Εχει συνειδητοποιήσει ο Τηλέμαχος Κώτσιας πως δεν γίνεται τα θέματα της καταγωγής ή της μετανάστευσης –είτε την έχει επιθυμήσει κανείς είτε έχει εξαναγκαστεί να την επιχειρήσει –να συνιστούν τον κύριο άξονα του αφηγηματικού του προσανατολισμού και να μην είναι το συναισθηματικό στοιχείο αυτό που βαραίνει σχεδόν αποκλειστικά στη διαχείριση των ανθρωπίνων σχέσεων, όπως ακριβώς τις βιώνουν οι ήρωές του. Μια απόδειξη του συναισθηματικού αντικρίσματος των πραγμάτων που προκαλεί την έκρηξη μιας πρωτογένειας ενώ έρχεται κανείς σε επαφή μαζί τους, η περιγραφή της τράπεζας που επιχειρεί ο Κώτσιας στη νουβέλα «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών». Τόσο καίρια και ταυτόχρονα τόσο ποιητική και τόσο αλληγορική που κάνει να ακούγεται υποδεέστερη η ευθύβολα αιφνιδιαστική αλλά και μονοσήμαντη, κατά βάθος, φράση του Μπρεχτ «μεγαλύτερο αδίκημα και από τη ληστεία μιας τράπεζας είναι η ίδρυσή της».

Οπως ακριβώς το άνοιγμα στο θέαμα του μεγάλου κόσμου γίνεται απείρως οδυνηρότερο όταν επιχειρείται μέσω ενός ανθρώπου –στη συγκεκριμένη περίπτωση του Στέφανου Καρυπίδη –αν συγκριθεί με την εξέγερση ενός πλήθους διαδηλωτών που θα επιχειρούσε να εισβάλει σε μια τράπεζα. Αφού θα ήταν αδύνατον το πλήθος να πιστωθεί με τη σκέψη ότι ο ιμπεριαλισμός συνιστά μια μετεξέλιξη της εποχής των δεινοσαύρων, με μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσά τους το γεγονός ότι οι δεινόσαυροι δεν ήξεραν να διαφημίζουν τον εαυτό τους. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον στον Κώτσια είναι πως οι λεπτολόγες παρατηρήσεις του όσον αφορά για παράδειγμα τη χρησιμότητα της τσέπης σε ένα πουκάμισο –που θα ακούγονταν ενδεχομένως ως γεμίσματα για να αποκτήσει η νουβέλα μια συγκεκριμένη έκταση –διαθέτουν μια τέτοια προυστιανή πειθώ ώστε να γίνονται ίσης ή και μεγαλύτερης ακόμη σημασίας σε σχέση με τις σημειούμενες λεπτομέρειες όσον αφορά το άνοιγμα των θεμελίων για να χτιστεί μια τράπεζα.

Το κλεμμένο πορτοφόλι

Αν όμως στους «Δεινόσαυρους των Αθηνών» έχουμε την ανατομία μιας εποχής, που ο σχετικά προγραμματικός της χαρακτήρας δεν της στερεί μια καλπάζουσα ευρηματικότητα, ανανεωμένης από σελίδα σε σελίδα με τον πιο απρόβλεπτα συνεπή τρόπο, στη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου που έχει τον τίτλο «Ταξίδι σε λάθος χώρα» ο Κώτσιας κατορθώνει να αποκαθαίρει με αμιγή λογοτεχνικά τρόπο σκοτεινά κοινωνικά συμφραζόμενα με τη χρήση που κάνει μιας έννοιας συνυφασμένης με τη μεγάλη λογοτεχνία, όπως είναι η έννοια της σύμπτωσης. Ο Σουηδός Λαρς Σίγκμουντσεν, που θα ζούσε αμέριμνος μερικές ημέρες ερωτικής ευωχίας στην Αθήνα αν δε του κλέβανε το πορτοφόλι μέσα στο στριμωξίδι του τρόλεϊ, βλέπει τη ζωή του να αλλάζει άρδην και να γίνεται συνειδητός του προορισμός κάτι που το πιθανότερο θα ήταν να έχει ζήσει τη ζωή του ολόκληρη χωρίς να το έχει υποψιαστεί.

Ο Κώτσιας, αντί να καταγγέλλει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που είναι υπεύθυνες γι’ αυτή του την αλλαγή –υπάρχει η καταγγελία αλλά με έναν τσεχοφικά ειρωνικό τόνο -, ρίχνει το βάρος στην υπαρξιακή περιπέτεια που συνιστά για τον σουηδό ήρωά του η εμπλοκή του με ανθρώπους που, πριν μια μόλις ώρα, θα ήταν αδύνατον να φανταστεί ότι υπάρχουν. Το πούλμαν που μεταφέρει από την Αθήνα στην Κακαβιά τους απελαυνόμενους Αλβανούς μαζί με τον Σουηδό Λαρς Σίγκμουντσεν –αυτόν κατά λάθος –μεταβάλλεται από μια κόλαση σε ένα λουτρό της Κανάθου. Η συντελούμενη ανάμεσά τους επικοινωνία λειτουργεί για τους μεν Αλβανούς εξαγνιστικά, για τον δε Σουηδό ως προϋπόθεση για να αποκτήσει μια άγνωστη, ώς τα σήμερα, αυτοσυνειδησία. Σαν να χώρεσε ο Κώτσιας τα δύο πέμπτα της ανθρωπότητας μέσα σε ένα πούλμαν ώστε να συνειδητοποιούμε δραστήρια –όπως στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα –πως η αδιαμεσολάβητη επαφή είναι αυτή που μπορεί να ενώσει τα διεστώτα μέσα στον κόσμο.

Η φωνή της μοίρας

Σε όποιον βαθμό και αν γνωρίζει κανείς την ελληνική λογοτεχνία, θα ήταν δύσκολο να θυμηθεί μια αλλαγή που να συντελείται τόσο βαθιά και τόσο ακαριαία όσο αυτή του Λαρς Σίγκμουντσεν. Δεν πρόκειται για μια απόφαση που δούλευε μέσα του –συνειδητά ή ερήμην του –για χρόνια, μήνες, μέρες ή και ώρες ακόμη. Παραπέμποντας στους στίχους του Διονυσίου Σολωμού «Αστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», ο άθελά του χαρακτηρισμένος ως λαθρομετανάστης Σουηδός αναγνωρίζει στην παρεξήγηση αυτή μια φωνή της μοίρας. Με αποτέλεσμα κάτι το οποίο απεύχονταν να συμφιλιώνεται μαζί του και να αποκτά τον χαρακτήρα μιας ελεύθερης επιλογής. Η μεταστροφή του Λαρς την ώρα που ατενίζει τα άγρια, γυμνά και γκρίζα βουνά της Αλβανίας, με τις ακτίνες ενός ήλιου που γέρνει προς τη Δύση να δημιουργούν μια άλλου είδους μαγεία, σε σχέση με εκείνη που είχε γνωρίσει στην Ελλάδα, σχεδόν σαν να μας προειδοποιεί για μια μεταστροφή που μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε στιγμή μέσα στον κλυδωνιζόμενο κόσμο μας. Πολύ περισσότερο όταν τη μεταστροφή αυτή την κοινωνούν όλοι οι Αλβανοί που συμβαίνει να είναι μέσα στο πούλμαν, χωρίς απολύτως καμιά συνεννόηση ανάμεσά τους, έχοντάς τους προϊδεάσει δύο μόνο λέξεις του Λαρς, «Εγκώ Αλβανός».

Ανάλογα βέβαια με τις περιπέτειες, τόσο διαφορετικές σε σημασία, ένταση και πόνο, που υφίσταται η ανθρωπότητα σε ευθεία σχέση με τη γεωπολιτική σύσταση των περιοχών της, δεν χρειάζεται παρά το γύρισμα ενός διακόπτη, ένα απλό κλικ, για να αισθανθεί –η ανθρωπότητα –ως σωτήρια αλήθεια κάτι που σκόνταφτε διαρκώς επάνω του αλλά κακόπιστα το αγνοούσε.

Με τη σύμπτωση να λειτουργεί μέσα στο βιβλίο του Κώτσια σε ένα αβυθομέτρητο κοινωνικό επίπεδο, δίνοντάς του μια εφιαλτική διάσταση αντίστοιχη με εκείνη που συναντούμε στον «Πύργο» του Φρανς Κάφκα, η τελική εντύπωση φαίνεται να συνοψίζεται σε μια μαλακωμένη από τη γλύκα της μεσογειακής ηλιοφάνειας γραφή, γεγονός που κάνει την τελευταία ακόμη πιο πλήρη, πιο σφαιρική.

Τηλέμαχος Κώτσιας

Οι δεινόσαυροι των Αθηνών

Ταξίδι σε λάθος χώρα

Εκδ. Πατάκη, 2015

Σελ. 176

Τιμή: 9,50 ευρώ