλημα, με το σκοτάδι να πιθανολογεί την παρουσία του φωτός.

Στάμος Τσιτσώνης

Πετεινός νοτίων προαστίων

Εκδ. Κριτική, 2016,

σελ. 256

Τιμή: 12 ευρώ