Ο Ιαν Κέρσοου είναι ιστορικός και μελετητής της ιστορίας του ναζισμού. Στο ελληνικό κοινό είναι πολύ γνωστός από τη βιογραφία του Χίτλερ και για τη θέση του, η οποία αντίθετα από την κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει ότι ο αντισημιτισμός δεν κατείχε κεντρικό ρόλο στη ναζιστική προπαγανδιστική μηχανή. Στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του αναρωτιέται γιατί ο γερμανικός λαός δεν έκανε ό,τι και το 1918, να εξεγερθεί δηλαδή κατά του ναζιστικού καθεστώτος, ώστε να προλάβει την απόλυτη καταστροφή που επήλθε με τη συνέχιση του πολέμου. Αυτό το ερώτημα αποτελεί τον κεντρικό λόγο για τον οποίο γράφηκε αυτό το βιβλίο.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις 6 Ιουνίου 1944 με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία αρχίζει το σφυροκόπημα της Γερμανίας, τόσο στο Δυτικό Μέτωπο όσο και στο Ανατολικό. Η Γερμανία πλέον ηττάται και στα εδάφη της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η πλειονότητα των απλών πολιτών –όπως υποστηρίζει ο Κέρσοου –στήριζε την πολεμική προσπάθεια χωρίς κανέναν δισταγμό. Βεβαίως υπάρχουν αναφορές που μιλούν για την έλλειψη πίστης των στρατιωτών στη νίκη και για την κακή άποψη που είχαν για τους αξιωματικούς τους. Επίσης και μέσα στον λαό παρατηρούνται τάσεις απογοήτευσης. Τίποτα όμως που να προδικάζει κάποια εξέγερση όπως το 1918.

Συγκρούσεις

Στο εσωτερικό όμως της ανώτατης ναζιστικής ηγεσίας (Γκέμπελς, Μπόρμαν, Χίμλερ, Γκέρινγκ και Σπέερ) οι συγκρούσεις καλά κρατούν και αποδυναμώνουν την εσωτερική ενότητα, αφού για οποιαδήποτε απόφαση όλα πρέπει να καταλήξουν στον Χίτλερ. Δεν είναι όμως καλύτερα τα πράγματα με τους στρατηγούς, οι οποίοι από τη μια κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ανταποκριθούν με επαγγελματισμό στα καθήκοντά τους αλλά από την άλλη η «αίσθηση του καθήκοντος υποταγής» στην εξουσία του Χίτλερ δεν τους επιτρέπει να αντισταθούν στις λανθασμένες αποφάσεις του, όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.

Στις 20 Ιουλίου 1944 γίνεται η αποτυχημένη απόπειρα Στάουφενμπεργκ κατά του Χίτλερ. Αυτή έδωσε την αφορμή που ζητούσε το χιτλερικό καθεστώς για να ριζοσπαστικοποιήσει όλες τις πτυχές του καθεστώτος και της κοινωνίας, με στόχο την ακόμη πιο βαθιά ενστάλαξη στον λαό των ιδανικών του εθνικοσοσιαλισμού. Η αποτυχημένη απόπειρα μετασχημάτισε νοοτροπίες, δομές ελέγχου και δυνατότητες δράσης του ναζιστικού καθεστώτος.

Τάση ανάσχεσης

Αμέσως μετά την Απόβαση στη Νορμανδία, παρά τις πρώτες επιτυχίες μέσα στον Αύγουστο των Συμμάχων, παρατηρείται μια τάση ανάσχεσης. Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα είναι πολύ άσχημο στον γερμανικό στρατό, αλλά και στα μετόπισθεν. Το ναζιστικό καθεστώς διευρύνει τα μέτρα καταστολής για να προλάβει την επανάληψη του ’18. Εδώ σημαντικό ρόλο αναλαμβάνει η προπαγάνδα, η οποία τονίζει πως κάθε προσπάθεια συμβιβασμού με τους δυτικούς συμμάχους και τους σοβιετικούς, κάθε σκέψη συνθηκολόγησης, σημαίνει επανάληψη του «πισώπλατου κτυπήματος» του ’18. Βεβαίως δεν είναι μόνο η προπαγάνδα, αλλά και ο φόβος από τις αγριότητες που έπρατταν στα ανατολικά οι Σοβιετικοί. Αλλά και η πίστη μεγάλου τμήματος του γερμανικού στρατού και λαού, παρότι δεν πίστευαν πλέον στον ναζισμό, πως πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την πατρίδα και τις οικογένειές τους.

Ούτε το καθεστώς βεβαίως έμενε με δεμένα χέρια. Ο Μπόρμαν τέθηκε επικεφαλής της καγκελαρίας στη Volkssturm (Λαϊκή Εφοδος), μια εθνοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους άνδρες μεταξύ 16 και 60 ετών. Μια αποτυχημένη οργάνωση όσον αφορά τους πολεμικούς στόχους, η οποία όμως αποτέλεσε το φόβητρο για όποιον τολμούσε έστω και να εκφράσει τις παραμικρές αμφιβολίες για την τελική νίκη. Ο Σπέερ με τη σειρά του, αν και ήταν πολύ προσγειωμένος όσον αφορά την τελική έκβαση του πολέμου, έκανε ό,τι μπορούσε –και μπόρεσε να κάνει πολλά –στον τομέα των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ώστε και μόνο με αυτό να καθυστερήσει τη λήξη του πολέμου και να συμβάλει στην ακόμη πιο τραγική κατάληξή του. Στο Ανατολικό Μέτωπο οι γερμανοί πολίτες είχαν ήδη πάρει από τον Οκτώβριο του ’44 μια πρόγευση του τρόμου. Ο φόβος από τους Ρώσους ενίσχυε το μαχητικό πνεύμα, αλλά και τον σκεπτικισμό. Η επίθεση στις Αρδέννες τον Δεκέμβριο του ’44, παρά τις αρχικές επιτυχίες, έδειξε τα όρια του καθεστώτος, το οποίο πλέον προωθούσε τα μυθεύματα περί του νέου μαγικού υπερόπλου που θα άλλαζε την πορεία του αγώνα. Ο Χίτλερ εξακολουθούσε να απορρίπτει κάθε συνθηκολόγηση, μέχρι του ολοκληρωτικού τέλους για την ίδια τη Γερμανία και όχι μόνο για τον ναζισμό.

Η καταστροφή

Με τη ραγδαία πλέον προέλαση στο γερμανικό έδαφος των Σοβιετικών από τον Ιανουάριο του ’45 οι στρατηγοί σκέπτονται μόνο πώς θα διασώσουν τον στρατό τους και θα τον μεταφέρουν με ασφάλεια στον Δυτικό Τομέα, ώστε να τον έχουν διαθέσιμο για να πολεμήσει κάποια στιγμή ξανά. Για τους δε πολίτες η μόνη λύση «είναι να σφίξουν τα δόντια τους και να συνεχίσουν (…) το καθεστώς ασκούσε στους πολίτες τεράστια πίεση να συμμορφωθούν και να συνεργαστούν» (σ. 130). Σε όλο αυτό το πλαίσιο ο αντισημιτισμός έπαιζε μόνο επικουρικό ρόλο στις διαθέσεις των πολιτών. Δεν αποτελούσε το κεντρικό στοιχείο τους.

Η καταστροφή στην Ανατολή ήταν ραγδαία και ολοκληρωτική, αλλά ο Χίτλερ κατηγορούσε ως προδοτική ακόμη και τη σκέψη για συνθηκολόγηση. Τα πολύ μεγάλα κεφάλια του ναζισμού (Χίμλερ, Γκέρινγκ, Σπέερ, Ντένιτς) άρχισαν να παίζουν τα «δικά τους παιχνίδια» επιδιώκοντας να διαδραματίσουν έναν μεταπολεμικό ρόλο. Κάποιοι προσπάθησαν να οδηγήσουν τη Γερμανία σε συμφωνία με τους Δυτικούς και να στραφούν όλοι μαζί κατά των Ρώσων. Πρώτον, όμως, οι ίδιοι οι Δυτικοί δεν ήθελαν να προδώσουν τους Ρώσους και δεύτερον τίποτα δεν μπορούσε να δοθεί χωρίς το πράσινο φως του Χίτλερ. Πράσινο φως που δεν άναψε ποτέ. Τελικά στη Γερμανία απέμεινε η χαρισματική εξουσία χωρίς το χάρισμα.

Είναι ψέμα πως οι γερμανοί πολίτεςτον υποστήριζαν μέχρι τέλους

Τελικά τι έφταιξε και ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι την απόλυτη καταστροφή; Μήπως έφταιξε η απαίτηση των συμμάχων για «άνευ όρων παράδοση»; Για τον Κέρσοου αυτή η απαίτηση προσέφερε μόνο μια βολική δικαιολογία για την μέχρι το τέλος αντίσταση. Δεν ήταν όμως η αιτία της συνέχισης του πολέμου. Στο ίδιο πλαίσιο, μήπως φταίνε τα κρίσιμης σημασίας λάθη της στρατηγικής και τακτικής των Συμμάχων; Αν και αυτά έπαιξαν κάποιο ρόλο αυτός δεν ήταν τόσο σημαντικός.

Τι θα γινόταν αν είχε πετύχει η απόπειρα; Ισως ο πόλεμος να είχε τελειώσει στη Δύση, όχι όμως και στην Ανατολή. Γιατί τον πόλεμο τον υποδαύλιζαν και πολλά άλλα πράγματα, πέρα από τον φόβο. Μήπως φταίει η τρομοκρατία; Αυτή δεν εξηγεί τις αντοχές του καθεστώτος. Μήπως η υποστήριξη των Γερμανών μέχρι τέλους; Είναι ψέμα πως οι Γερμανοί υποστήριζαν έως το τέλος τον Χίτλερ. Αυτοί μετά το καλοκαίρι του ‘44 έδειχναν καθαρά το μίσος και την περιφρόνησή τους προς το κόμμα και ιδιαίτερα προς τα στελέχη που άφηναν τους πολίτες στο έλεος των Σοβιετικών.Οι αιτίες για τη συνέχιση του πολέμου μέχρις εσχάτων οφείλονταν στον χαρακτήρα της χαρισματικής εξουσίας του Χίτλερ, στις νοοτροπίες και στις δομές που είχαν διαμορφωθεί. Μια σοβαρή αιτία συνέχισης του πολέμου ήταν πως τα στελέχη του καθεστώτος και οι πολίτες στον Ανατολικό Τομέα ήξεραν πως αν υπέκυπταν οι Ρώσοι θα τους εξόντωναν όλους. Πολεμούσαν δηλαδή όχι για το καθεστώς, αλλά για τον εαυτό και την οικογένειά τους. Επίσης η γερμανική πεποίθηση πως ο υπάλληλος ή και ο στρατιωτικός οφείλουν στο κράτος, όποιο και να είναι αυτό, απόλυτη υπακοή, η αίσθηση του καθήκοντος έναντι κάθε εξουσίας, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της. Αίσθηση καθήκοντος που όμως δεν απέτρεψε τη χαοτική εκκένωση των πόλεων που κατακτούσαν οι Ρώσοι και την επίσης εξοντωτική και χαοτική πορεία των κρατουμένων από την ανατολική στη δυτική πλευρά της Γερμανίας.

Βεβαίως από τη θλίψη για το τέλος της Γερμανίας μέχρι τις απόψεις που θέλουν τους Γερμανούς να είναι και αυτοί το ίδιο θύματα του ναζισμού η απόσταση είναι μεγάλη και ο Κέρσοου φροντίζει να το ξεκαθαρίσει αυτό. Εξάλλου, όπως μας δείχνει και η τέχνη του κινηματογράφου στην ταινία «Ο λαβύρινθος της σιωπής», η γερμανική κοινωνία αρχικά έπνιξε τις ενοχές της και μόνο μετά το 1960 ξεκίνησε η μεγάλη και βαθιά κάθαρσή της. Η ανάλυση του Κέρσοου πάει πολύ πέρα από τον φόβο, δεν φθάνει όμως την προσέγγιση του Ρίτσαρντ Εβανς, ο οποίος βρίσκει την «πρωτοαιτία» για το ναζιστικό τέλος στον ίδιο το γερμανικό εθνικισμό. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, το βιβλίο του Κέρσοου είναι τόσο συναρπαστικό, που παρά τον όγκο δεν μπορείς να το εγκαταλείψεις. Εκτός της συγγραφικής του ικανότητας, ο Κέρσοου μας παραδίδει και μαθήματα ψύχραιμης και διαισθητικής ανάλυσης του ναζισμού.

Σ’ αυτή την προσπάθεια συμβάλλουν και ο μεταφραστής και η έκδοση στην οποία παρατίθενται πέρα από τις εκτεταμένες σημειώσεις του συγγραφέα ένα αναλυτικότατο και υπερπολύτιμο ευρετήριο καθώς και ένας χρήσιμος κατάλογος με σύντομα βιογραφικά των «ηρώων του δράματος».

Ian Kershaw

Το Τέλος – Γερμανία

1944-1945

Μτφ. Κώστας Καρανικολός

Εκδ. Κλειδάριθμος 2015, Σελ. 696

Τιμή: 22 ευρώ