Το 1920, η «Πατρίς», μια εφημερίδα που είχε πρωτοεκδοθεί στο Βουκουρέστι, στα 1890, σε μια ανθηρή εποχή για τους Eλληνες της περιοχής, κυκλοφορεί πλέον με έδρα την Αθήνα, υποστηρίζει τους Φιλελεύθερους του Ελευθερίου Βενιζέλου, διευθύνεται από τον δημοσιογράφο Δημήτρη Λαμπράκη και έχει καταφέρει να είναι μια υπολογίσιμη φωνή: έγκυρη, παρεμβατική, μαχητική εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Πωλούσε περί τα 25 χιλιάδες φύλλα ημερησίως. Την επιτυχία της αυτή, το επιτελείο της αποφάσισε να τη διαφημίσει. Η έκδοση της 25ης Ιουλίου 1920 κυκλοφόρησε με προμετωπίδα το εξής σλόγκαν: «Εξ όλου του αθηναϊκού Τύπου, η «Πατρίς» έχει την πρώτην κυκλοφορίαν εντός και εκτός Ελλάδος».

Η δημοσίευση εκείνη, που επαναλαμβανόταν καθημερινά, δημιούργησε έναν μικρό εμφύλιο στον χώρο του αθηναϊκού Τύπου. Ο «Ελεύθερος Τύπος» του Ανδρέα Καβαφάκη, επίσης μαχητική βενιζελική εφημερίδα, αρχίζει να δημοσιεύει διαμαρτυρίες και αριθμούς που αμφισβητούν την κυκλοφοριακή πρωτοκαθεδρία του αντιπάλου. Ο Καβαφάκης ισχυρίζεται ότι η δική του εφημερίδα είναι πρώτη. Η «Πατρίς» δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό του Καβαφάκη, ωστόσο στο φύλλο της 5ης Σεπτεμβρίου 1920, υπό τον τίτλο «Ομολογία της «Πατρίδος»», δημοσιεύει σε πρωτοσέλιδο μονόστηλο το παρακάτω σημείωμα: «Αναγνωρίζομεν ότι την πρωτίστην κυκλοφορίαν την έχει ο «Ελεύθερος Τύπος» και την πρώτην ο «Αστήρ» και ότι επακολουθούν άλλα Αθηναϊκαί και επαρχιακαί εφημερίδες, διακηρύσσομεν δε ότι η «Πατρίς» έχει την… τελευταίαν κυκλοφορίαν […]». Και για τέσσερις ημέρες, από τις 5 έως τις 8 Σεπτεμβρίου 1920, η εφημερίδα άλλαξε το σλόγκαν της: Εξ όλου του Αθηναϊκού Τύπου η «Πατρίς» έχει την… τελευταίαν κυκλοφορίαν εις όλην την Ελλάδα».

Αυτοσαρκασμός

Η πνευματική κατάσταση του Δημήτρη Λαμπράκη, η οποία του επέτρεπε να χρησιμοποιεί το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό ακόμα και κατά του εαυτού του και των προϊόντων της δουλειάς του ήταν ένδειξη μιας πολυσύνθετης προσωπικότητας. Οταν συνέβαιναν αυτά, άλλωστε, ο διευθυντής της «Πατρίδος» ήταν 34 χρόνων (είχε γεννηθεί στον Βάμο Αποκορώνου Χανίων, το 1888), ιδιαίτερα νεαρή ηλικία εκείνη την εποχή για να διευθύνεις εφημερίδα. Ωστόσο, ήδη είχε περάσει διά πυρός και σιδήρου έχοντας συνδέσει τη ζωή του, τις ιδέες του, την επαγγελματική και την πολιτική δράση του, εν τέλει και τη σύντομη δημοσιογραφική πορεία του με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου, ό,τι πιο προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό υπήρχε στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής μετά τον Τρικούπη.

Και ο Δημήτρης Λαμπράκης βρέθηκε από πολύ νωρίς στο πολιτικό προσκήνιο. Οκτώ χρονών, «ένα παιδάκι με ζωηρά μάτια, έξυπνο και γεμάτο πατριωτικούς ενθουσιασμούς», έκανε χρέη νοσοκόμου ακολουθώντας τον γιατρό θείο και κηδεμόνα του Λεωνίδα Λαμπράκη στο Μπρόσνερο Αποκορώνου, ένα ορεινό χωριό όπου είχε μεταφερθεί στρατιωτικό απόσπασμα επαναστατών που διεκδικούσαν την αυτονόμηση της Κρήτης από τους Τούρκους –κάτι που επιτεύχθηκε έπειτα από αγώνες και θυσίες δύο χρόνια μετά. Αριστος μαθητής, επηρεασμένος από τη Μεγάλη Ιδέα, σπεύδει, μαζί με τον συμμαθητή και φίλο του Μιχάλη Φραντζεσκάκη, μόλις τελείωσε το σχολείο, να ενταχθεί στον Μακεδονικό Αγώνα. Προσπάθησε να το κάνει μέσω του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και της Σχολής της Χάλκης (όπου έπρεπε να γίνει κληρικός), τα κατάφερε ωστόσο μέσω του Μακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας, άνθρωποι του οποίου τον έστειλαν δάσκαλο στη Φλώρινα. Ο καπετάν Ιωάννης Καραβίτης, που είχε συμβάλει στην αποστολή του, τον παρότρυνε να είναι προσεκτικός: «Πρόσεχε συ Μήτσο μη φας καμιά υποκοπανιά, γιατί έτσι που είσαι τζιγλερός (λεπτοκαμωμένος) δεν αντέχεις καημένε». Αλλά τόσο πρόσεχε, ώστε πήγε φυλακή ισόβια δεσμά.

Στη φυλακή!
Και όντως. Τον Ιούλιο του 1908 οι τουρκικές Αρχές τον ενέπλεξαν στη δολοφονία ενός στελέχους της διοίκησής τους στη Φλώρινα, του Ζεϊνέλ μπέη, και τον συνέλαβαν. Δεν έμεινε πολύ στη φυλακή, αλλά την επόμενη χρονιά αναγκάστηκε να παρουσιαστεί εκ νέου στην τουρκική διοίκηση, όταν πλέον είχε διαρρεύσει ο ρόλος των ελλήνων δασκάλων που είχαν βρεθεί στην περιοχή, οπότε και ξανασυνελήφθη, για να μείνει στη φυλακή (αρχικά της Φλώρινας, στη συνέχεια του Μοναστηρίου) ώς τις 11 Ιουνίου 1911. Επέστρεψε στην Κρήτη και, έπειτα από ένα ακόμα περιπετειώδες ταξίδι στη Νότια Αφρική, επιστρέφει στα πάτρια το 1912 για να πολεμήσει εθελοντής στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Και το 1913, στην Αθήνα πλέον, προσλαμβάνεται από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Πατρίς» Σπ. Σίμο, για να εργαστεί ως δημοσιογράφος.

Η «Πατρίς» θύμα του διχασμού

Η θητεία του στην «Πατρίδα» συνοδεύθηκε από επαγγελματική ωρίμαση, με αποτέλεσμα, πολύ γρήγορα, να γίνει διευθυντής της εφημερίδας. Ούτε και ως δημοσιογράφος, όμως, απέφυγε τους μπελάδες. Την εποχή που κορυφωνόταν ο Εθνικός Διχασμός, η σύγκρουση Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η «Πατρίς» κυκλοφόρησε στις 15 Μαΐου 1916 με κεντρικό τίτλο «Πώς κατελήφθη υπό των Βουλγάρων το Ελλ. Φρούριον». Η εφημερίδα επέκρινε την ελληνική κυβέρνηση ότι παρέδωσε αμαχητί το φρούριο του Ρούπελ στους συμμάχους των Γερμανών, Βουλγάρους. Τις επόμενες ημέρες, μάλιστα, δημοσίευσε έγγραφα τα οποία απεδείκνυαν προσυνεννόηση ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία. Λίγο αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου, ο Δημήτρης Λαμπράκης συνελήφθη και φυλακίστηκε. Την επομένη, απολογούμενος, απήγγειλε κατηγορία εσχάτης προδοσίας κατά του πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη και των υπουργών του, προσκομίζοντας τα έγγραφα που είχε δημοσιεύσει, ακριβή αντίγραφα εγγράφων του υπουργείου Εξωτερικών. «Ή εγώ είμαι συκοφάντης ή εκείνοι είναι προδόται» είπε χαρακτηριστικά στην απολογία του.

Απόλυτος διχασμός

Στο μεταξύ, και ενώ οι Σύμμαχοι κάνουν συνεχή διαβήματα στην ελληνική κυβέρνηση, ο Δημήτρης Λαμπράκης παραμένει στις φυλακές. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, η κυβέρνηση ομολογεί ότι υπήρξε συνεννόηση με τους Βουλγάρους, γεγονός που εξαγρίωσε τους Συμμάχους, οι οποίοι, με πρόσχημα την άρνηση παράδοσης πολεμικού υλικού που είχε παρασχεθεί από τις δυνάμεις της Αντάντ στην Ελλάδα, αποβίβασαν δυνάμεις στον Πειραιά. Στις 18 Νοεμβρίου 1916, φιλοβασιλικοί πολίτες βγήκαν στους δρόμους, με αποτέλεσμα αιματηρές συμπλοκές. Η εμπλοκή σταμάτησε γρήγορα, ωστόσο τις επόμενες ημέρες ξέσπασε ένα βίαιο κύμα εκδίκησης κατά των βενιζελικών δυνάμεων. Φόνοι, φυλακίσεις, καταστροφές περιουσιών, κλείσιμο αντίπαλων εντύπων και λεηλασίες περιουσιών ήταν ο απολογισμός των επόμενων ημερών, στα γεγονότα που έμειναν να ονομάζονται Νοεμβριανά – και τα οποία ολοκληρώθηκαν με το Ανάθεμα στον Βενιζέλο, στις 12 Δεκεμβρίου 1916.

Μέσα στο κλίμα του απόλυτου διχασμού, θύμα των βίαιων επεισοδίων έπεσε και η «Πατρίς». Η κυκλοφορία της ανεστάλη από τις 19 Νοεμβρίου 1916 έως τις 8 Απριλίου 1917. Με την επανέκδοσή της, τη διεύθυνση της «Καθημερινής Φιλελευθέρων Αρχών Εφημερίδος» ανέλαβε ο αποφυλακισθείς Δημήτρης Λαμπράκης.

Η επιστροφή Βενιζέλου

Το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει. Ηταν θέμα ημερών ο Ελευθέριος Βενιζέλος να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Στις 15 Ιουνίου 1917, ο διευθυντής πλέον της «Πατρίδος» υποδέχθηκε τον πολιτικό ηγέτη που υποληπτόταν με ένα ενθουσιώδες κείμενο. Μεταξύ άλλων, σημειωνόταν:

«[…]Καμμία τρικυμία δεν εκαταπόντισε το καράβι των Ελπίδων μας. Μας είχαν θέσει φίμωτρον εις το στόμα και δεν μας άφιναν να ψελλίσωμεν το όνομά σου. Ηθέλησαν να σε καλύψουν κάτω από τους σωρούς των λίθων, που συνεκόμισεν η παραφροσύνη των δαιμονιώντων. Και έστησαν έτσι το μεγαλοπρεπέστερον βάθρον, επάνω εις το οποίον εστάθη ποτέ Αρχηγός Λαού, διά να σαλπίση το κήρυγμά του. Ξημερώνει!.. […]»

Ο Δημήτρης Λαμπράκης παρέμεινε στην «Πατρίδα» έως και τον Σεπτέμβριο του 1921. Στις αρχές του 1922, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξέδωσε την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» που σύντομα ανέβηκε στην κορυφή των κυκλοφοριών. Το 1926 εξέδωσε τον εβδομαδιαίο «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και το 1929 τα «Αθηναϊκά Νέα».