Ηταν εξόχως διδακτική και πολιτισμικά καίρια η πρωτοβουλία του καλού ηθοποιού Τάκη Χρυσικάκου να παρουσιάσει ως θεατρικό μονόλογο πυρηνικά αποσπάσματα από το έργο διαθήκης του Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο». Και εξηγούμαι.

Είναι γνωστό στους αναγνώστες μου ότι έχω θεωρητικές αντιρρήσεις για τη θεατροποίηση λογοτεχνικών έργων. Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματά μου. Αλλά θα πρέπει να εξαιρέσω κείμενα απομνημονευμάτων ή εξομολογητικά, όπου ο συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη σε πρώτο πρόσωπο. Τότε, νομίζω, έχει το δικαίωμα να θεωρηθεί πως απευθύνεται όχι μόνο στο αναγνωστικό μάτι αλλά και στο αφτί και το μάτι του θεατή.

Σε μια εποχή που η παιδεία μας χωλαίνει και το σχολείο έχει γίνει μια αποθήκη ετοιματζίδικων γνώσεων, μαζικής κατανάλωσης και όχι προσωπικό αγώνισμα αυτοεξέλιξης και αυτοκριτικής μέσα από τον ανοιχτό διάλογο με τη μεγάλη σκέψη, τη μεγάλη επιστήμη και την ιστορία της ανθρωπότητας, είναι παρηγοριά να έρχεται το θέατρο να αποκαταστήσει το άλλοτε αυτονόητο καθήκον του σχολείου.

Η μακρά εκπαιδευτική μου πείρα είναι γεμάτη από τραυματικές εμπειρίες «συναδέλφων» που δεν είχαν ποτέ, μα ποτέ, διαβάσει (ούτε διδάξει βέβαια!) αριστουργήματα της καθαρεύουσας (Ροΐδη, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ραγκαβή) διότι μια πρόσφατη περίοδος της εκπαιδευτικής πολιτικής επισήμως αποσκοράκιζε ό,τι σημαντικότερο έχει η λογοτεχνική μας ιστορία συκοφαντώντας ξεδιάντροπα σχεδόν ως εθνικώς ύποπτη την καθαρεύουσα!

Επεφταν μάλιστα μερικοί «συνάδελφοι» από τα σύννεφα όταν τους διάβαζα έναν ύμνο του εργάτη με περιεχόμενο ακραιφνώς μαρξιστικό, γραμμένο το 1880 σε άπταιστη καθαρεύουσα!

Αλλά μήπως δεν αποσκορακίστηκε και η δημοτική της μεταπολεμικής γενιάς του Καρκαβίτσα, του Βάρναλη, του Καζαντζάκη (πόσοι έλληνες φιλόλογοι έχουν διαβάσει το έξοχο και ερωτικά τολμηρό του έργο στις αρχές του 20ού αιώνα «Οφις και κρίνο»;). Οταν το έδωσα κάποτε σε νέο έλληνα πρωταγωνιστή να το διαβάσει δημόσια, πνίγηκε στα ρηχά παρατονίζοντας χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει, τόσο άθλια όσο κι όταν διάβασε πριν Ροΐδη. Δικαιολογία; Κατανοητή: «Δεν έχω διδαχθεί ποτέ αυτά τα λογοτεχνικά ιδιώματα ούτε στο σχολείο ούτε στη Δραματική Σχολή».

Θέλετε παραδείγματα; Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης υπάρχουν στα σχολικά εγχειρίδια, αλλά κανείς, με λίγες εξαιρέσεις, δεν τα διδάσκει. Αλλά τόσα χρόνια που το νεοελληνικό λογοτεχνικό κείμενο έχει γίνει εξεταστέο στις Πανελλαδικές Εξετάσεις έχει τολμηθεί ποτέ να δοθεί προς ανάλυση, περιεχομένου και γλώσσας, διήγημα του Παπαδιαμάντη ή άλλου μεγίστου της καθαρεύουσας;

Αλλά μήπως ανθολογήθηκε ποτέ ένα αυτόνομο απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη;

Εκεί αυτός ο αξεδίψαστος, ανικανοποίητος και τραυματικός αναζητητής του απολύτου συγγραφέας στο γέρμα της ζωής του καλεί στο προσκεφάλι του τον πνευματικό του παππού και πνευματικό παππού καθενός που αγρυπνά, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Κρητικό που δοξάστηκε μένοντας Κρητικός στο ισπανικό Τολέδο του καθολικισμού και της Ιεράς Εξέτασης, και κάνει απολογισμό της πνευματικής του πορείας. Δεν υπάρχει αντίρρηση, θα μπορούσε να απολογηθεί στον Βιτσέντζο Κορνάρο, στον Χορτάτση, στον Ρήγα, στον Σολωμό, στον Κοραή, στον Μακρυγιάννη. Ολοι εκτός του αγράμματου Στρατηγού είχαν την ίδια πορεία, κεντρομόλο ή φυγόκεντρη, με τον Γκρέκο, μετείχαν στην ευρωπαϊκή συνείδηση του καιρού τους αλλά την υπηρετούσαν επιβαίνοντας στη σωσίβια λέμβο της ελληνικής ιθαγένειας. Αν όσο έμπαινα σε τάξεις εφήβων μού δινόταν θεσμικά το δικαίωμα να διδάξω την «Αναφορά» (το έκανα αλλά κλεφτά, παράπλευρα και σε φανατικά για γράμματα παιδιά!), θα μου δινόταν η ευκαιρία όχι μόνο να φέρω σε επαφή τη νεολαία με τη ζωγραφική, του μεγάλου έλληνα ζωγράφου αλλά να μιλήσω και για τη σχέση του με την κρητική εικονογραφική παράδοση της μεταβυζαντινής αγιογραφίας φτάνοντας έως τον Κόντογλου (αγιογράφο και πεζογράφο –τι ουσιαστικότερο αν παρέπεμπα τους μαθητές μου στο ύφος του «Πέδρο Καζάς» του Κόντογλου και στον «Καπετάν Μιχάλη» και στον «Φτωχούλη του Θεού» του Καζαντζάκη).

Αλλά δεν εξαντλείται η «Αναφορά» στον παππού Γκρέκο. Ο Καζαντζάκης, αφηγούμενος την πορεία του από την απορία στη μεγάλη απορία, από τον έναν ανήφορο στον άλλον ανήφορο, από τη μια δίψα στην άλλη δίψα, περνάει και βρέχει τη γλώσσα του σε πηγάδια, βρύσες, ρυάκια, ποταμάκια και ωκεανούς: τον Ομηρο, τον Αισχύλο, τον Ηράκλειτο, τον Χριστό, τον Προμηθέα, τον Βούδα, τον Λένιν, τον Αλέξη Ζορμπά, τον Παναΐτ Ιστράτι και τον ανελέητο, αυστηρό και πείσμονα Μιχάλη, τον πατέρα του, αυτόν τον χαρακτήρα σαν δίκοπο κρητικό λάζο.

Οπως ο αρχαιολόγος σκάβοντας ψάχνει να βρει τα θεμέλια του πλέον αρχαίου ναού και περνάει από διάφορα αλλά κατάφορτα από μνημεία στρώματα του εδάφους, έτσι και ο Καζαντζάκης βλέπει τη ζωή του σαν επανωτά παλίμψηστα και διαβάζοντάς τα φτάνει στη σαρμανίτσα, στην κούνια του, και «ακούει» τα νανουρίσματα και μετά τα μοιρολόγια, τα κρητικά γλέντια και τις πολεμικές ιαχές μιας ανήμερης ράτσας που παλεύει πάντα ανάμεσα σε Ζωή, Ελευθερία, Θάνατο.

Εγραψα κάποτε πως από τον Ομηρο μας χωρίζουν μόνο 40 παππούδες! Ο Καζαντζάκης ανάγεται σε αυτό το συγγενολόι και ζητά την κατανόησή του, τη συγγνώμη του και την ευλογία του.

Αλήθεια, σήμερα, αν έμπαινα μέσα σε μια τάξη σχολείου και ζητούσα από τους εφήβους μας να μου πουν πρώτα αν έχουν ανάγκη να κάνουν σε κάποιους πνευματικούς παππούδες την αναφορά τους, όχι βέβαια για να απολογηθούν (αφού τώρα ξεκινάνε) αλλά για να ζητήσουν βοήθεια, σωσίβια και προστασία, αν ναι, ποιοι θα ήταν αυτοί; Τι απαντήσεις άραγε θα έπαιρνα; Ποιοι είναι οι πνευματικοί ταγοί, οι γκουρού της γενιάς της κρίσης;

Ο Καζαντζάκης έζησε πολλές κρίσεις ελληνικές και ευρωπαϊκές, παγκόσμιες. Πέρασε τη συνείδησή του μέσα από τον άθλιο και ταπεινωτικό πόλεμο του 1897, από την επανάσταση στο Γουδή, από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τους φασισμούς, τον Στάλιν, τον Κονδύλη, τον Πλαστήρα, τον Μεταξά, το Αλβανικό, τον Εμφύλιο. Κυνηγήθηκε, αποκηρύχθηκε, αφορίστηκε από πατριάρχες και πάπες, πέθανε εξόριστος και του αρνήθηκαν ακόμη και την ταφή στη γενέθλια γη. Αντεξε διότι είχε γερά θεμέλια, παππούδες, γέροντες σοφούς, αγκυροβόλια και αρτεσιανά πηγάδια να πιει να ξεδιψάσει. Πέθανε αξεδίψαστος, αλλά γνώρισε πια «Ιθάκες τι σημαίνουν».

Αν υπήρχε εκπαιδευτική συνείδηση ουσίας στον τόπο, έπρεπε να οδηγηθούν όλοι οι μαθητές της χώρας στο ρεσιτάλ του Χρυσικάκου. Ας το αποτυπώσει σε βίντεο η ΕΡΤ και ας το διανείμει στα λύκεια της χώρας.

Αυτό δεν λέγεται μεταρρύθμιση, ονομάζεται ΜΟΡΦΩΣΗ, δηλαδή –όπως έλεγε ο Πλάτων –πορεία από το Σκοτάδι στο Φως, από το Μη Είναι στο Είναι.

Η έξοχη απόδοση του Χρυσικάκου τιμά και το ήθος και το ύφος του Καζαντζάκη, καθώς και την ελληνική γλώσσα.

Η παράσταση παίρνει βάθος με την από σκηνής, δίκην χορικών, παρουσία του κιθαρίστα Μανώλη Ανδρουλιδάκη και της θαυμάσιας τραγουδίστριας Γεωργίας Νταγάκη.