Αν θα ήθελε να προσπαθήσει κανείς να εξιχνιάσει, ή έστω να υποψιαστεί, ποιες ακριβώς είναι οι δόσεις σε συγκίνηση, περιπέτεια, προβληματισμό και αγωνία που κάνουν ένα μυθιστόρημα να διαβάζεται σαν κάτι μαγικό, δεν έχει παρά να διαβάσει το «Πάντα θα επιστρέφω» του Θοδωρή Καλλιφατίδη. Δεν αποκλείεται η λέξη «δόσεις» να φαίνεται ότι υπονομεύει την τελική εντύπωση του μαγικού, γράφεται όμως απερίφραστα εγκωμιαστικά τόσο περισσότερο που το «Πάντα θα επιστρέφω», τρία στην πραγματικότητα μυθιστορήματα –πολιτικό, ιστορικό και ερωτικό –συγκροτεί μια αξεδιάλυτα ενιαία ιστορία, χωρίς να αντιλαμβάνεσαι ότι αναπτυγμένο το καθένα για λογαριασμό του θα διατηρούσε ακέραιο το κομμάτι της συνολικής μαγείας.

Η κύρια ωστόσο διερώτηση όσον αφορά το «Πάντα θα επιστρέφω» έχει να κάνει με αυτό το τέλεια υφασμένο, αν και αόρατο, νήμα που ενώνει τόπους, ανθρώπους, πολιτισμούς, ιστορία και μύθο, παρελθόν και παρόν (το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται στο Μπούνγενας της Σουηδίας, στις 9 Μαρτίου του 2015, πριν μόλις δεκατέσσερις μήνες). Ενα νήμα που σε κάνει να θεωρείς σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό τη συνύπαρξη μιας καμπάνας στην εκκλησία Γκούσταβ Βάσα της Στοκχόλμης που ζυγίζει 2.200 κιλά, με τη ρήση του ελβετού θεατρικού συγγραφέα Μαξ Φρις για τη μετανάστευση στην Ελβετία όταν είπε «περιμέναμε εργατικά χέρια και ήρθαν άνθρωποι». Ή ακόμα την «επικοινωνία» ανάμεσα στη Γιουγκοσλάβα Γκαρντάνα, που τη γνωρίζουμε σε έναν καταυλισμό μεταναστών στην Μπονετζίλα της Αυστραλίας, με τη νεαρή Εβραία Ελισάβετ στη Θεσσαλονίκη, που συγυρίζει το δωμάτιο του πατρικού της σπιτιού που έχει γίνει πια ξενοδοχείο.

Βαρύς βηματισμός

Αν η προσθήκη των χρονολογιών θα έμοιαζε να κάνει τα πράγματα πιο σαφή –το μυθιστόρημα με μια αφανή προσήλωση τις υπαινίσσεται -, δεν παύει πίσω από τις ζωές όλων των ηρώων του, ακόμη και των πιο περιστασιακών, να ακούγεται ο βαρύς βηματισμός της Ιστορίας. Είτε πρόκειται για την Ελενα και τον Γιάννη είτε για τον Λάμπη και την Αντωνία είτε για τον Μάνφρεντ, τη Λότα και τον Σεργκέι, τον Τζιοβάνι Γκαρίφαλο και τον μαστρο-Σαούλ, τον Γαβριήλ και τη Γιώτα Σταθοπούλου, τη δεκαεφτάχρονη φοιτήτρια που πέθανε τυλιγμένη με την ελληνική σημαία κάτω από τις ερπύστριες ενός γερμανικού τεθωρακισμένου τον Ιούλιο του 1943. Μπορεί να αναφέρεται για μια μόνη φορά στο μυθιστόρημα, αισθάνεσαι όμως να στοιχειώνει όλες τις σελίδες του.

Οπως συμβαίνει και με άλλες φευγαλέες μορφές –για παράδειγμα τον επικοντιστή Γιώργο Ρουμπάνη –που η «εξίσωσή» τους με όσες αράδες απολαμβάνει και ο στρατηγός Τίτο μοιάζει να δίνει μια απροσδόκητη προοπτική στα ήδη συντελεσμένα γεγονότα. Με μια γλύκα όμως στην αφήγηση ώστε όλα αυτά τα συχνά δραματικά και εφιαλτικά –κατά τον πρώτο διδάξαντα Δημήτρη Χατζή –με τις τόσο διαφορετικές αφετηρίες να επιφέρουν μια συμφιλίωση ανάμεσα στην Ιστορία και τον αμελητέο της μικρόκοσμο και το μεταναστευτικό ρεύμα που έφερε τριακόσιες χιλιάδες έλληνες στην Αυστραλία τη δεκαετία 1950-1960 να μη διαφέρει ως αναπόληση από τον ερημικό κολπίσκο, όπου το κύριο ζευγάρι των ηρώων, η Ελενα και ο Γιάννης, καταφεύγουν για να κάνουν έρωτα –αν και τελικά δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Το γεγονός είναι ότι είτε πρόκειται για τη μεγάλη Ιστορία είτε για την καθημερινή –σε όλες της τις εκδοχές –ανθρώπινη σχέση, οι δυο μαζί τελικά μοιάζει να δημιουργούν ένα άλλοτε προστατευτικό και άλλοτε εξοντωτικό κέλυφος που η ανάμνηση εξαγνίζει τόσο το ένα όσο και το άλλο σχεδόν στον ίδιο βαθμό.

Το βαθύ πηγάδι

Μια αφηγηματική γλύκα, όπως τη σημειώσαμε ήδη, που με το να κουμαντάρει με τόση αμεροληψία και καθαρότητα δραματικές και σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας όπως η γερμανική Κατοχή, ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η χούντα, και μάλιστα σε χώρες που άλλοτε ως κύριες εστίες (Ελλάδα, Αυστραλία, Σουηδία, Γερμανία) και άλλοτε με σύντομη αναφορά τους βαθαίνουν απύθμενα το γεωτρούμενο πεζογραφικά πηγάδι, κάνει ώστε ένας απίστευτος αριθμός από λεπτομέρειες να χαράσσεται με την ίδια εγκαυστική που το επιτυγχάνουν οι μεγάλες αρτηρίες του μυθιστορήματος. Διαβάζοντας το «Πάντα θα επιστρέφω» του Καλλιφατίδη, μας επανήλθε ζωηρά στο μυαλό η εικόνα μιας ασφυκτικά γεμάτης βιβλιοθήκης στο Βατικανό πριν από σαράντα χρόνια, όταν ο ξεναγός – ιερωμένος μάς είχε πει ότι είχε υπολογιστεί πως χωρίς να τρώει, να πίνει και να κοιμάται κανείς θα χρειαζόταν εκατό ακριβώς χρόνια για να διαβάσει όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης αυτής.

Αν από συγκυρία ή από θαύμα, όπως για όλα άλλωστε τα πολύ σημαντικά βιβλία, ένας αναγνώστης θα κατέφευγε το 2112 (εκατό χρόνια μετά τη συγγραφή του) στο «Πάντα θα επιστρέφω», τι θα τον ενδιέφερε άραγε περισσότερο: οι περιπέτειες των κομμουνιστών και των Εβραίων στη διάρκεια της Κατοχής ή το υπερωκεάνιο «Australia» που το Σάββατο 20 Οκτωβρίου του 1951 έφυγε από τη Γένοβα για τη Μελβούρνη με τετρακόσιους επιβάτες, Ιταλούς, Ελληνες, Εβραίους, Βούλγαρους, Γιουγκοσλάβους; Δεν θα ήταν δύσκολο να αποφανθεί κανείς, αν και έχουμε να κάνουμε με έναν πεζογράφο όπως ο Καλλιφατίδης που, συχνά αλλά όχι πάντα, κατορθώνει μια ξεκάθαρη πολιτική θέση να τη μεταφέρει στην περιοχή του μύθου χάρη στο λογοτεχνικό του τσαγανό. Τόσο ξεκάθαρη ώστε ακόμη και ο γερμανός εγκληματίας πολέμου –με τα μέτρα της λογοτεχνίας πάντα –να γίνεται συμπαθέστερος σε σχέση με τον οποιοδήποτε έλληνα δωσίλογο στη διάρκεια της Κατοχής.

Πολιτικό και ερωτικό σασπένς

Οταν λοιπόν μέσα σε ένα μυθιστόρημα έχει οργανωθεί τόσο καλά το στοιχείο του πολιτικού και του ερωτικού σασπένς (ακόμη και του ιστορικού, θα πρόσθετε κανείς, μια και ο Καλλιφατίδης αναδιανέμει με συγκινητικό τρόπο την «τράπουλα» περιστατικών παγκοσμίως γνωστών ώστε να αισθάνεσαι πως τα πληροφορείσαι για πρώτη φορά), αντηχούν μέσα σου ως ένας αδικαιολόγητος πλεονασμός οι αξιολογικές κρίσεις ή οι ξεκάθαρες διαπιστώσεις του τύπου: «Φεύγοντας οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους ένα πολιτικό κενό. Αμέσως μετά σχηματίστηκε μια κυβέρνηση που απογοήτευσε πολλούς. Οι ίδιες παλιές οικογένειες και φατρίες που είχαν το μονοπώλιο της εξουσίας πριν από τον πόλεμο επέστρεψαν ξανά: ο Βασιλιάς και οι στρατηγοί, το παπαδαριό και οι μανδαρίνοι, οι εκμεταλλευτές και οι συνεργάτες του κατακτητή».

Οταν ένα μυθιστόρημα έχει συντεθεί με τόση έμπνευση ώστε η διαδρομή από ένα λιμάνι της Αυστραλίας, το Φρίμαντλ, ώς την πόλη Περθ –τη γνωρίσαμε πριν από τριάντα χρόνια χάρη σε ένα ποίημα του Δημήτρη Μυταρά που είχε τον τίτλο «Το διαμαντάκι του Περθ» –να μετρά όσο μια ακατάγραφη ώς αυτή τη στιγμή μέσα στον κόσμο κουβέντα ενός παππού, ειπωμένη δεκαετίες πριν στο Πήλιο, ότι το «να καλλιεργείς λουλούδια είναι σαν να βάζεις χέρι στο Θεό από όλη την ομορφιά στον κόσμο», κάθε ακόμη και αμυδρή διάθεση άμεσης «πολιτικολογίας» ξεστρατίζει τον αναγνώστη από τον ήδη ορθά χαραγμένο πολιτικό προσανατολισμό του μυθιστορήματος.

Θοδωρής Καλλιφατίδης

Πάντα θα επιστρέφω

Εκδ. Γαβριηλίδη 2015, σελ. 368

Τιμή: 18 ευρώ