Ακόμα και να το αγνοούσε κανείς, το βράδυ της προπερασμένης Πέμπτης θα το αντιλαμβανόταν: η δημοτικότητα του Αλέν Μπαντιού ήταν και παραμένει τέτοια, ώστε το αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου είχε γεμίσει από νωρίς τόσο με επιμελείς φοιτητές όσο και με εφήμερους εραστές της φιλοσοφίας. Με ακούραστους αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και με χαμηλών τόνων ηθοποιούς. Οι πιο αργοπορημένοι θα έμπαιναν με το σταγονόμετρο των υπευθύνων ασφαλείας για να παρακολουθήσουν μια διάλεξη με έναν κάποτε αποθαρρυντικό, στα χρόνια της κρίσης όμως, ελκυστικό τίτλο. «Τι είναι η πολιτική σήμερα;» αναρωτιόταν με ύφος που οφείλει να επιδεικνύει κάθε σοβαρό φιλοσοφικό εγχείρημα. Οι μεθοδολογικές υποχρεώσεις πάντως δεν ήταν ζήτημα για έναν συνιδρυτή του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Paris VIII και ομότιμο καθηγητή στην École Normale Supérieure, με επιρροές από τον Σαρτρ, τον Αλτουσέρ, τον Λακάν, τον Μάη του ’68 ή την Πολιτιστική Επανάσταση. Και παρότι ο Μπαντιού είχε και στο παρελθόν επιχειρήσει να ορίσει το πεδίο (ως «μια συλλογική δράση με αρχές, που σκοπεύει να αναπτύξει τις συνέπειες μιας καινούργιας δυνατότητας που καταστέλλεται από το κατεστημένο»), η διάλεξή του άρχισε με ένα ερώτημα.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε κινήματα των τελευταίων χρόνων, όπως το τρέχον «Ορθιοι τη νύχτα» στη Γαλλία, όπως εκείνα της Αραβικής Ανοιξης, όπως αυτά των μεγάλων πλατειών της Αθήνας, του Καΐρου, της Κωνσταντινούπολης, της Γουόλ Στριτ ή της Μαδρίτης, με τη διαδικασία μετατροπής των νόμων του κόσμου; Η διαδεδομένη άποψη, άρχισε να εξηγεί ο Μπαντιού, είναι ότι μπορούν να κινητοποιήσουν το «πολιτικό στοιχείο». Το οποίο όμως, έτσι γενικόλογα, δεν υφίσταται. Αυτό που υφίσταται είναι πολλές πολιτικές που συγκρούονται μεταξύ τους. Ο κανόνας ισχύει και εντός των κινημάτων: μια αδυναμία τους οφείλεται στο υπέρμετρο ενδιαφέρον τους για ενότητα, τη στιγμή που το επιδιωκόμενο αίσθημα ειρήνης και αρμονίας εντός τους ίσως δεν είναι όσο δημοκρατικό μοιάζει. Το να αντιπαραθέτουν τέτοια χαρακτηριστικά απέναντι στη φιλοδοξία του κράτους να αντιπροσωπεύσει κοινοβουλευτικά την ενότητα του λαού δεν βρίσκει σύμφωνο τον 79χρονο γάλλο στοχαστή. «Πολιτική είναι η σύγκρουση πολλών πολιτικών –γι’ αυτό και όταν υπάρχει μόνο μία πολιτική είναι σαν να μην υπάρχει καμία» συνέχισε. «Αν λοιπόν στην απουσία της πολιτικής αντιπαραθέσουμε απλώς τη μαζικότητα ενός κινήματος, τότε μπορούμε να περιμένουμε την αποτυχία του».
Στα κοινοβούλια τουλάχιστον βρίσκουμε δεξιά και αριστερά κόμματα θα πει κανείς. Ναι, αλλά οι διαφορές τους είναι επουσιώδεις για τον Μπαντιού. Στο πρόσφατα κυκλοφορημένο και λενινιστικά τιτλοφορημένο «Τι να κάνουμε», στο οποίο καταγράφεται ένας συναρπαστικός, βραδυφλεγής και ενίοτε αιχμηρός διάλογός του με τον «αντίπαλο» Μαρσέλ Γκοσέ, έλεγε: «Ο κοινοβουλευτισμός βασίζεται στην αρχή της εναλλαγής στην κυβέρνηση και επομένως στην αναγκαία εκτόνωση των κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων. Τα κόμματα έχουν αποδεχθεί να παραδίδουν ειρηνικά την εξουσία το ένα στο άλλο, αυτό σημαίνει όμως ότι δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους». Στην ομιλία του στο Γαλλικό Ινστιτούτο συμπλήρωσε πως ούτε στα σοσιαλιστικά κράτη ήταν καλύτερα τα πράγματα: «Καθώς είχαν ταυτίσει την πολιτική με την οικονομία και καθώς η πολιτική που υπήρχε ήταν μόνο μία, στην πραγματικότητα αυτή απουσίαζε». Επανερχόμενος στα υπό μελέτη κινήματα, ο ομιλητής συνόψισε τη μορφή που πήρε το πρόβλημα εντός τους: «Απέτυχαν να τροποποιήσουν κάποια κατάσταση, γιατί δεν δημιούργησαν έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό αλλά επέστρεψαν στην απουσία πολιτικής» είπε αναφερόμενος στη «διαφωτιστική» περίπτωση της Αιγύπτου. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos δεν γλίτωσαν την κριτική: «Ο μεν απέδειξε με τη συνθηκολόγηση ότι δεν είναι παρά μια κοινοβουλευτική οργάνωση, οι δε δηλώνουν απλώς ότι θα διαχειριστούν το κράτος με τρόπο λιγότερο αηδιαστικό από τα παλιότερα κόμματα».
Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά δυνατότητα αναρωτήθηκε, έπειτα από μια τόσο θλιβερή κατά δήλωσή του περιγραφή; Την απάντηση ανέλαβε ένα γεωμετρικό σχήμα που ο Μπαντιού, σαν καλός πλατωνιστής είχε φροντίσει να κοσμεί το φόντο της σκηνής του Ινστιτούτου. Τέσσερις οι πόλοι και δύο οι άξονές του: ο πρώτος, ο κατακόρυφος, παρέπεμπε στην αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας. Ο δεύτερος, στο αντιθετικό δίπολο κομμουνισμού και καπιταλισμού. Ο τελευταίος, είπε ο φιλόσοφος, κατόρθωσε να παρουσιάζεται ως ο μοναδικός φορέας της νεωτερικότητας στα πλαίσια αυτού που ονομάζουμε Δύση. Στην ιστορία του όμως συνδέθηκε και με την παράδοση, ανεχόμενος τον φασισμό. Οταν με την παράδοση ενώθηκε ο κομμουνισμός, το ιστορικό αποτέλεσμα ήταν τα σοσιαλιστικά κράτη, τα οποία εμφάνισαν και ίχνη ρατσισμού ή ομοφοβίας. Η μόνη λοιπόν σχέση, η μόνη ευθεία που δεν έχει τραβηχτεί ακόμα, είναι μεταξύ κομμουνισμού και νεωτερικότητας. «Αυτή είναι η νέα πολιτική για την οποία πρέπει να δουλέψουμε» έλεγε. «Μια ανταγωνιστική νεωτερικότητα που σπάει την επιθυμία για τη Δύση και την πεποίθηση ότι το μονοπώλιο των σύγχρονων μορφών της κοινωνικής ζωής, της κατάστασης των γυναικών, της μετατροπής των ηθών, του φιλελευθερισμού στην προσωπική ζωή, συνδέονται οργανικά με τον καπιταλισμό».
Alain Badiou
Το κακό έρχεται από πιο μακριά
Σκέψειςμε αφορμήτα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι
Μτφ. Α.Π.
Εκδ. Πατάκη, 2016, Σελ. 112
Τιμή 7 ευρώ
Alain Badiou, Marcel Gauchet
Τι να κάνουμε;
Διάλογος για τον κομμουνισμό, τον καπιταλισμόκαι το μέλλοντης δημοκρατίας
Μτφ. Ανδρέας
Παππάς
Εκδ. Πατάκη 2016, Σελ. 272
Τιμή: 13,30 ευρώ