Οσο κι αν δένονται σφιχτά μεταξύ τους οι πέντε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που συγκροτούν το «Γκουανό» και όσο και αν οι ζωές της Κατερίνας, του Γκόγκου, της Σταυρούλας, του Κοσμά και της Ασπασίας εισχωρούν με τρόπο συγκλονιστικό η μια μέσα στην άλλη, το βιβλίο θα ήταν σωστότερο, αντί για νουβέλα, να χαρακτηριστεί ως σύναξη διηγημάτων. Ούτε καν λεπτομέρεια η ένσταση αυτή, όταν πρόκειται για ένα βιβλίο όπως το «Γκουανό» που προορίζεται να καταλάβει μια περίοπτη θέση στον σύγχρονο πεζογραφικό μας κορμό. Είναι τόσες οι αρετές του βιβλίου, που παραβλέπει κανείς ακόμα και τα δύο λάθη του οπισθόφυλλου (πάγια ασθένεια πολλών εκδοτικών οίκων), όταν χαρακτηρίζεται ως «αόρατο» το νήμα που ενώνει τη ζωή των τριών γυναικών και των δύο αντρών της «νουβέλας», ενώ πρόκειται για ένα νήμα ορατότατο, και όταν σημειώνεται πως «άλλοτε με ακρίβεια και άλλοτε με οικονομία το βιβλίο ακολουθεί τους χαρακτήρες σε όλη τους τη μυθοπλαστική διαδρομή».

Σάμπως να μην ήταν δυνατόν να συμπέσουν η ακρίβεια με την οικονομία, έστω και αν δεν πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, τόσο μάλιστα περισσότερο που ο παφλαστικός αφηγηματικός ρυθμός, αντί να ναρκοθετεί, εξαίρει στο «Γκουανό» και την ακρίβεια και την οικονομία. Και αν ο τίτλος «Γκουανό» εξηγείται στο τέλος του βιβλίου σε ένα κεφάλαιο που θα το χαρακτήριζε κανείς ως ένα χρήσιμο επίμετρο, δεν είναι λίγες οι λέξεις (για παράδειγμα «Κουραμπτζουλάκι» και «Τζιλβελής») που, χωρίς να σημειώνεται πουθενά η εξήγησή τους, ενσωματώνονται με έναν τέτοιο τρόπο μέσα στον αφηγηματικό ιστό, ώστε να κάνουν ακόμη πιο διαφανές το μυστικό που κρύβει μέσα της κάθε ιστορία. Οπως συμβαίνει στον Παπαδιαμάντη που ενώ πολλές λέξεις σού είναι άγνωστες, μεταβάλλονται σε αναπόσπαστο μέρος της μαγείας του.

Οση τουλάχιστον μαγεία –στον Γκόζη πια –σου μεταγγίζουν οι λέξεις «Αρωμούνος» ή «Τάτου», που μας δίνεται η ερμηνεία τους, αλλά ως αναπόφευκτη συνέπεια του τρόπου με τον οποίο αφηγείται ο ήρωας και όχι ως ανάγκη μην τυχόν και δεν καταλάβει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται. Λέξεις άλλοτε εξηγημένες και άλλοτε όχι, που έχουν το πλεονέκτημα, μαζί με μια πρωτεϊκή δροσιά, να συγκροτούν ταυτόχρονα το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες των ανθρώπων, αλλά με έναν τρόπο που να γίνεται περιττή οποιαδήποτε πληροφορία δεν θα ήταν εσωτερικής υφής. Υπάρχουν τόσες όσες χρειάζεται για να συνδεόμαστε σχεδόν αυτόματα με εποχές που έχουν χαραχτεί εγκαυστικά στη συνείδηση των ανθρώπων, καθώς ο Γκόζης φαίνεται να πιστεύει –και πολύ σωστά –πως το αισθηματικό καταστάλαγμα ενός μικρόκοσμου αρκεί από μόνο του για να μεταβάλει τη μεγάλη ιστορία μιας εποχής σε ένα φόντο σχεδόν καταχρηστικό. Και ότι οι ζωές των ανθρώπων, οι αμελητέες και ποδοπατημένες, που έμοιαζαν να κινούνται στο περιθώριο της Ιστορίας, να διεκδικούν, έστω και όταν έχουν πάψει να υφίστανται, το μερίδιό τους μέσα στον χρόνο δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας ανυποψίαστης ιστορικής προοπτικής.

Είτε πρόκειται για τον Γκόγκου και τον Κοσμά, με τον πρώτο γεννημένο στη Μακεδονία το 1912 και τον δεύτερο στο Ιντζέ Σου της Καππαδοκίας το 1914, είτε για τη Σταυρούλα που γεννήθηκε στον Σπαρμό του Ολύμπου το 1928. Εχοντας θητεύσει –καταπώς φαίνεται ο Γκόζης –στον Στρατή Δούκα, στον Γιάννη Μπεράτη, στον Ανδρέα Φραγκιά και στον Γιώργο Ιωάννου ή και σε άλλους, μοιάζει να χαράσσει σε σχέση με τους «δασκάλους» του ένα ακόμη πιο αποφασιστικό βήμα καθώς αντιστρέφει τους όρους της ιστορικής προοπτικής, που ως κορυφαία έκφρασή τους θα σημειώναμε ένα γεγονός της δεκαετίας του ’50: αν στα χρόνια αυτά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βγάζει από τη μέση τους Αγγλους και ιδρύει τη ΔΕΗ που αντικαθιστά την ηλεκτρική εταιρεία Πάουερ, στα 2016 φαίνεται ο Σπύρος, ο αδερφός της Σταυρούλας, που άνοιγε τρύπες στο χώμα για να φυτέψουν ξύλινους στύλους και κατά την προσφυή έκφραση της ίδιας «αν σήμερα η Ελλάδα έχει ρεύμα, οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στον αδερφό μου», να προσφέρει ένα χέρι βοήθειας ώστε να ακουστεί για μια ακόμη φορά το όνομα του χαρακτηρισμένου, μεταγενέστερα, ως εθνάρχη.

Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους συγγραφείς που έχουν επιδράμει στο παρελθόν σαν να κρύβει ένα μυστικό που, εξορυσσόμενο, θα φέρει στην επιφάνεια αφηγηματικούς θησαυρούς, ο Γκόζης φαίνεται να ενεργεί τελείως διαφορετικά. Μοιάζει να γράφει σχεδόν αποκλειστικά για τον εαυτό του καθώς, αν σώνει και καλά θα χρειαζόταν να ανακαλύψουμε μια «ιδεολογία» που να εμφορεί το βιβλίο, θα συνοψιζόταν αυτή στη φράση της θαυμαστής πια Σταυρούλας (που σύνολη η λογοτεχνία θα κουτσαίνει αν δεν την καταχωρίσει έγκαιρα στο πάνθεόν της) όταν λέει απευθυνόμενη στον ακροατή των παθημάτων της, που δεν αποκλείεται να είναι και ο ίδιος ο αναγνώστης: «Μόνο που δεν σε γέννησα. Από μικρός που ήσουν κατάλαβα πως σου άρεσε να διαβάζεις. Να διαβάζεις και να θυμάσαι. Τα πάντα, οτιδήποτε. Να μην ξεχνάς. Θέλει κόπο αυτό το τελευταίο».

Αν και τις διακρίσεις, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, μοιάζει να τις καταργεί μια συστατική της ύπαρξής της προϋπόθεση, θα μιλούσε κανείς όσον αφορά τον Γκόζη για μια γραφή εσωτερική, με ένα σχεδόν άγνωστο ώς τα σήμερα πλεονέκτημα: να μετατρέπει τη μνήμη γεγονότων, όπως μόνο η προφορική παράδοση μπορεί να τα διασώσει, σε ένα υλικό προορισμένο να επανακάμπτει διαρκώς ως ζωή μέσα από τη γλύκα ενός κρυφού σχολειού που θα είχε συσταθεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Είτε αφορά έναν μαυραγορίτη της Κατοχής είτε τα γεννήματα που ξεχείλιζαν τα κελάρια στο Ιντζέ Σου είτε το ερμηνευμένο θαυμάσια Γκουανό είτε το ανερμήνευτο Κουραμπτζουλάκι.

Γιώργος Γκόζης

Γκουανό

Εκδ. Πόλις, 2015, σελ. 90

Τιμή: 11 ευρώ