Χαίρομαι πάντα όταν πιάνω (και ξαναπιάνω) στα χέρια μου ένα βιβλίο του εβδομηντάρη πλέον Τζούλιαν Μπαρνς. Είναι για μένα πηγή απόλαυσης και έμπνευσης, λόγω του χιούμορ του, της πλατιάς ματιάς του στην Ιστορία, του πραγματισμού και της αίσθησης προορισμού που αποπνέει το έργο του. Σε αντίθεση ωστόσο με αρκετούς άγγλους κριτικούς και συγγραφείς, πιστεύω ότι έχει αφήσει πίσω του στη δεκαετία του ’80 και του ’90 τις μέρες της μεγάλης έμπνευσης. Βιβλία όπως «Η ιστορία του Κόσμου σε 101/2 κεφάλαια», «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ» και «Ο σκαντζόχοιρος» μοιάζουν να έχουν εξαντλήσει το βιωματικό ρεπερτόριό του. Οπως και η υπόλοιπη αναζωογονητική φουρνιά του αγγλικού μεταμοντερνισμού (Μάρτιν Εϊμις, Σάλμαν Ρούσντι, Ιαν ΜακΓιούαν, Χανίφ Κιουρέισι), η τέχνη του μοιάζει να φθίνει με την ηλικία, σταδιακά μεν, αλλά σαφώς. Η απονομή του Μπούκερ για το «Ενα κάποιο τέλος» ήρθε περισσότερο ως επικύρωση της πορείας του και ως διόρθωση μιας αδικίας παρά ως πραγματική επιβράβευση ενός συγκεκριμένου έργου. Συμβαίνουν κι αυτά στην ιστορία της λογοτεχνίας. Συμβαίνουν άλλωστε και πολύ χειρότερα όπως αποδεικνύει το μόλις εκδοθέν, περιεκτικό μυθιστόρημά του «Ο αχός της εποχής», που ασχολείται με την προσωπικότητα (καλύτερα, τη συνείδηση) του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975) και το πώς επιβίωσε σε μια εποχή ολοκληρωτισμού, τρόμου και ανάθεσης στο Κόμμα της πραγμάτωσης της Ιστορίας, με οποιοδήποτε ανθρώπινο κόστος.

Ο Στάλιν πουλάει

Γιατί όμως αυτό το θέμα; Κατ’ αρχήν πρέπει να πω ότι ο Μπαρνς μιλά ολίγα ρωσικά ήδη από τις σπουδές του. Γοητεύτηκε νωρίς από την «σταχτιά πραγματικότητα» του ανατολικού μπλοκ και στα 19 του είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στις εκείθεν του παραπετάσματος χώρες. Εκτοτε πραγματοποίησε πολλά παρόμοια ταξίδια, ειδικά στη Βουλγαρία του Ζίβκοφ, την πτώση του οποίου καδράρει θαυμάσια στον «Σκαντζόχοιρό» του. Εδώ ξανανεπισκέπτεται την τότε προβληματική του, εκδηλώνοντας ένα είδος νοσταλγίας για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και δουλεύοντας ένα πιασάρικο θέμα: Ο Στάλιν πουλάει έτσι κι αλλιώς σταθερά και ο Σοστακόβιτς –ιδιαίτερα ομιλητικός ο ίδιος –έχει γίνει αντικείμενο δεκάδων μελετών και βιογραφιών στις οποίες αναφέρεται ακροθιγώς ο συγγραφέας στο επιλογικό σημείωμά του. Να προσθέσω μόνο μία σχετικά πρόσφατη μυθιστορηματική εμπλοκή του στο υπερφιλόδοξο και ογκωδέστατο βιβλίο του Γ. Τ. Βόλμαν «Κεντρική Ευρώπη» (Κέδρος) όπου ο ρώσος συνθέτης συνιστά τον κεντρικό ήρωα με εξονυχιστικές λεπτομέρειες και άφθονες μυθοπλαστικές ελευθερίες.

Οπως και να ‘χει, το θέμα παραμένει ενδιαφέρον, ειδικά αν, όπως κάνει εδώ ο Μπαρνς, αποπειραθούμε μια κατάδυση στο μυαλό του Σοστακόβιτς. Με ελεύθερο πλάγιο λόγο στον οποίο συχνά παρεισφρέει ο σχολιασμός του συγγραφέα, τόσο ώστε οι δύο φωνές να μπερδεύονται στο μυαλό μας, αποδίδεται σε τρία στατικά κεφάλαια, χωρίς διόλου δράση, η ψυχολογική κατάσταση του συνθέτη και οι ελεύθεροι συνειρμοί του.

Στο πρώτο κεφάλαιο βρισκόμαστε στα 1936, στην κορύφωση των σταλινικών διώξεων και των Δικών της Μόσχας. Ο τριαντάχρονος Σοστακόβιτς τη βγάζει κάθε νύχτα με μια βαλίτσα δίπλα στο ασανσέρ περιμένοντας να συλληφθεί από τις μυστικές υπηρεσίες και μη θέλοντας να τον σύρουν από το κρεβάτι τρομοκρατώντας την οικογένειά του. Εχει προηγηθεί η δημόσια αποδοκιμασία από τον Στάλιν της ιδιαίτερα επιτυχημένης όπεράς του «Η Λαίδη Μάκβεθ από το Μτενσκ», η οποία ήδη έχει ανέβει στο Λονδίνο, στο Παρίσι, ακόμη και στο Μπουένος Αϊρες. Για κακή του τύχη, ο φιλόμουσος πατερούλης και η ακολουθία του εμφανίζονται ένα βράδυ στην παράσταση και όλο το θέατρο παρακολουθεί τις αντιδράσεις από την πλατεία. Ο ηγέτης θα αποχωρήσει πριν από το τέλος και τη μεθεπομένη θα εμφανισθεί μια πρωτοσέλιδη κριτική στην «Πράβντα» που θα χαρακτηρίζει το έργο φορμαλιστικό, κακόηχο, επηρεασμένο από τη δυτικόφερτη τζαζ, με μια λέξη θόρυβο και όχι μουσική. Ο συνθέτης κατηγορείται με το μόνιμο ιδεολογικό οπλοστάσιο της εποχής και όχι μόνο: για κοσμοπολιτισμό, αριστερισμό, κατάλοιπα αστισμού και εν τέλει για εχθρότητα έναντι του λαού. Η προοδευτικότητα της τέχνης του Σοστακόβιτς έχει γίνει συντρίμμια και η κομματική ιεραρχία θα αποσύρει σύντομα τα έργα του από όλες τις σκηνές της χώρας. Αυτά και άλλα πολλά συλλογίζεται τις νύχτες στο πλατύσκαλό του ο συνθέτης, πηδώντας από τα νιάτα και τους έρωτές του ώς τους γονείς και τη σταθερή του άνοδο ως μπολσεβίκου συνθέτη, που ωστόσο δεν γράφτηκε ποτέ στο κόμμα. Σημειωτέον ότι τελικά ανακρίθηκε από έναν απαράτσικ στο σκοτεινό Μεγάλο Κτίριο της μυστικής αστυνομίας αλλά –η ειρωνεία της Ιστορίας! –ο ανακριτής του «αποσύρθηκε» από τη σκηνή την ημέρα της κρίσεως και ουδείς έμαθε ποτέ για την τύχη του.

Το κερασάκι στην τούρτα

Αντίστοιχη είναι η δομή των άλλων κεφαλαίων. Στο δεύτερο, στα 1948, ο ήρωάς μας βρίσκεται στην πτήση της επιστροφής από τη Νέα Υόρκη όπου έχει συμμετάσχει σε ένα διεθνές συνέδριο για την Ειρήνη, ως η μεγάλη βεντέτα της σοβιετικής αντιπροσωπείας. Εχει μεσολαβήσει η αποκατάστασή του καθώς στη διάρκεια του Πολέμου συνέθεσε πατριωτική λαϊκή μουσική κατ’ επιταγήν του καθεστώτος και έβγαλε άπειρους λόγους προς τα μαχόμενα σοβιετικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Στάλιν είναι αυτός που του τηλεφώνησε προκειμένου να τον πείσει –κατά τον Μπαρνς –να μεταβεί στην Αμερική. Εκεί θα μείνει άναυδος μπροστά στην εκτίμηση του αμερικανικού κοινού και θα ρεζιλευτεί δημόσια όταν θα αναγκασθεί να βγάλει επίσημους λόγους που έχει γράψει αντ’ αυτού η Κα Γκε Μπε, στηλιτεύοντας τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και την πολεμοκαπηλία της Δύσης. Η ντροπή του θα κορυφωθεί όταν ο πνευματικός του πατέρας Ιγκόρ Στραβίνσκι, αμερικανός πολίτης πλέον, αντί να παραστεί στις εκδηλώσεις, στέλνει ένα καυστικό σημείωμα όπου αρνείται να νομιμοποιήσει την κομμουνιστική προπαγάνδα. Και για κερασάκι στην τούρτα, ο πρώτος ξάδελφος του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, συνθέτης και αυτός, θα παραστεί σε μια συνέντευξη Τύπου στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ θα τον ξεμπροστιάσει, κάνοντάς τον να αποδεχθεί ότι συνηγορεί στις περί τέχνης και σοσιαλιστικού ρεαλισμού απόψεις του συντρόφου Ζντάνοφ (ο οποίος μεταξύ άλλων είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «τσούλα και καλόγρια μαζί»).

Ετσι, με μελαγχολικές αναδρομές, αυτοοικτιρμό και αιτιολόγηση των πεπραγμένων του (μεταξύ τους η επαίσχυντη καταγγελία του Σολζενίτσιν και του Ζαχάροφ) πάει το βιβλίο μέχρι τέλους. Διεισδύουμε στην αποσπασματική σκέψη του συνθέτη και βιώνουμε τις ενοχές του, την καταισχύνη του, τους προβληματισμούς του αν έκανε καλά που σοβιετοποιήθηκε προκειμένου να είναι ελεύθερος να παράγει το όντως σπουδαίο έργο του. Εκατομμύρια διωγμένοι και εκτελεσμένοι πάντως δεν τα κατάφεραν. Γι’ αυτά και άλλα πολλά διαλογίζεται στο τρίτο κεφάλαιο μέσα στο αυτοκίνητό του, επί εποχής Χρουστσόφ πλέον, όταν η αποσταλινοποίηση έχει προχωρήσει και με αντίτιμο την εγγραφή του στο κόμμα διορίζεται πρόεδρος της Ενωσης Σοβιετικών Συνθετών. Δεν μπορεί να αρνηθεί τις τιμές, είναι θαμμένος στις ζητωκραυγές –όπως πάντα ήταν, άσχετα αν λόγω της ομολογημένης δειλίας του και του «αχού της εποχής» δεν μπορούσε να το δει. Αλλοι την πλήρωσαν, εκείνος όχι.

Julian Barnes

Ο αχός της εποχής

Μτφ. Θωμάς Σκάσσης

Εκδ. Μεταίχμιο 2016, Σελ. 242

Τιμή: 15,50 ευρώ