«Αγαπητέ μου Τέο,

Κάθομαι μέρες ολόκληρες κλειδωμένος στην απομόνωση. Εχω ανείπωτες εσωτερικές φοβίες και, έπειτα, ένα αίσθημα κενού και κόπωσης στο κεφάλι μου. Ομως πολλές φορές αισθάνομαι απολύτως φυσιολογικός, οπότε μην ανησυχείς. Από όσο μπορώ να κρίνω, δεν είμαι τρελός».

Είναι ίσως ο δημοφιλέστερος ζωγράφος του κόσμου, με εκατομμύρια θαυμαστές του έργου του ανά την υφήλιο. Η ιστορία του, λίγο ώς πολύ γνωστή. Το ίδιο και η μάχη του με την ψυχασθένεια που τον οδήγησε να κόψει το αφτί του και εν τέλει, στον θάνατο. Για τον Βίνσεντ βαν Γκογκ έχουν γραφτεί πολλά. Τι καινούργιο θα είχε να προσφέρει ένα graphic novel για τα τελευταία χρόνια της ζωής του; Κι όμως, όταν αρχίζεις να ξεφυλλίζεις τον «Βίνσεντ» της Ολλανδής –και βραβευμένης στη χώρα της –Μπάρμπαρα Στοκ, δεν μπορείς να τον αφήσεις κάτω.

Το 1888, σε ηλικία 35 ετών, ο Βαν Γκογκ εγκαταλείπει το Παρίσι για τη Νότια Γαλλία και εγκαθίσταται στην Αρλ της Προβηγκίας. Το τοπίο και η αγροτική ζωή των κατοίκων δίνουν έμπνευση στον καλλιτέχνη, που προσπαθεί να αποδώσει αυτά τα θέματα και στη ζωγραφική του. Εκείνη την –πλέον παραγωγική –περίοδο της ζωής του επινοεί και την ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο, ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα την «Εναστρη νύχτα» και τα «Ηλιοτρόπια». Πείθει τον Πολ Γκογκέν να πάει να μείνει μαζί του, ωστόσο, η ψυχική υγεία του Βαν Γκογκ είναι ασταθής. Επειτα από λίγους μήνες, οι δυο ζωγράφοι τσακώνονται άσχημα, ο Γκογκέν φεύγει και πάνω σε μια κρίση του ο Βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού. Το 1889 εισάγεται στο άσυλο του Σαν Ρεμί, όπου και παραμένει συνολικά για περίπου έναν χρόνο καθώς πάσχει από κατάθλιψη. Το 1890 μετακομίζει σε μια περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από γιατρό. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς η κατάθλιψη τον οδηγεί στην αυτοκτονία. Ο τελευταίος του πίνακας φέρεται να είναι το «Σιτοχώραφο με κοράκια».

Αυτά ακριβώς τα χρόνια αφηγείται με εικόνες και λέξεις στον «Βίνσεντ» η Μπάρμπαρα Στοκ, περιγράφοντας το ταξίδι του Βαν Γκογκ στη Νότια Γαλλία, το όνειρό του να δημιουργήσει μια εστία καλλιτεχνών, τις απογοητεύσεις του και τον βασανισμό του από την ψυχική νόσο. Για να διηγηθεί την ιστορία της χρησιμοποιεί υλικό από πραγματικά ιστορικά γεγονότα και αποσπάσματα από την αλληλογραφία του Βίνσεντ με τον μικρότερο αδελφό του Τέο. Ο επιτυχημένος έμπορος τέχνης, φίλος και μόνιμος οικονομικός συμπαραστάτης του Βίνσεντ, κλονισμένος ψυχολογικά από τον θάνατο του αδελφού του, αρρωσταίνει και πεθαίνει έναν χρόνο αργότερα, το 1891.

Οι μικρές, ενίοτε σπαρακτικές εξομολογήσεις μεταξύ αδελφών μιλούν για το τι σκεφτόταν ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, για την άποψή του για την τέχνη, για τη μάχη του με την ψυχασθένεια και, γενικά, για τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο. «Οταν σκέφτομαι», γράφει στον Τέο, «όλα τα πράγματα που δεν καταλαβαίνω, κοιτάζω τα χωράφια με το στάρι. Η ιστορία τους είναι και δική μας, γιατί μήπως κι εμείς σαν το στάρι δεν είμαστε; Πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι μεγαλώνουμε σαν τα φυτά, ανίκανοι να κινηθούμε όπως κάποιες φορές η φαντασία μας επιθυμεί, και μετά όταν ωριμάσουμε, σαν τα στάχυα μας θερίζουν. Νιώθω βαθιά μέσα μου πως η ιστορία του ανθρώπου είναι σαν την ιστορία του σπόρου: κι αν δεν σε σπείρουν στο χώμα για να γονιμοποιηθείς, τι σημασία έχει; Ούτως ή άλλως θα σε αλέσουν για να γίνει το ψωμί. Η διαφορά ανάμεσα στην καλοτυχία και την κακοτυχία, το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο… είναι όλα τόσο σχετικά».

Η Στοκ ζωγραφίζει την ιστορία της σε απλά καρέ κόμικς με παχιές γραμμές, κλειστά σχήματα και καθαρά χρώματα. Κι αν αυτό φανεί σε κάποιους παιδικά απλοϊκό, μόνο αυτό δεν είναι· στο βιβλίο περιγράφονται πολύ ενήλικες καταστάσεις, όπως οι εμμονές και οι εξαρτήσεις του καλλιτέχνη, ακόμη και σκηνές βίας και σεξ. Η ευαισθησία ωστόσο και η τρυφερότητα με την οποία η Στοκ απεικονίζει τον Βαν Γκογκ είναι μοναδικές και η δική της «διασκευή» των πιο εμβληματικών έργων του ιδιαίτερα πρωτότυπη.

Ο «Βίνσεντ» δεν είναι μια βιογραφία ακαδημαϊκού τύπου. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος της Στοκ. Προφανώς θαυμάζει ως καλλιτέχνις τον συμπατριώτη της και παρουσιάζει τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος της ζωής του, με τον τρόπο που εκείνη τα ερμηνεύει. Στην εξιστόρησή της, πάντως, ξεκαθαρίζει τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Τέο στη ζωή του Βίνσεντ. «Θα σπρώξουμε το αλέτρι όσο μας παίρνει, μέχρι να σταματήσει» λέει στον μεγάλο αδελφό του, ενώ ατενίζουν παρέα τους αγρούς της Οβέρ, λίγο πριν από το τόσο μελαγχολικό αλλά συνάμα αισιόδοξο φινάλε της ιστορίας. «Οσο μπορούμε ακόμα να θαυμάζουμε τις μαργαρίτες και τους σβώλους της φρεσκοοργωμένης γης και τα κλαδιά των θάμνων που φυτρώνουν την άνοιξη, το γαλήνιο γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού, τα μεγάλα σύννεφα το φθινόπωρο, τα γυμνά δέντρα τον χειμώνα, τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια. Ο,τι και να γίνει, όλα αυτά είναι δικά μας».

Barbara Stok

Vincent

Μτφ.: Μαργαρίτα Μπονάτσου

Εκδ. Αιώρα, 2014, σελ. 144,

Τιμή: 15 ευρώ