Το ταλέντο δεν αναγνωρίζει τα σύνορα των επαγγελμάτων. Ακούς άσημους γείτονές σου να τραγουδούν καλύτερα από δημοφιλείς αοιδούς, βλέπεις ερασιτέχνες ηθοποιούς να παίζουν καλύτερα από μεγάλα ονόματα του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Γιατί, λοιπόν, ένας ποδοσφαιριστής να μη γράφει καλύτερα από πολλούς δόκιμους συγγραφείς; Ο παλιός άσος του Παναθηναϊκού Δημήτρης («Λώρης») Θεοφάνης, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τον, κάπως άχαρο είναι αλήθεια, τίτλο «Γήπεδο Αλεξάνδρας & «πράσινης τσόχας»» (Gutenberg), φανερώνει τέτοια αφηγηματική δεινότητα, γλωσσική πλαστικότητα και βάθος αισθήματος που σπάνια συναντώ συνδυαστικά στην «καθαρή» ελληνική λογοτεχνία.

Τον Λώρη τον πρόλαβα στα γήπεδα προς το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστή, τότε που άρχιζε η δική μου ως φιλάθλου, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Θυμάμαι έναν ισχνό, σχεδόν καχεκτικό φορ (το παρατσούκλι Λώρης βγήκε άλλωστε από το όνομα του κοκαλιάρη εταίρου στο κινηματογραφικό δίδυμο Χοντρός – Λιγνός), με καταπληκτική τεχνική και αέρινες ντρίμπλες, που σου έδινε όμως την εντύπωση πως φοβόταν λιγάκι να μπαίνει στις φάσεις. Ολα αυτά μαζί, συν το ότι σε λίγο τον έχασα, τον έκαναν κάπως αινιγματικό στα παιδικά μάτια μου, όπως τώρα, στα οσονούπω παρήλικα μάτια μου που διάβασαν το βιβλίο του, είναι γεμάτη παράξενους ιριδισμούς η εικόνα ενός λαϊκού παιδιού από τον Βύρωνα, κακού μαθητή, αλλά παθιασμένου, εκτός από την μπάλα, με την κλασική μουσική και μάλιστα την όπερα!

Ο χαρακτηρισμός «αυτοβιογραφία», αν και τυπικά σωστός, αδικεί το βιβλίο. Ουσιαστικά πρόκειται για αναστοχαστικό απολογισμό όχι απλώς ενός ανθρώπου αλλά μιας ολόκληρης εποχής. Ο Λώρης δεν βλέπει τη ζωή μέσα από το ποδόσφαιρο αλλά το ποδόσφαιρο μέσα από τη ζωή. Μας παίρνει από τις φτωχογειτονιές της κατοχικής Αθήνας, με την πείνα και τη φρίκη των σκοτωμών, μας ταξιδεύει στον κόσμο με την ομάδα του Παναθηναϊκού ή την Εθνική και μας φυτεύει έπειτα στη σουρεαλιστική και τρομακτική πραγματικότητα της μαύρης Αφρικής, όπου διατέλεσε προπονητής.

Η δύναμη των περιγραφών του εκπλήσσει, το ίδιο και η στιλπνή επιγραμματικότητα των χαρακτηρισμών του. Να πώς σχολιάζει, για παράδειγμα, τον αμφιλεγόμενο, μορφωμένο, δραστήριο και ικανότατο, αλλά αδίστακτο στις μεθόδους παλιό μεγαλοπαράγοντα του Παναθηναϊκού Αντώνη Μαντζεβελάκη: «Είχε όλα τα ελαττώματα για να αγαπηθεί και όλα τα προτερήματα για να μισηθεί».

Επιφανειακά, ο κυρίαρχος τόνος του βιβλίου είναι ο αυτοσαρκασμός. Ο αυτοσαρκασμός είναι η αιχμηρότερη και δραματικότερη παραλλαγή του χιούμορ. Και τα δύο ξεχειλίζουν από αυτές τις σελίδες και είναι σπαρταριστά. Αλλά στο βάθος του αυτοσαρκασμού υπάρχει πάντοτε ένα τραύμα, ένα πένθος που γυρεύει το ξόρκι του. Ο φιλοπαίγμων, σκανδαλιάρης και επιπλέον μανιώδης τζογαδόρος Λώρης εξομολογείται ότι «δεν ήμουν ποτέ ο πραγματικός εαυτός μου, αλλά ένας που έπαιζε θέατρο, ένας καλός θεατρίνος», ότι «ποτέ δεν μπόρεσα να χαρώ, χωρίς κάτι να μπει ανάμεσα σε μένα και τη χαρά, χωρίς αιτία» και «συνέχεια πονούσα σαν να ήμουν γεννημένος από σπέρμα πόνου».

Ως αιτία πίσω από εκείνο το «χωρίς αιτία» θα αρκούσε το ότι μιλάει ένας άνθρωπος που, εντεκάχρονο παιδί, είδε με τα ίδια του τα μάτια την εκτέλεση των διακοσίων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944 (την περιγράφει συγκλονιστικά). Αλλά οι ρίζες της θλίψης του μοιάζουν βαθύτερες. Φτάνουν ώς το παράπονο του μικρού φτωχόπαιδου για το οποίο δεν περίσσεψαν τα παγωτά που μοιράστηκαν στην παιδική κατασκήνωση. Αυτό το επεισόδιο, στο οποίο ο Λώρης επανέρχεται συχνά, ίσως σφράγισε τη ζωή του με ένα πρώιμο αίσθημα ματαίωσης. Μου έρχεται στον νου ένας στίχος του Καρούζου: «Η ζωή δεν έχει και τόση ζωή μέσα της». Ετσι μιλάνε όμως όσοι την έζησαν χωρίς τσιγκουνιές.