Είχα πρωτοέρθει σε επαφή με την αρθρογραφία στον γαλλόφωνο Τύπο του Αλγερινού Καμέλ Νταούντ μέσω της Κλερ Σαρνέ, συζύγου του κριτικού Δημήτρη Ραυτόπουλου, η οποία γνωρίζει καλά τον αραβικό κόσμο, έχοντας για χρόνια ζήσει και δουλέψει σε πρώην τριτοκοσμικές χώρες. Ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας του Οράν «Le Quotidien» και πιο πρόσφατα ως επιφυλλιδογράφος του περιοδικού «Le Point», ο Νταούντ πολέμησε με συνέπεια την αντιδραστική στροφή της αλγερινής κοινωνίας και ευρύτερα του μουσουλμανικού κόσμου, τον φανατισμό των μουλάδων και φυσικά τον ίδιο τον εμφύλιο πόλεμο που ταλαιπώρησε την Αλγερία για δεκαετίες (και ο οποίος μέτρησε, μεταξύ άλλων, δεκάδες δημοσιογράφους ανάμεσα στα θύματά του). Εχω κι εγώ άμεση εμπειρία από την κατάσταση σε μια χώρα που πολέμησε λυσσαλέα για την απελευθέρωσή της στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 για να περάσει από ποικίλες φάσεις και να παραδοθεί σε μια σειρά από ανήκουστες φρικαλεότητες. Στην τελευταία μου επίσκεψη στο Αλγέρι τον Σεπτέμβριο του 2001, σε μια Διεθνή Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για τη Βιοποικιλότητα, λίγο πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, θυμάμαι την ανακούφιση που ένιωσα όταν πέρασα πια το τσεκ ιν στο αεροδρόμιο με την κάρτα επιβίβασης ανά χείρας. Μεταξύ άλλων επεισοδίων, την προηγούμενη νύχτα ένας άντρας και μια γυναίκα –προφανώς ερωτικό ζεύγος –είχαν δολοφονηθεί άγρια από τους τζιχαντιστές έξω από το ξενοδοχείο μου. Τα στήθη της γυναίκας είχαν αποκοπεί και καρφωθεί στο καπό του αυτοκινήτου(!).

Ο Νταούντ ανήκει στο εγκόσμιο κομμάτι της αλγερινής ιντελιγκέντσιας, που βρίσκεται σε στενή επαφή με την πρώην μητρόπολη Γαλλία και όχι μόνο. Αρθρογραφεί με πάθος κατά του ουαχαμπισμού, του φονταμενταλισμού, του Ισλαμικού Κράτους, της κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Μερικές από τις πιο πρόσφατες παρεμβάσεις του, που γέννησαν ευρύ διάλογο όχι μόνο σε αραβικές χώρες, αφορούν την καταπίεση της σεξουαλικότητας στον ισλαμικό κόσμο και τον ρόλο της Σαουδικής Αραβίας ως μιας «πετυχημένης τζιχαντικής χώρας» που απλώς και μόνο «τα κατάφερε» και κατά συνέπεια έγινε σύμμαχος της Δύσης –κατ’ αυτόν, διπρόσωπης και υποκριτικής. Προ διετίας είχε εκδοθεί και ένας φετφάς στην ιστοσελίδα κάποιου ιμάμη ονόματι Αμπντελφατάχ Χαμαντάς που καλούσε σε θανάτωσή του, –πράγμα που ενίσχυσε τη φήμη του.

Ο Νταούντ δεν χαρίζεται ούτε στους πρώην εποίκους, αν και αναγνωρίζει τις οφειλές του στη γαλλική γλώσσα. Αυτό γίνεται εμφανές και στο πρώτο του αυτό μυθιστόρημα που κέρδισε κάμποσα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στη Γαλλία και το οποίο επανεπισκέπτεται την προβληματική του Καμί καθώς και τα πνευματικά κινήματα της μεταπολεμικής εποχής. Αφηγητής και αναθεωρητής της γνωστής ιστορίας που αφηγείται ο Αλμπέρ Καμί στον «Ξένο» του είναι εδώ ο αδελφός του ανώνυμου Αραβα που είχε δολοφονήσει ο Μερσό –ο εμβληματικός αντιήρωας του Καμί –σε μια παραλία του Αλγερίου. Ο Νταούντ επιχειρεί να δώσει φωνή και πρόσωπο στο θύμα, αναζητώντας ταυτόχρονα μια ετεροχρονισμένη ταυτότητα για «της Γης τους κολασμένους», όπως έγραφε τα χρόνια εκείνα ο Μαρτινικέζος Φραντς Φανόν. Το ανώνυμο κατά Καμί θύμα (αναφέρεται απλώς στο βιβλίο του ως «ο Αραβας») αποκτά εδώ το όνομα Μούσα (Μωυσής), ενώ ο αφηγητής λέγεται Χαρούν (Ααρών). Σε διαδοχικές συνεδρίες ο Χαρούν αφηγείται σε κάποιον ερευνητή την ιστορία του μεγαλύτερου αδελφού του Μούσα, δολοφονημένου –θυμίζω –για μάλλον αδιευκρίνιστους λόγους σε μια παραλία του Αλγερίου (λόγω του ανυπόφορου ήλιου, επειδή δεν υπάρχει Θεός και άρα θείος νόμος, επειδή δεν είχε καμιά σημασία η πράξη ως τέτοια σε έναν άνευ νοήματος κόσμο, επειδή ο Μερσό ήταν με τον τρόπο του εξεγερμένος και κοινωνικά περιθωριακός, όλες μαζί οι ερμηνείες ισχύουν στο πλαίσιο του παραλόγου της ύπαρξης που προάγει στο έργο του ο Καμί το 1942).

Ο διάλογος με τον Καμί αποτελεί λοιπόν τον πυρήνα του βιβλίου. Πρόκειται για έναν διάλογο του αποικιοκρατούμενου με τον αποικιοκράτη, στη διάρκεια του οποίου ανασυντίθεται η ζωή της οικογένειας των δύο αδελφών όπως την αφηγείται δεκαετίες μετά ο αφηγητής. Η ιστορία του Μούσα έχει στοιχειώσει την ύπαρξη του Χαρούν. Η μάνα του αναζητεί επί χρόνια εμμονικά τα ίχνη του εξαφανισθέντος νεκρού ηδονιζόμενη με τον ρόλο της χαροκαμένης, ενώ καθοδηγεί τον νεαρό Χαρούν να δολοφονήσει σε αντιστάθμισμα έναν γάλλο έποικο μία μέρα μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας το 1963. Ωστόσο ο Χαρούν θα τη γλιτώσει –σε αντίθεση με τον Μερσό του «Ξένου». Οι επαναστατικές δυνάμεις θα του τη χαρίσουν σε μια επίδειξη μεγαθυμίας και ηθικού σχετικισμού. Ο συγγραφέας θα προσπεράσει αυτό το σημαντικό σημείο χωρίς σχολιασμό. Και όμως, στον «Ξένο» του Καμί εντυπωσιάζει η συνέπεια με την οποία οι γαλλικές δικαστικές Αρχές υλοποιούν τις αρχές του κράτους δικαίου, εξαντλώντας μάλιστα την αυστηρότητά τους εις βάρος του συμπατριώτη τους Μερσό (έστω και για τους λάθος λόγους), και αναζητούν επιπρόσθετα επιβαρυντικά στοιχεία αναγνωρίζοντας στο θύμα («τον Αραβα») ίσα δικαιώματα. Είναι αυτό ακριβώς που αποτυγχάνουν να κάνουν οι αλγερινοί εξεγερμένοι και που παραμένει ασχολίαστο στο βιβλίο, ενώ βρίσκεται πιθανότατα στη βάση των κυμάτων φανατισμού, ανομίας και βίας που ακολούθησαν.

Τι άλλο γίνεται στο βιβλίο αυτό; Κάποιος μεγάλος έρωτας, μάλλον ημιτελής, και μετά… περίπου τίποτα. Ο Νταούντ είχε την εξαιρετική έμπνευση να δώσει ταυτότητα στον άγνωστο Αραβα που δολοφονεί ο Μερσό, αλλά τελικά αποτυγχάνει να του δώσει σάρκα και οστά, πολύ περισσότερο να αναγάγει την ύπαρξή του σε φιλοσοφικό ζήτημα, όπως κάνει ο Καμί. Ο Χαρούν φλυαρεί με χαοτικά νοητικά άλματα που δεν πείθουν ότι συνιστούν παραληρηματικό λόγο, παρά μόνο μια υιοθετημένη και ελάχιστα αφομοιωμένη εκ μέρους του συγγραφέα τεχνική, ενώ μπεκροπίνει με τον πανεπιστημιακό στον οποίο αφηγείται την ιστορία του. Με λόγο στομφώδη και ακραία λυρικό, με δήθεν προκλητικές, μεγαλόφωνες μεταφορές αντλημένες από το βασίλειο του απωθημένου ερωτισμού (η Αλγερία οργωμένη σαν πόρνη, το Οράν που βλέπει τη θάλασσα με ανοιχτά τα πόδια κ.ά.), περιγράφεται ένα δράμα που καθόρισε, κατά τον αφηγητή, τη μετέπειτα ζωή του ώς τις παραμικρότερες λεπτομέρειές της. Το γιατί την καθόρισε σε τέτοιο βαθμό επίσης δεν θα το μάθουμε ποτέ, ούτε στο επίπεδο του απλού ρεαλισμού ούτε σε κάποιο άλλο ευρύτερο πεδίο αναφοράς.

Το συμπέρασμα

Καλή ιδέα, ανεπαρκής υλοποίηση

Αναρωτιέται εντέλει κανείς γιατί το βιβλίο του Νταούντ είχε τόση επιτυχία στη Γαλλία. Η απάντηση θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζητηθεί – εκτός από την προφανή έλξη που προκαλεί η Αλγερία και το πάντα ζωντανό στη συνείδηση των Γάλλων αλγερινό ζήτημα – στο αμετάφραστο στη χώρα μας, προκλητικό αλλά ευφυέστατο βιβλίο του Πασκάλ Μπρικνέρ «Ο λυγμός του λευκού ανθρώπου», όπου περιγράφεται το ξέπλυμα των ενοχών της Δύσης έναντι της αποικιοκρατικής εποχής. Ή ίσως στη μακρόχρονη κρίση της γαλλόφωνης λογοτεχνίας που σπανίως ξεφεύγει τα τελευταία χρόνια από τη μετριότητα, πιθανώς ως συνέπεια του θριάμβου της «αγγλόσφαιρας» σε όλα τα επίπεδα. Απομένει λοιπόν στο χαρτί μια καλή ιδέα (με είχε απασχολήσει κι εμένα ως έφηβο ακόμη το γιατί αυτός ο Αραβας παραμένει ανώνυμος) και η μάλλον ανεπαρκής υλοποίησή της. Στα κέρδη της ιστορίας ότι πιθανότατα θα (ξανα)διαβάσετε τον Καμί διαπιστώνοντας τη μεγαλοσύνη της σύλληψης του «Ξένου» ως ενός ήρωα χωρίς πατρίδα και Θεό, μοιρολάτρη και εξεγερμένου μαζί, ικανού να ζήσει ώς την πλέον ακραία της συνέπεια την ύπαρξή του, ήρωα που εντέλει αγαπά τη ζωή ως έχει και που οι πράξεις του υπόκεινται όχι στη θεϊκή κρίση αλλά στην απουσία της.

Αυτά. Επ’ ευκαιρία, έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα ο εικονογραφημένος «Ξένος» του Ζακ Φεραντέζ, επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη. Αξίζει ίσως τον κόπο ακόμη και οι καχύποπτοι να τον διαβάσουν. Πρόκειται για εξαιρετική έκδοση που ανασυστήνει με συνέπεια τον χώρο και την εποχή χωρίς διόλου να προδίδει τις ιδέες του συγγραφέα. Σε ό,τι αφορά τον Νταούντ, τον προτιμώ ως αρθρογράφο.

Kamel Daoud

Μερσώ, ο άλλος ξένος

Μτφ. Γιάννης Στρίγκος

Εκδ. Πατάκη 2016, σελ. 200

Τιμή: 100 ευρώ

Jaques Ferrandez

Ο Ξένος

Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Αλμπέρ Καμύ

Μτφ. Νίκη Ντουζέ, Μαρία Ρομπλέν

Εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 138

Τιμή: 17,70 ευρώ