Το αρθρωτό αυτό μυθιστόρημα του Ερνεστ Χέμινγουεϊ πρωτοδημοσιεύθηκε το 1970, εννιά ολόκληρα χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα και αφού προφανώς υπέστη ποικίλες επεξεργασίες. Προσωπικά το θεωρώ από τα καλύτερά του έργα, παρά το ότι, γενικά μιλώντας, άργησε να βρει τη θέση του στο κόρπους των ονομαζομένων «χεμινγουεϊνιανών σπουδών». Πιθανώς αυτό οφείλεται στο ότι είχε προ πολλού περάσει η μπογιά του ως συγγραφέα όταν πια εκδόθηκε το βιβλίο και επιπλέον διατρέχαμε την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων στην Καλιφόρνια και παντού στον κόσμο, του χιπισμού, του αναχωρητισμού, των πρώιμων οικολογικών κινημάτων και της ζωής κοντά στη φύση. Τα ανδροπρεπή πρότυπα που προέβαλλε συστηματικά ο συγγραφέας δεν ήταν πια της μόδας. Το έργο επανεκτιμήθηκε ωστόσο με τον καιρό. Αλλωστε, η νουβέλα του «Ο γέρος και η θάλασσα» –που συνετέλεσε τα μέγιστα στο να κερδίσει το Νομπέλ –είχε σχεδιασθεί αρχικά ως τμήμα των «Νησιών της Καραϊβικής», για να αυτονομηθεί στη συνέχεια.

Παγωμένα ντακίρι

Ηρωας στα τρία ημιανεξάρτητα μέρη του βιβλίου είναι ο Τόμας Χάντσον, ένας ζωγράφος σμιλεμένος στα πρότυπα του Χέμινγουεϊ. Μου άρεσε πάντα περισσότερο το δεύτερο μέρος, με τον απλό τίτλο «Κούβα», όπου ο ήρωας, έχοντας επιστρέψει από μια αποστολή στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα από μια νύχτα ξαγρύπνιας με τον αγαπημένο του γάτο, αποφασίζει να μεθύσει. Πίνει λοιπόν μέχρι τελικής πτώσεως διπλά παγωμένα ντακίρι στο ιστορικό μπαρ Φλοριντίτα της Αβάνας. Σταδιακά γίνεται εμφανές ότι αποκρύπτει επιμελώς από τους γύρω του (και φυσικά από τον αναγνώστη) το εσωτερικό του δράμα, ενώ παίζει ζάρια, κερνάει και κερνιέται, συνομιλεί με μέθυσους και με την αγαπημένη του πόρνη και αναστοχάζεται τη ζωή του. Προς το τέλος πια εμφανίζεται η πρώτη γυναίκα του –«η μία και μοναδική» -, καλλονή και διάσημη ηθοποιός που προς το παρόν υπηρετεί στον τομέα της ψυχαγωγίας των συμμαχικών στρατευμάτων. Ο Χάντσον, έπειτα από τρυφερές εκατέρωθεν εκμυστηρεύσεις, θα της αποκαλύψει με τα πολλά ότι ο γιος τους ο Τομ που υπηρετούσε στην Αεροπορία πέθανε όταν το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε κάπου στη Γαλλία. Θα επιστρέψουν στο σπίτι, θα επιχειρήσουν να βρουν στήριγμα και παρηγοριά ο ένας στον άλλο κάνοντας έρωτα αλλά τελικά, μάλλον ανακουφισμένος, ο Χάντσον ειδοποιείται ότι τον περιμένει μια αποστολή και την αφήνει στις περιποιήσεις του προσωπικού.

Αφηγηματική καθαρότητα

Αλλά και το πρώτο μέρος («Μπίμινι») διαθέτει αφηγηματική καθαρότητα και μερικές από τις καλύτερες φυσικές περιγραφές του Χέμινγουεϊ. Διεξάγεται στα νησιά Μπίμινι, στις Δυτικές Μπαχάμες, όπου ο συγγραφέας είχε περάσει ένα διάστημα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Εκεί πρωτοσυναντούμε τον Χάντσον, αποσυρμένο από τα εγκόσμια, να ζει ζωγραφίζοντας εντατικά με τη συντροφιά μερικών ντόπιων και ενός φίλου του συγγραφέα. Κατά καιρούς έρχεται στο νησί για λίγες βδομάδες ή μήνες κάποια παλιά του αγάπη. Κάποια στιγμή ωστόσο τον επισκέπτονται τα τρία αγόρια του (από δύο διαφορετικούς γάμους) και μεταξύ αναδρομών και αναμνήσεων από τα χρόνια τους στη Γαλλία, γίνεται κάμποσο κολύμπι και ψάρεμα με κορυφαία μια σκηνή που προϊδεάζει για το «Ο γέρος και η θάλασσα»: ο μικρός του γιος θα παλέψει επί ατέλειωτες ώρες με έναν μεγάλο ξιφία που τελικά ωστόσο θα ξεφύγει από το αγκίστρι. Ο μικρός ενηλικιώνεται μέσω του ψαρέματος (αγαπώντας και μισώντας ταυτόχρονα το ψάρι) υπό τη διακριτική επίβλεψη των μεγαλυτέρων και, αν και χάνει τελικά το έπαθλό του, έχει κερδίσει την εκτίμηση των γύρω του. Κι ενώ τα αγόρια φεύγουν με το τέλος των διακοπών τους για να συναντήσουν στην Ευρώπη τις μητέρες τους και στο νησί καταφθάνει μια καλλονή σε αναζήτηση του συγγραφέα φίλου του Χάντσον, κι ενώ εμείς προετοιμαζόμαστε για κάποιας μορφής ήπιου χάπι εντ, ο ήρωας παίρνει ένα τηλεγράφημα που δίνει μια παράλογα άσχημη τροπή στο αφήγημα: τα δύο νεότερα αγόρια και η μητέρα τους έχουν πέσει θύματα αυτοκινητικού δυστυχήματος στη Νότια Γαλλία. Οταν ο δύσμοιρος Χάντσον ξεκινά για την κηδεία στην Ευρώπη ξεδιπλώνεται όλη η γνωστή δεξιοτεχνία του Χέμινγουεϊ όταν χειρίζεται το ζήτημα του πόνου –ένα από τα δυσκολότερα στη λογοτεχνία –χωρίς ποτέ να το μετατρέπει σε μελό.

Θαλάσσια καταδίωξη

Στο τρίτο μέρος με τον τίτλο «Στη θάλασσα» έχουμε την καταδίωξη εκ μέρους του Τόμας Χάντσον και των συντρόφων του μιας ομάδας Γερμανών στην αλυσίδα των νησιών βορείως της Κούβας, οι οποίοι έχουν εξοντώσει ένα χωριό γηγενών με αδικαιολόγητη σκληρότητα αφού το πολεμικό τους πλοίο ναυάγησε. Εδώ έχουμε, θα λέγαμε, σπουδές «τροπικής γεωγραφίας», με υφάλους, ξέρες, νησάκια, ρεύματα, μπουρίνια, κοράλλια, μαγκρόβια δάση και άλλα πολλά να συνθέτουν ένα συναρπαστικό φυσικό πλαίσιο για τις σκηνές της θαλάσσιας καταδίωξης. Σ’ αυτό το τρίτο αφήγημα έχουμε ακόμη μια διολίσθηση του ήρωα από τα προσωπικά πάθη προς αυτό που ονομάζει δημόσιο «καθήκον». Αυτή είναι η καταφυγή του καθενός από μας, σκέφτεται ο άυπνος, εμμονικά επικεντρωμένος στην αποστολή του Χάντσον, ενώ προσπαθεί να απαλείψει τις τραυματικές του μνήμες και κυρίως τον θάνατο του μεγάλου του γιου.

Συγκίνηση

Ο πρώιμος μεταμοντερνισμόςκαι η κορύφωση των δραμάτων

Ενα είδος πρώιμου μεταμοντερνισμού διακρίνει το έργο αυτό, μέσω της χρήσης ως ήρωα ενός δημιουργού (ζωγράφου ή συγγραφέα, αδιάφορο) που συνδιαλέγεται με την ίδια του την τέχνη. Εχουμε με άλλα λόγια έναν εσωτερικό διάλογο ως προς τον ρόλο της τέχνης, που μέχρι τη δεκαετία του ‘60 δεν είχε πολυεμφανισθεί στην αμερικανική λογοτεχνία. Κατά τα άλλα, πρόκειται για κλασικό Χέμινγουεϊ: μακρείς διάλογοι, κοφτή γλώσσα, αναζήτηση των εσωτερικών κινήτρων της δράσης των ηρώων, ανοιχτή σύγκρουση ανθρώπου – φύσης, χρήση της τελευταίας ως ενεργού στοιχείου της αφήγησης. Το βιβλίο παράγει συγκίνηση στις τελευταίες δραματικές σελίδες των τριών αφηγημάτων του, όπου αναδεικνύεται η έννοια της αγάπης με τραχιά ευκρίνεια. Οι κορυφώσεις των τριών δραμάτων προαναγγέλλονται υπόκωφα αλλά η μαστορική του συγγραφέα δεν επιτρέπει στον λυρισμό να πάρει τ’ απάνω χέρι. Ετσι, όταν το χειρότερο συμβεί, παράγεται γνήσια ταύτιση του αναγνώστη με τους ήρωες και τα πάθη τους.

Ernest Hemingway

Νησιάτης Καραϊβικής

Mτφ. Αντώνης Καλοκύρης

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, Σελ. 576

Τιμή: 19 ευρώ