Είκοσι τέσσερα γράμματα, είκοσι τέσσερις γυναίκες. Ο Γιώργος Βέλτσος επανέρχεται με νέα ποιητική συλλογή, με τίτλο «Γυναίκες» (εκδ. Διάττων), στην οποία επιχειρεί να μιλήσει για το άλλο φύλο μπαίνοντας τρόπον τινά στη θέση του. Είναι τα 24 γράμματα του αλφαβήτου, είναι όμως, λέει στο «Βιβλιοδρόμιο», και γράμματα προς αποστολή, κάτι σαν ταχυδρομικά δελτάρια.

«Αλλα έχουν φτάσει στον προορισμό τους, άλλα ταλαιπωρούνται κατά τη διαδικασία, άλλα καίγονται στην πυρά της λήθης» εξηγεί. «Ξέρω πως η κατοχή του γράμματος μεταμορφώνει αυτόν που το έχει. Ξέρω επίσης πως επειδή ένας άνδρας δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σημαίνον που η γυναίκα αναζητά με αυτή του την ιδιότητα, είχα την υποχρέωση, για να «αναζητήσω τη γυναίκα», να γράψω ως εάν ήμουν γυναίκα κι εγώ, αλλά σε μια παράδοξη διαπλοκή ταυτοτήτων». Και πράγματι, στο γράμμα «Ω» ο Γιώργος Βέλτσος αυτοπαρουσιάζεται ως γυναίκα –το «ωμέγα» του, δηλαδή, είναι ο εαυτός του (το ποίημα ξεκινά με τον στίχο: «Αυτή η γυναίκα είμαι εγώ»). «Στο «Ω» παρουσιάζομαι μέσα από τη γραμματική γιατί «γίνομαι γυναίκα» σημαίνει, για να θυμηθούμε τον Τζόις, αυτό ακριβώς: διαστρέφω τη γραφή» λέει. Και για να θυμηθούμε και τον Λακάν, συνεχίζει, «η καθαυτό διάσταση του γραπτού είναι να αντιληφθούμε πως το σημαινόμενο δεν έχει να κάνει με τα αφτιά αλλά με την ανάγνωση, διότι το σημαινόμενο δεν είναι αυτό που ακούμε, αλλά το σημαίνον».

Το ασυνείδητο

Ο Βέλτσος δεν συμμερίζεται τη φροϊδική ρήση ότι «η ανατομία είναι το πεπρωμένο». Πεπρωμένο, κατ’ αυτόν, είναι το ασυνείδητο, γι’ αυτό και γράφει με discours de l’ autre, τη γλώσσα του άλλου.

Οι γυναίκες που εμπνέουν την ποίησή του δεν είναι μόνο γνωστές του γυναίκες –λ.χ. η σύντροφός του Μυρτώ ή η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, η οποία είναι και η μόνη που αναφέρεται ρητά (στο γράμμα «Ε»). Ή η ποιήτρια Κική Δημουλά ή η ηθοποιός Αμαλία Μουτούση που το όνομά τους δεν υπάρχει πουθενά. Οπως μας εκμυστηρεύεται, είναι και γυναίκες που βλέπουμε στην τηλεόραση, βουλευτίνες ή άλλα δημόσια πρόσωπα. Αυτό που θα μπορούσε κανείς σχετικά εύκολα να υποψιαστεί από τα συμφραζόμενα είναι ότι το ποίημα στο γράμμα «Ι» αναφέρεται στην Κριστίν Λαγκάρντ: «Αντιστάθηκε, αποφάσισε να παραδοθεί / πουλήθηκε, ασπάστηκε μισαλλόδοξες ιδέες / Τις υπηρέτησε / Προωθήθηκε / Ανήλθε / Η επιτυχία της θα μπορούσε να είναι απόλυτη / Εάν υπήρχε τω όντι / Αν η αιωνιότητα της απεικόνισής της / σε διαδικτυακούς τόπους / δεν συνηγορούσε υπέρ της ανυπαρξίας της / ευθέως ανάλογης με της γενικής διευθύντριας / του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου / ή της Βανέσας Παραντί / Ανυπόστατα γύναια του είδους της / στεντόρειες φωνές / ράκη εκ γενετής / ενοχλούν το πεύκο όπου νεράιδες χορεύουν / δαπανώντας το αόρατο / για να διασκεδάσουν τη μία και μόνη πραγματικότητα / Τα νύχια των δακτύλων τους / δεν είναι κόκκινα, ούτε γαμψά / Και οι στεναγμοί τους το μεσημέρι / δεν ξέρεις αν ακούγονται από το δέντρο, απ’ το γαμήσι / ή την ειμαρμένη».

Οι δυσκολίες
Το βιβλίο αυτό θα θεατροποιηθεί με κάποιον τρόπο, που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πριν το δει, από τον Γιάννη Λεοντάρη και θα ανεβεί στο θέατρο Λευτέρης Βογιατζής. Οπως θεατροποιήθηκε και ένα αρκετά διαφορετικό, εξίσου δύσκολο θεατρικά όμως, κείμενό του, αυτό για τη Μάγκντα Γκέμπελς. Ο ίδιος ο Γιώργος Βέλτσος έχει άλλωστε επίγνωση των δυσκολιών: «Αυτό που δίνω στον αναγνώστη να διαβάσει δεν έχει σχέση με αυτό που μπόρεσα να γράψω επ’ αυτού. Ο ποιητής κυρίως εκδηλώνεται μέσα από το «χάσμα» του (το έλλειμμά του) που αιτιοδοτεί την επιθυμία του (για ποίηση). Επειδή ο άνδρας (ποιητής) ξέρει πως «αυτό που αναπληρώνει τη διάφυλη σχέση είναι η αγάπη» και ότι η αγάπη σαν «φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» (Αναγνωστάκης) είναι μια διαστροφή (ή ακριβέστερα ένα ιδιαίτερο σύμπτωμα) που μας συνδέει με τον κοινωνικό δεσμό, οι «Γυναίκες» δείχνουν (σ’ εμένα) το πρόβλημα του ζεύγους στη συμπτωματική του διάσταση: διότι σε όλες σύμπτωμά τους είναι ο άνδρας, όπως άλλωστε για τον άνδρα σύμπτωμά του είναι αυτές –όπου «σύμπτωμα» το ίδιο το φύλο και η κατάρα του: ο άνδρας και η γυναίκα να μη συναντηθούν ποτέ».

«Αγνοώ αυτό που μου λείπει»

Κατά τα άλλα, ο Γιώργος Βέλτσος αισθάνεται ότι «κανένας εντέλει δεν ξεφεύγει από τον δημοσιογραφισμό» και ότι ο ίδιος γράφει καθημερινά (ο δεύτερος συγκεντρωτικός τόμος των συλλογών του, 2005-2016, θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες από τις εκδόσεις Περισπωμένη) «μιμούμενος μάλλον τον δημοσιογράφο»: «Για να αποδείξω ότι “οι αλήθειες που πετούν στο φως της ημέρας” (Μαλαρμέ) μιμούνται και αυτές την αλήθεια η οποία λέγεται μιμούμενη, διότι ουδέποτε λέγεται όλη». Το παράδοξο με την ποίηση, λέει, είναι ότι «η επιθυμία για ποίηση είναι επιθυμία για αλήθεια και συγχρόνως γνώση ότι η αλήθεια (της) δεν λέγεται». Υπάρχει βέβαια «μια θέληση για αλήθεια που “αληθεύει”, οπότε ο ποιητής μεταβάλλεται σε μεγάλο απατεώνα καθώς ζει σε καθεστώς υπερβάλλουσας διαύγειας (Σιοράν). Και υπάρχει και μια θέληση για γνώση που δεν προϋποθέτει μόνο “διαβασμένους” αναγνώστες (“υποκριτές” κατά Μποντλέρ) αλλά και παρεμβατικούς ποιητές (δημοσιογράφους)». Οπου παρεμβατικός ποιητής «όχι ο πολιτικοποιημένος της δεκαετίας του ‘70 ούτε και ο απολιτικός τού σήμερα, αλλά ο γνώστης και ο ισχυρογνώμων, έστω ως μεταφορέας του ρητορικού ως εάν: σαν γνώστης ή γνώστης-μίμος».

Και καταλήγει: «Εγώ το μόνο που γνωρίζω όταν γράφω, η μέγιστη γνώση που μου προσφέρει η γραφή, είναι πως αγνοώ αυτό που μου λείπει» (σ.σ. αρκετά διαφορετική διατύπωση από του Ελύτη που έλεγε: «Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ»).

Συμπεράσματα

«Κάθε γυναίκαθέλει κάτι άλλο»

Το ποίημα συμπορεύεται με το κενό, λέει ο Βέλτσος, είναι, κατά τον Τσέλαν, που σημειωτέον αυτοκτονεί, «το βάρος που συγκρατεί το κενό». «Μια τέτοια ποίηση, ένα τέτοιο θέατρο, σκέφτεται τη σκέψη του γραπτού, άρα σκέφτεται την ίδια τη σκέψη. Ο Μπαντιού λέει ότι “το σκέπτεσθαι τη σκέψη του ποιήματος δεν θα μπορούσε να είναι, ωστόσο, στοχασμός, διότι το ποίημα δεν προσφέρεται παρά μόνο με την πράξη του”. Το ποίημα επομένως δεν παίρνει θέση μόνο στο ερώτημα “τι είναι σκέπτεσθαι”, αλλά και “τι είναι πράττειν”».

Οπως και να ‘χει όμως, το βασικό ζήτημα που θέτει το βιβλίο δεν βρίσκει ούτε τώρα τη λύση του. Ο Φρόιντ έλεγε «δεν έχω ακόμα απαντήσει, τριάντα χρόνια μετά, τι θέλει μια γυναίκα» ενώ ο Γιώργος Βέλτσος αποφαίνεται μιλώντας στο «Βιβλιοδρόμιο» ότι «κάθε γυναίκα θέλει κάτι άλλο». Εξού και η έλλειψη οριστικού άρθρου στον τίτλο του βιβλίου.

Γιώργος Βέλτσος

Γυναίκες

Εκδ. Διάττων, 2016, Σελ. 48

Τιμή:

10,60 ευρώ