Τα τελευταία 15 χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος προβληματισμός στην κοινότητα των ιστορικών όσον αφορά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Εμφύλιος προσεγγιζόταν μόνο με πολιτικά κριτήρια. Για τους «δεξιούς» ήταν «συμμοριτοπόλεμος» και για τους «αριστερούς» «αγώνας κατά του μοναρχοφασισμού». Καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν είχε επιστημονική κάλυψη. Εκτοτε εμφανίζονται δύο μείζονες επιστημονικές προσεγγίσεις, με πολλές ενδιάμεσες παραλλαγές. Από τη μια η άποψη αυτών που θεωρούν ότι ο Εμφύλιος αποτελεί μια αναπόφευκτη εξέλιξη, η οποία προέκυψε από την κεντρική ιδεολογική σύλληψη του ΚΚΕ για την εξουσία και τη βία ως μέσο για την άνοδο σ’ αυτήν. Από την άλλη υπάρχει η άποψη –ένας εκ των κεντρικών εκφραστών της οποίας είναι ο συγγραφέας και αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας Πολυμέρης Βόγλης –σύμφωνα με την οποία ο Εμφύλιος δεν ήταν αναπόφευκτος. Αυτός προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας ωρίμασης των συνθηκών βίας που επέβαλαν η μοναρχία και οι δυτικοί σύμμαχοι, με μέσο τη Λευκή Τρομοκρατία.

Ο Πολυμέρης Βόγλης θεωρεί ότι ο Εμφύλιος ήταν αποτέλεσμα μιας δυναμικής που υπερέβη αυτά που ήταν σε θέση να αποδεχθεί ο αστικός κόσμος της εποχής. Ο Εμφύλιος ήταν αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας αλλαγών, συγκρούσεων και διχασμών και όχι μια προειλημμένη απόφαση κάποιων εκ των συντελεστών του και κυρίως του ΚΚΕ. Μιας δυναμικής διαδικασίας που οδήγησε σε μια επανάσταση. Μια επανάσταση που ήρθε και όχι που έγινε. Αλλά και μια επανάσταση που απέτυχε.

Ο ιστορικός από την εισαγωγή του σπεύδει να διευκρινίσει γιατί θεωρεί τον Εμφύλιο επανάσταση. Πρώτον, γιατί το ίδιο το ΚΚΕ από μια στιγμή και ύστερα χρησιμοποίησε αυτό τον όρο. Δεύτερον, γιατί εάν είχε επικρατήσει ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) θα είχε ακολουθήσει η εγκαθίδρυση ενός κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος διαφορετικού από αυτά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πιθανότατα όπως αυτά της Ανατολικής Ευρώπης και, τρίτον, επειδή η διεθνής βιβλιογραφία και η θεωρητική συζήτηση για τις επαναστάσεις ευνοούν μια ανάγνωση του ελληνικού Εμφυλίου ως επανάσταση.

Διπλή στρατηγική

Βεβαίως μπορεί κανείς εδώ να αντιτείνει, πρώτον, το γεγονός ότι το ΚΚΕ μιλούσε για επανάσταση δεν σημαίνει πως έκανε και επανάσταση. Ολες οι δικτατορίες παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως επανάσταση. Το ξέρουμε καλά αυτό εδώ στην Ελλάδα. Και δεύτερον, αν το ΚΚΕ κέρδιζε και εγκαθίδρυε ένα καθεστώς μη φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν θα οικοδομούσε μια επαναστατική κοινωνία, αλλά μια καθαρά ολοκληρωτική κοινωνία, όπως και οι χώρες – πρότυπά του.

Κεντρική θέση του συγγραφέα είναι η εκτίμηση ότι το ΚΚΕ είχε επιλέξει τον δρόμο της νομιμότητας και όχι της χρήσης βίας για την κατάληψη της εξουσίας. Δεν αρνείται –πώς θα μπορούσε άλλωστε –ότι το ΚΚΕ είχε μια διπλή στρατηγική, η οποία συνδύαζε τη χρήση της νομιμότητας με εναλλακτική την καταφυγή στη βία, αν και όποτε χρειαζόταν. Στη βάση αυτής της εκτίμησης θεωρεί ότι το ΚΚΕ κατέφυγε στη βία, μόνο όταν είδε ότι απέναντι δεν είχε να κάνει με ένα φιλελεύθερο καθεστώς, αλλά μόνο με μια βάναυση επίθεση εναντίον του όπως αυτή εκφράστηκε με τη Λευκή Τρομοκρατία, με ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης και διώξεων των αριστερών. Η Λευκή Τρομοκρατία, και όχι η ολοκληρωτική αντίληψη του ΚΚΕ για την εξουσία, είναι κατά τον συγγραφέα ο κύριος λόγος που το ΚΚΕ κατέφυγε στη βία.

Ωραία. Και τότε γιατί και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης κατέφυγαν στη βία και τον ολοκληρωτισμό για την επιβολή των καθεστώτων «λαϊκής δημοκρατίας» που επέβαλαν στους λαούς τους; Από την Πολωνία του ανύπαρκτου κομμουνιστικού κόμματος –λόγω και των σταλινικών εκκαθαρίσεων –μέχρι την Τσεχοσλοβακία του Κομμουνιστικού Κόμματος του 38%, μόνο βία και εξόντωση των αντιπάλων τους βλέπουμε. Και από στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία και στα αρχεία για την τεκμηρίωση της θέσης πως τα κομμουνιστικά κόμματα όπου κατέκτησαν την εξουσία την κατέκτησαν ασκώντας υπέρμετρη βία και συνέχισαν να ασκούν τέτοια μέχρι την εξαφάνισή τους το 1989, άλλο τίποτα.

Βεβαίως το βάρος της προκατοχικής και κατοχικής Ελλάδας –όπως σωστά υποστηρίζει ο Βόγλης –έπεσε πάνω στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση. Είχαμε μια κοινωνία με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, με ενδημική φτώχεια στην ύπαιθρο, με εξαθλίωση των αστικών λαϊκών στρωμάτων και με ένα πολιτικό σύστημα, όπως διαπίστωσαν στη συνέχεια οι ίδιοι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, το οποίο ενδιαφερόταν μόνο για την αναπαραγωγή του και όχι για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Στην Κατοχή σε όλα αυτά προστέθηκε και η βία των κατοχικών στρατευμάτων και των δωσίλογων ελληνικών κυβερνήσεων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν είναι καθόλου παράδοξο που το ΚΚΕ από ένα μικρό κόμμα (5,76% στις εκλογές του 1936) τέθηκε επικεφαλής ενός διάχυτου αιτήματος για κοινωνική και εθνική απελευθέρωση, ενός αιτήματος που ερχόταν ως συνέπεια της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Αυτό εξάλλου έγινε και σε πολλές άλλες δυτικές χώρες.

Θεωρώ, σε αντίθεση με όσους αναζητούν τη μαζικοποίηση του ΕΑΜ στην εξασκούμενη από αυτό βία ή στα προσδοκώμενα οφέλη από την άνοδό του, πως έχει δίκιο ο Βόγλης όταν υποστηρίζει ότι η δυναμική του οφειλόταν αφενός γιατί απευθυνόταν στα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων και αφετέρου γιατί υποσχόταν μια διαφορετική Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση. Ο συγγραφέας μάλιστα προσθέτει πως το ΕΑΜ απέδειξε τον χαρακτήρα του όταν στις «απελευθερωμένες» περιοχές με την ΠΕΕΑ δημιούργησε «θεσμούς λαϊκής εξουσίας» (σελ. 65). Αλλά για πολλούς άλλους αυτή η λαϊκή εξουσία δεν ήταν και τόσο λαϊκή, ούτε και τόσο ελεύθερη. Οποιοι διαφωνούσαν με την πολιτική γραμμή δεν ήταν λαός και δεν είχαν κανένα δικαίωμα συμμετοχής. Με ορολογία Οργουελ θα έλεγα ότι όλοι είχαν ίσα δικαιώματα στη λαϊκή εξουσία και συμμετοχή, μόνο που μερικοί είχαν πιο ίσα δικαιώματα. Ή με τα λόγια του αείμνηστου αγωνιστή της Αντίστασης και του ΚΚΕ Κώστα Λουλέ «τα μέλη του κόμματος έχουν το δικαίωμα να λένε την άποψή τους, αρκεί να είναι σωστή».

Η πόλωση

Κατά τον συγγραφέα μετά την Απελευθέρωση ήρθε ένα καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας, όπου τον κύριο ρόλο έπαιζαν οι φορείς της ξένης βοήθειας, οι οποίοι λειτουργούσαν ως παράλληλη κυβέρνηση. Ηρθε η πόλωση, η παραμονή στο κράτος των συνεργατών των Γερμανών, η απομάκρυνση όσων αντιτάχθηκαν στους Ναζί, ενώ οξύνθηκαν οι εθνοτικές συγκρούσεις, αλλά και διευρύνθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες. Ο αντικομμουνισμός και η βία έγιναν καταστατικά στοιχεία του κρατικού μηχανισμού.

Ο ιστορικός δεν απορρίπτει την άποψη που θέλει να υπάρχουν εμφύλιες συγκρούσεις και την περίοδο της Κατοχής. Απορρίπτει όμως την άποψη που βλέπει τα Δεκεμβριανά και τον μεταπολεμικό Εμφύλιο ως συνέχεια των κατοχικών εμφύλιων συγκρούσεων. Πολύ σημαντική παράμετρος της θέσης του είναι η άποψή του για το ότι το ΚΚΕ δεν απομονώθηκε λόγω της αποχής του στις εκλογές. Το ίδιο έπραξαν και άλλες πολιτικές δυνάμεις. Το ΚΚΕ απομονώθηκε όταν οδηγήθηκε, παρά τη θέλησή του, στον Εμφύλιο. Η καταφυγή στον ένοπλο αγώνα από τη μια οφειλόταν στη Λευκή Τρομοκρατία και από την άλλη στο ότι το ΚΚΕ υπέκυψε στις διαθέσεις του κόσμου της Αριστεράς της υπαίθρου για ένοπλη απάντηση στη Λευκή Τρομοκρατία. Βεβαίως εδώ υπάρχει και άλλη μια άποψη, που κατά τη γνώμη μου είναι περισσότερο τεκμηριωμένη, ότι η απόφαση για αποχή ήταν αποτέλεσμα της προτεραιότητας της βίας έναντι της νομιμότητας που υπήρχε στον καταστατικό χάρτη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.

Οι αιτίες της ήττας

Ενας επαναστατικός στρατός τηςΑριστεράς της υπαίθρου και των βουνών

Ο συγγραφέας τονίζει και καταθέτει πάμπολλα στοιχεία για το καθεστώς διώξεων των αριστερών που επικράτησε στις πόλεις μετά τις εκλογές του ‘46, κάτι που οδήγησε στην επικράτηση ενός καθεστώτος πολιορκίας και έκτακτης ανάγκης. Δεν ξεχνά όμως να συμπληρώσει ότι την ίδια στιγμή στις πόλεις, από την άλλη πλευρά, είχε επικρατήσει μια δυναμική συντηρητικοποίησης τμήματος του πληθυσμού, στρέφοντάς το ενάντια στην Αριστερά.

Τελικά ο ΔΣΕ ήταν ένας επαναστατικός στρατός της Αριστεράς της υπαίθρου και των βουνών. Η ήττα της επανάστασης οφείλεται και στο γεγονός πως η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αντάρτικο ένοπλο αγώνα και να επιδιώξει να μετατρέψει τον ΔΣΕ σε τακτικό στρατό. Αυτή η αλλαγή δεν ήταν μόνο μια στρατιωτική επιλογή, αλλά κυρίως μια πολιτική επιλογή. «Η στρατιωτικοποίηση συνδέθηκε με την υπέρβαση των χαρακτηριστικών του ανταρτοπολέμου και την απομάκρυνση από το μοντέλο και την εμπειρία του ΕΛΑΣ» (σελ. 216). Οσον αφορά τον υποχρεωτικό ή εθελοντικό χαρακτήρα του ΔΣΕ, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να στοιχειοθετούν την άποψη πως η συμμετοχή σε αυτόν ήταν κατά πλειοψηφία από επιστρατευμένους με τη βία χωρικούς, δεν υπάρχουν και σίγουρα στοιχεία που να δείχνουν ότι αυτός ήταν ένας κατά πλειοψηφία εθελοντικός στρατός. Με τούτα και με τα άλλα, ο ΔΣΕ ως αντάρτικο είχε κάποιες επιτυχίες, ως τακτικός όμως στρατός απέτυχε παντού. Ακόμα και όταν τον Ιανουάριο του ‘49 κατέλαβε τη Νάουσα, προέβη εκεί σε κάποιες αναγκαστικές στρατεύσεις και αποχώρησε την επόμενη μέρα. Δεν θα συμφωνήσω με την άποψη που θέλει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να παίζει μόνο έναν συμβολικό ρόλο στην Αντίσταση, ούτε όμως και με την άποψη που παρουσιάζει ως επανάσταση μια ολοκληρωτική πρακτική για το μοντέλο της κοινωνίας που έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν ένα όραμα αντίστασης κατά της ξένης κατοχής, το οποίο δυστυχώς πνίγηκε στις αντιφάσεις του σταλινικού ολοκληρωτισμού της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ο συγγραφέας και με προηγούμενα έργα του όπως το «Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας» (Αλεξάνδρεια) έχει βάλει έναν τεράστιο λίθο στον διάλογο για τον ελληνικό Εμφύλιο και όπως φαίνεται έχει να προσφέρει ακόμη πολλά.

Πολυμέρης Βόγλης

Η Αδύνατη Επανάσταση

Η κοινωνική δυναμική του εμφύλιου πολέμου

Εκδ. Αλεξάνδρεια 2014, Σελ. 405

Τιμή: 23 ευρώ