Θα μπορούσε να προταθεί και ως κουίζ προκειμένου να αντιληφθεί κανείς το πνεύμα που διατρέχει τις 208 σελίδες του «Ημερολογίου της Θάσου» που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός από τα μέσα Ιουλίου ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2013. Ποια σχέση να υπάρχει άραγε ανάμεσα στα «Ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τον αδελφό του Νίκου Κούνδουρου, επίσης σκηνοθέτη, τον Ρούσσο, τον εκδότη του Κάκτου Οδυσσέα Χατζόπουλο, τον φίλο της νεότητας του Βασίλη Βασιλικού από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης Στέλιο Ιωακειμίδη, το γλωσσικό έπος του Τζέιμς Τζόις «Finnegans Wake», τον φιλόσοφο Τζορτζ Τόμσον με το νησί της Θάσου; Με τη μνεία μάλιστα όλων αυτών να γίνεται μέσα σε μιάμιση σελίδα, χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσεις πολύ προκειμένου να ανανεωθεί το ενδιαφέρον σου χάρη στον Μαρκ Αλεγκρέ, συνοδό (πλατωνικό;) στο Κονγκό του γάλλου πεζογράφου Αντρέ Ζιντ, συζύγου σε κατοπινά χρόνια της γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ, φίλης του Βασίλη Βασιλικού, που τον συναντά ο δημιουργός της «Διήγησης του Ιάσονα», ώριμο κύριο πια, το 1970, στο «Café des Flores» στο Παρίσι.

Ο Θεολόγος και το Παρίσι

Το αξιοπαρατήρητο με το «Ημερολόγιο της Θάσου» είναι πως, αν και οι πληροφορίες που σου προσφέρονται είναι τόσες ώστε θα κινδύνευες ανά πάσα στιγμή να χάσεις τον μπούσουλα, ο αφηγηματικός ιστός, όπως τον υφαίνει ο Βασιλικός, κάνει τις πληροφορίες να βρίσκουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν με τον τρόπο που τις μεταβάλλει σε άμεσα αφομοιώσιμες σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Παρότι ο Βασιλικός διατείνεται ότι θα του ήταν αδύνατον να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα με πλοκή. Με ακόμη πιο αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι εικόνες όπως αυτές της γιαγιάς του, της Λισσάβας, που έχωνε τα χέρια της στις τεράστιες τσέπες του καφτανιού της και έδινε στον μικρό Βασίλη φρέσκα καρύδια (τέλος της δεκαετίας του ’30 να υποθέσουμε;) να ακουμπάνε, Σεπτέμβριο του 2013, σχεδόν χωρίς να έχει μεσολαβήσει μια μέρα, στα αβγόσυκα της Ειρήνης από τον Ποτό, χήρας του πρωτοξαδέρφου του Κωστή Βασιλικού. Εστω αν ως ενδιάμεσο σταθμό δεν θα εντόπιζες κάτι που συνέβη στη Θάσο, όπως τα δύο προηγούμενα περιστατικά, αλλά τον σπουδαίο γάλλο σκηνοθέτη και ηθοποιό Ζαν-Λουί Μπαρό, όταν το 1972 ζητάει από τον Βασιλικό να του γράψει ένα θεατρικό έργο με θέμα την ειρήνη, ή τη συνάντησή του με τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, στο μπουλβάρ Σαν Ζερμέν, στο Παρίσι, όταν του αναγγέλλει ότι η κόρη της –η Μαργαρίτα Καραπάνου –πήρε το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος» (κάτι σαν Νομπέλ της γαλλικής λογοτεχνίας).

Κλείνει ένας κύκλος

Ποια σχέση όμως μπορούν να έχουν με τη Θάσο και ο Ρούσσος Κούνδουρος, και ο Τζορτζ Τόμσον, και ο Ζαν-Λουί Μπαρό, και η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αλλά και ο Γιάννης Μαρής, ο Μοσέ Νταγιάν, ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Γιασάρ Κεμάλ, ο Λόμπσα Ράμπα (συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας), κυρίως όμως ο Αντρέ Ζιντ που μονοπωλεί σε τέτοιο βαθμό τις σελίδες του «Ημερολογίου» ώστε αν άκουγες πως ανακηρύχθηκε σε επίτιμο δημότη της Θάσου θα το θεωρούσες κάτι πολύ φυσικό. Ωστόσο, αν και ουσιαστικά «απούσα» η Θάσος, αφού σχεδόν με πινελιές μόνο παρεμβάλλεται ώς τα μισά σχεδόν του «Ημερολογίου», δεν παύει να παραμένει η απόλυτη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, για δύο κυρίως λόγους. Αφενός η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο και πιο συγκεκριμένα η επανεγκατάσταση στο ανακαινισμένο πατρικό σπίτι, φαίνεται να κλείνει για τον Βασιλικό έναν κύκλο που τίποτε δεν προοιωνιζόταν, ενώ τον διέγραφε, την κατάληξή του. Σε αντίθεση μάλιστα με ό,τι θα φανταζόταν κανείς, πρόκειται για κάτι που του προσφέρει απέραντη χαρά και ανακούφιση. Οπως και να το δει κανείς, συνιστά μια ιλιγγιώδη διαδρομή ο οργισμένος νέος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και συνειδητοποιούσε τη ζωή ως αμφισβήτηση και επανάσταση να μοιράζεται σήμερα με τη γυναίκα του –μιας αντίστοιχης καλλιτεχνικής διαδρομής άτομο –τον ίδιο ενθουσιασμό για τη δημιουργία ενός μικρού θεάτρου στο κοίλο του πέτρινου βουνού, που σκέπει ως φρύδι το κεφαλοχώρι της Θάσου, τον Θεολόγο. Ή να έχεις γράψει το «Ζ» που τόσο ως μυθιστόρημα όσο και ως ταινία –χώρια που έδωσε έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας στην Ελλάδα –ταρακούνησε την Ευρώπη και να καμαρώνεις σήμερα για τη συνεργασία σου με τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα της Θάσου «Θασίων Γη». Και αφετέρου αν το «Ημερολόγιο της Θάσου» είναι και ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με πρόσωπα του παρελθόντος, που δεν είναι μόνο όσα πρόσωπα Ελλήνων και ξένων αναφέραμε, αλλά και πολλά άλλα (όπως αίφνης του Οδυσσέα Ελύτη ή της Ζιζέλ, μεταφράστριας δώδεκα βιβλίων του στα γαλλικά), πουθενά αλλού το ξεκαθάρισμα αυτό δεν θα γινόταν τόσο συγκινητικό και λυτρωτικό ταυτόχρονα όσο τώρα που επιχειρείται στο στέρεο έδαφος των παιδικών χρόνων. Με αποτέλεσμα τα πρόσωπα αυτά, όσο άγνωστη ή ανύπαρκτη κι αν τους ήταν η Θάσος, έτσι όπως η αναπόλησή τους χάρη σε χειροπιαστά ντοκουμέντα συνδέεται με μαγευτικές τοποθεσίες της ή διαδρομές της (όπως αυτή του Θεολόγου – Ποτού), να μεταβάλλονται σε περιουσία του ίδιου του νησιού. Σαν να μετέφερε συνειδητά ο Βασιλικός τις αγάπες, τις αντιδικίες, τα πάθη, τις συγκρούσεις, τους έρωτες μιας ολόκληρης ζωής από τα περιβάλλοντα που μέσα τους είχαν αναπτυχθεί αλλά τελικά έμοιαζε να ασφυκτιούν εντός τους, σαν να τα μετέφερε στον ανοιχτό χώρο της έκθαμβης παιδικής ηλικίας προκειμένου να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα.

Με τον Αντρέ Ζιντ

Δεν γνωρίζουμε αν είναι ο μόνος ή αν υπάρχουν και άλλοι, πάντως θα λογάριαζες ως έναν εξαιρετικά ειδήμονα στη «μεταφύτευση» προσώπων και ηθών σε αλλότρια γη, σε σχέση με κείνη που τα γέννησε, τον Βασίλη Βασιλικό. Οπως ακριβώς τα Χριστούγεννα του 1963 στην πόλη Καγιούγκα, έξι ώρες με το αυτοκίνητο από τη Νέα Υόρκη, γράφει το «Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», ενσωματώνοντας τον άγιο των ελληνικών γραμμάτων στην αμερικανική ήπειρο, ενώ θυμάται το διήγημά του «Ολόγυρα στη λίμνη» με τον Χριστοδουλή που πήγε στην Αμερική και έγινε ναυτικός περίφημος, με τον ίδιο τρόπο μεταφέρει τον Αντρέ Ζιντ στη Θάσο. Δεν θεωρεί το καλλιτεχνικό κλίμα που περιέβαλλε τον δημιουργό των «Γήινων τροφών» ακατάλληλο ώστε να μην μπορεί να προσαρμοστεί σ’ ένα νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Με την επανάγνωσή του μάλιστα από τον Βασιλικό, εξήντα χρόνια αργότερα, αν και θεωρείται ο μέντοράς του από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, να φέρει στην επιφάνεια τόσα καινούργια στοιχεία για τον Αντρέ Ζιντ ώστε τους φίλους και συναδέλφους του, αλλά και αλληλογράφους του επιπλέον, Πολ Βαλερί, Φρανσουά Μοριάκ, Πολ Κλοντέλ, Ροζέ Μαρτέν ντι Γκαρ, Αντρέ Σιαρές καθώς και τον Οσκαρ Ουάιλντ που τον μυεί στην ομοφυλοφιλία ψαρεύοντας μελαχρινά αγοράκια στην Τυνησία το 1901 ή το 1902, να μας είναι απαραίτητη από ‘δώ και μπρος η προϋπόθεση της Θάσου για να τους θυμόμαστε με ενάργεια.

Πώς «ματώνει» η μνήμη

Οσο απαραίτητη και αν κρίνεται, σε ένα ημερολόγιο, η αναγραφή των ημερομηνιών στις οποίες αντιστοιχούν τα εξιστορούμενα γεγονότα, είτε εξωτερικής είτε εσωτερικής προέλευσης, στον Βασιλικό η συρρίκνωση, έως εξαφανίσεως, της σχετικής αναγραφής δεν σε εμποδίζει να ακολουθείς την περπατησιά των πραγμάτων. Σάμπως ό,τι εκτίθεται να περιέχει την ημερομηνία της δημιουργίας του είτε πρόκειται για ιδιωτικού είτε για δημοσίου δικαίου ζήτημα. Χωρίς ωστόσο να εξισώνονται ανάμεσά τους, αφού με διαφορετικό τρόπο «ματώνει» η μνήμη όταν ανακαλεί την εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα την «Ανοιξη του Ντούμπτσεκ», σε σχέση με τη μνεία του ποιητή Γιάννη Κοντού, όταν το 1976, ακριβώς 40 χρόνια πριν, βοηθούσε τον επίσης ποιητή και εκδότη Μιχάλη Μεϊμάρη στη συγκρότηση της ανθολογίας, που με τον τίτλο «Λύρα ελληνική – από τον Ρήγα Φεραίο ώς τις μέρες μας» εκδόθηκε στα 1993 με το όνομα του Βασίλη Βασιλικού.

Βασίλης Βασιλικός

Ημερολόγιο Θάσου

Εκδ. Gutenberg 2015, Σελ. 208

Τιμή: 11 ευρώ