Οταν βγήκε «Το όνομα του ρόδου», η Διεθνής του ύστερου, απολιθωμένου σε δόγμα μοντερνισμού το υποδέχτηκε με σηκωμένο φρύδι. Ενα μυθιστόρημα που διαβαζόταν απνευστί από τόσο κόσμο, που μιλούσε για μυστηριώδεις φόνους εξαιτίας ενός υποτιθέμενου δεύτερου μέρους της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, που επιπλέον διαδραματιζόταν σε ένα γοτθικό, μεσαιωνικό σκηνικό δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο από σπουδαιοφανής παραλογοτεχνία –ένα είδος Νταν Μπράουν avant la lettre. Ο Ουμπέρτο Εκο δεν ήταν τότε πολύ γνωστός έξω από τους λόγιους κύκλους της πατρίδας του και πολλοί είδαν σε εκείνη την πρώτη μυθοπλαστική απόπειρά του το καπρίτσιο ενός πονηρού μεσήλικου ιταλού προφέσορα που ήθελε να πετύχει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, να διασκεδάσει δηλαδή την ακαδημαϊκή πλήξη του και να κάνει ντόρο, καθώς και μια γερή μπάζα με ένα πιασάρικο βιβλίο.

Σήμερα «Το όνομα του ρόδου» έχει θέση ορόσημου στην εξέλιξη του σύγχρονου μυθιστορήματος. Σηματοδοτεί την επιστροφή των μεγάλων θεμάτων και κυρίως την επιστροφή στην πηγαία χαρά της ανάγνωσης, την απόδειξη ότι ένα σύνθετο, γεμάτο λογιότητα και διακειμενικούς ιριδισμούς μυθιστόρημα μπορεί να συνεπαίρνει τόσο τους μυημένους όσο και τους αμύητους αναγνώστες (χάρη στον περίφημο «διπλό κώδικα» που ανέπτυξε θεωρητικά ο Εκο στα δοκίμιά του). Και επειδή αυτό προϋποθέτει έναν συγγραφέα έξυπνο, σπινθηροβόλο, ευφάνταστο, εμβριθή και βεβαίως ταλαντούχο, «Το όνομα του ρόδου» σηματοδοτεί επίσης την επιστροφή ή τη νεκρανάσταση του συγγραφέα, τον οποίο τα κυρίαρχα θεωρητικά σχήματα της εποχής είχαν κηρύξει νεκρό.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η μικρή επανάσταση ήρθε εκ των ένδον: από κάποιον που υπήρξε μέλος του Gruppo 63, ενός αβανγκαρντίστικου κινήματος στην Ιταλία της δεκαετίας του 1960 ταγμένου στην πειραματική λογοτεχνία, και ο οποίος αναγνώριζε πάντοτε την οφειλή του στον Τζόις και τον Ελιοτ. Η επαναστατική (μετα)στροφή έγινε με μια κίνηση που έχει εξηγήσει ο ίδιος ο Εκο, αναφερόμενος όμως στον Μπόρχες: ενώ η μοντερνιστική πρωτοπορία ενδιαφερόταν για πειραματισμούς πάνω στο σημαίνον (με πρότυπο το δυσανάγνωστο βιβλίο), ο Μπόρχες δούλευε πάνω στα σημαινόμενα, γράφοντας σε μια κλασική γλώσσα, αλλά ανατρέποντας τα νοήματα της κλασικής αφήγησης. Ο, τι έκανε ο Αργεντινός με τη μικρή φόρμα το έκανε ο Ιταλός με το μυθιστόρημα, ξαναδίνοντάς του την πρωτογενή, την άμεση συγκινησιακή δύναμή του χωρίς να το γυρίζει πίσω σε μια ξεπερασμένη θέαση του κόσμου και του ρόλου του συγγραφέα.

Ο Εκο ασχολήθηκε ως σημειολόγος με όλες τις πολιτισμικές μορφές έκφρασης και αντιλήφθηκε αμέσως, καλωσόρισε (αλλά με διορατικά κριτικό πνεύμα) και επεξεργάστηκε θεωρητικά τη λειτουργία των νέων τεχνολογιών της επικοινωνίας. Ακριβώς γι’ αυτό μπόρεσε να γεφυρώσει, τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως δοκιμιογράφος, το χάσμα ανάμεσα στο σοβαρό και το ελαφρό, το υψηλό και το ευτελές, το λόγιο και το λαϊκό, χωρίς ωστόσο να καταργεί τις διαφορές τους όπως πολλοί μεταμοντέρνοι. Τα δοκίμιά του, γλαφυρά και γεμάτα πρωτοτυπία σκέψης, είναι εξίσου απολαυστικά με τα μυθιστορήματά του, αν όχι περισσότερο. Το βιβλιαράκι του «Επιμύθιο στο Ονομα του Ρόδου», όπου εξηγεί πώς έγραψε το μυθιστόρημα, είναι μια πλήρης σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας γοητευτικά συνοψισμένη σε εβδομήντα σελίδες.

Μοιάζει παράδοξο ότι αυτός ο εύχαρις, φιλοπαίγμων και πνευματώδης άνθρωπος, που κινούνταν με τόση άνεση στον σύγχρονο κόσμο, είχε εμμονή με τον Μεσαίωνα, που με τη σειρά του είχε εμμονή με θεολογικά ζητήματα. Αλλά, όπως έχει πει ο ίδιος ο Εκο, όλα τα σημαντικά ερωτήματα που θέτει η τέχνη είναι θεολογικής φύσεως.