Αυτό το βιβλίο, αποτελούμενο από έντεκα κείμενα εννέα συγγραφέων, είναι σπουδαίο γιατί μεταφέρει και στη χώρα μας έναν πλούσιο προβληματισμό που υπερβαίνει τη σχηματική αντιπαράθεση μεταξύ οικουμενισμού και μερικοκρατίας για θέματα όπως είναι ο κοσμοπολιτισμός, η πολυπολιτισμικότητα, η ανοχή και ο πατριωτισμός.

Η πρώτη θεματική ενότητα του βιβλίου έχει τίτλο «Κοσμοπολιτισμός, πολυπολιτισμικότητα, φιλοξενία» και αρχίζει με το άρθρο «Κοσμοπολίτες πατριώτες» του Κουάμε Αντονι Απια (πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα πολύ σημαντικό δικό του βιβλίο, το «Η ηθική της ταυτότητας», από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Δημήτρη Μιχαήλ).

Ο κοσμοπολιτικός πατριωτισμός του Απια εμφανίζει τον πατριωτισμό ως αξία οικουμενικής διάστασης του τοπικού και του εθνικού. Η πιο αξιοσημείωτη στιγμή στην άποψή του είναι όταν αντιστρέφει την άποψη του Χέρντερ για το κράτος ως ηθικά αυθαίρετο και το έθνος ως ηθική αυτή καθαυτή αξία. Για τον Απια ηθικά αυθαίρετο δεν είναι το κράτος, αλλά το έθνος. Ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτικός πατριωτισμός του Απια προϋποθέτει την ίδια δέσμευση όλων, ανεξαρτήτως κουλτούρας, τοπικών διαφορών, ταυτοτήτων στους ίδιους θεσμούς. Ο Απια τελικά μας προτρέπει να κάνουμε ό,τι και ο πατέρας του, «να πάρουμε τις ρίζες μας μαζί μας».

Στο δεύτερο κείμενο της πρώτης ενότητας η Γκόλφω Μαγγίνη καταθέτει τη δική της ανάγνωση των θέσεων της Μάρθας Νούσμπαουμ υπέρ μιας κοσμοπολίτικης δικαιοσύνης. Η Νούσμπαουμ από τη μια εντάσσεται στο ρεύμα που αναδεικνύει τη βαρύνουσα σημασία στο φιλελεύθερο οικοδόμημα της «προσέγγισης των ικανοτήτων», αλλά από την άλλη, μέσα από τη διαπραγμάτευση επίμαχων ζητημάτων όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η θέση των γυναικών και η υπεράσπιση της φιλελεύθερης παιδείας και των ανθρωπιστικών σπουδών, προβάλλει ως ένας κριτικός του φιλελευθερισμού από θέσεις μιας «αριστοτελικής σοσιαλδημοκράτισσας», σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό της Νούσμπαουμ ή, όπως τονίζει η Μαγγίνη, από την πλευρά ενός καντιανών καταβολών πολιτικού φιλελευθερισμού. Για τη Νούσμπαουμ η δικαιοσύνη δεν μπορεί να κατασκευάζει την ισότητα στηριγμένη μόνο στους νόμους και τους θεσμούς, αλλά χρειάζεται και η δέσμευση της καρδιάς και της φαντασίας.

Η δεύτερη ενότητα αφορά τη σχέση της πολιτικής φιλίας με έννοιες όπως η κοινωνικότητα, η συλλογικότητα και η δημοκρατία. Στο πρώτο κείμενο ο Αντριους Μπιέλσκις εντρυφεί στις πολιτικές επιπτώσεις του έργου του Αλασντερ Μακιντάιρ «Ελλογα εξαρτημένα όντα». Ο μη κοινοτιστής Μακιντάιρ ανέδειξε τον ρόλο της «πολιτικής αυτοάμυνας» των τοπικών κοινωνιών ως μορφής αντίστασης στις επιπτώσεις του καπιταλισμού και στις λεηλασίες της κρατικής εξουσίας. Ο Μπιέλσκις αντιθέτως θεωρεί ότι η αυτοάμυνα των κοινοτήτων θα αποτύχει αναγκαστικά, αν δεν υπάρξει αντίσταση στην παράλογη δύναμη του κεφαλαίου. Γι’ αυτό επιχειρεί να παντρέψει την αριστοτελική κριτική στην πλεονεξία με τη μαρξική κριτική στον οικονομικό ορθολογισμό της μεγιστοποίησης του κέρδους.

Η Ελένη Λεοντσίνη, με τις δύο σημαντικές παρεμβάσεις της, θέτει μια άλλη παράμετρο στην προηγηθείσα συζήτηση. Εξετάζει τη φιλία ως κοινωνικό και πολιτικό αγαθό. Εχοντας ως αφετηρία της την αριστοτελική έννοια της φιλίας ως ένα είδος «αμοιβαίας χρησιμότητας» ή «ως φιλίας του κοινού συμφέροντος» υποστηρίζει ότι η φιλία μπορεί να αποκτήσει πολιτικό χαρακτήρα ακόμη και στις σύγχρονες μεγάλες κοινωνίες.

Η τρίτη ενότητα έχει τίτλο «Κουλτούρα, ταυτότητα, διαφορετικότητα». Εδώ η Σέιλα Μπενχαμπίμπ προσφεύγει σ’ αυτό που ονομάζει «κοινωνική κατασκευασιοκρατία» ως τον καλύτερο δρόμο για την αποκωδικοποίηση των δύσκολων κωδικών των πολιτισμικών ταυτοτήτων. Οι κουλτούρες ως κατασκευές δεν είναι ρηχές. Η υπεράσπιση όμως της διαπολιτισμικής δικαιοσύνης ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες οφείλει να γίνεται στο όνομα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας και όχι σε εκείνο μιας άπιαστης διατήρησης της κουλτούρας.

Αυτές οι αρχές της Μπενχαμπίμπ τυγχάνουν σφοδρής κριτικής από τον Ελληνοκαναδό Νίκολας Κομπρίδη, ο οποίος την κατηγορεί για απόψεις που ουδετεροποιούν τα πολιτικά αιτήματα κάθε κουλτούρας. Η κανονιστικοποίηση σύμφωνα με τον Κομπρίδη αντιμετωπίζει τις πολιτισμικές ταυτίσεις και τους δεσμούς ως φαντασιακές κατασκευές. Μια τέτοια παραδοχή έχει ως συνέπεια μια άλλη παραδοχή, το ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να αγωνιζόμαστε για τη διατήρηση των πολιτισμικών διαφορών και ταυτοτήτων.

Η Γκόλφω Μαγγίνη στη συνέχεια αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο την αντιπαράθεση του Κομπρίδη με την Μπενχαμπίμπ. Αυτό όμως που κρατώ από τη Μαγγίνη είναι η θέση της ότι η κανονιστικοποίηση ή αλλιώς η αφαίρεση των πραγματικών κοινωνικών συνθηκών και των ανισοτήτων, εντός των οποίων γίνεται η συζήτηση για τις κουλτούρες, φαίνεται να εξαφανίζει την αναγκαία «κοινωνική πολιτική που κινητοποιείται από τη θεμελιώδη αξίωση για κοινωνική δικαιοσύνη» (σελ. 339).

Στο τελευταίο κεφάλαιο «Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ανεκτικότητα» πρώτα ο Κώστας Δουζίνας και στη συνέχεια η Γουέντι Μπράουν ασκούν την πιο δριμεία κριτική στην αφήγηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο Δουζίνας κριτικάρει τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτικές που κρύβουν τις αξιώσεις του φιλελευθερισμού για κυριαρχία. Η δε Γουέντι Μπράουν θεωρεί ότι η ανεκτικότητα αποτελεί στοιχείο μιας αποπολιτικοποίησης των κοινωνικών και πολιτισμικών διαφορών. Ετσι όμως και οι δύο κατηγορούν τον φιλελευθερισμό, πρώτον επειδή είναι φιλελευθερισμός και δεύτερον επειδή δεν είναι φιλελευθερισμός.

Ενας υπερπολύτιμος οδηγός

Ο πλούτος των θέσεων και των απόψεων αυτού του βιβλίου – σε μια χώρα που βρίθει από «φιλελεύθερους» στους οποίους είναι ξένη η κουλτούρα της ανοχής όσο και από αντιφιλελεύθερους που αντιμετωπίζουν τον φιλελευθερισμό ως τη σύγχρονη κοινοτοπία του κακού – το κάνει υπερπολύτιμο οδηγό για καθέναν που θέλει να προβληματιστεί βαθύτερα για τις σχέσεις ταυτότητας και κοινωνικών συνόλων.

Κράτη και Πολίτες

Κοινότητα, Ταυτότητα, Διαφορετικότητα

Επιστημονική Επιμέλεια: Γκόλφω Μαγγίνη, Ελένη Λεοντσίνη

Εκδ. Σμίλη 2016

Σελ. 496 Τιμή: 27 ευρώ