Ευτυχώς που για μια ακόμη φορά –σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια σε πλείστους όσους εκδοτικούς οίκους –το οπισθόφυλλο της συλλογής διηγημάτων «Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει» αδικεί κατάφωρα το βιβλίο. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη γενικόλογη παρατήρηση ότι πρόκειται για «μια συλλογή διηγημάτων πάνω στην ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την αδυναμία μιας γενιάς να διαχειριστεί τη φθορά» κ.λπ. κ.λπ. και σε μια καίρια πρωτοτυπία του βιβλίου –που δεν είναι η μόνη –να συνειδητοποιείς, αφού το έχεις διαβάσει, ότι, αν και βιβλίο αφηγηματικό, το περίτεχνο σμίλευμα της αφήγησης έχει πραγματοποιηθεί με όρους που θα ταίριαζαν περισσότερο σε ένα βιβλίο δοκιμιακό, στοχασμού.

Ο διαλογισμός δηλαδή πάνω στα ανθρώπινα είτε πρόκειται για την παρομοίωση «έτρεχε πίσω από την σκέψη της σαν τον πελαγωμένο γονιό πίσω απ’ το πιτσιρίκι του που πρωτογεύεται την απόλαυση της όρθιας μετακίνησης», που θα χρειαζόταν όμως ένα πολύ πιο συναρπαστικό λογοτεχνικό υπόβαθρο για να ευδοκιμήσει πλήρως, είτε για τη σκέψη «ο φόβος του χρόνου, της ροής ή του τέλους του, ο φόβος του άχρονου, είχε συρρικνωθεί σε μια αδιόρατη κουκκίδα, μακριά στον ορίζοντα», ο διαλογισμός λοιπόν έχει το προσόν να κάνει τον αναπαριστάμενο ήρωα-χαρακτήρα ακόμη πιο ανάγλυφο, σάμπως την περιπέτειά του να την οικειωνόμαστε αποκλειστικώς χάρη σε γεγονότα. Οσο και αν ποικίλλουν τα πρόσωπα στα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει», όλα τους με όνομα, ταυτότητα, χαρακτηριστικά τόσο ευδιάκριτα ώστε ακόμη και μια στοιχειώδης μνεία τους να αποκαλύπτει έναν παλλόμενο εσωτερικό κόσμο, που η περίκλειστη υφή του γίνεται εμφανέστερη χάρη στη συμπλοκή της με αντίστοιχους περίκλειστους ψυχισμούς, ο ήρωάς τους δεν παύει να παραμένει ένας και μοναδικός. Είναι ο ίδιος ο αφηγητής καθώς την αδιαπραγμάτευτη ενότητα που δίνει στα επιμέρους πρόσωπα το εύρος και την ποικιλία τους μόνο η δική του οργανωμένη προσωπική ματιά μπορεί να την εξασφαλίσει. Και στον Σπύρο Γιανναρά η ματιά –μακριά τού να θεωρηθεί λοξή –φαίνεται προικισμένη με τρία ταυτόχρονα πρωτογενή στοιχεία.

Ισοϋψή επίπεδα

Πρώτον, σε όλα σχεδόν τα διηγήματα το κέντρο βάρους μοιράζεται σε δύο ισοϋψή αλλά διαφορετικά μεταξύ τους επίπεδα, χωρίς την αίσθηση ότι αλλάζεις χώρο, κλίμα και ατμόσφαιρα ενώ μετακινείσαι διαρκώς. Οπως στο «Ερως επιούσιος», ενώ η διαγραφόμενη φθορά –χωρίς να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις και προβλεπόμενη –της ερωτικής σχέσης φαίνεται να συνιστά το κύριο θέμα του διηγήματος, συνειδητοποιείς άξαφνα την περιγραφή του περιβάλλοντος χώρου, ακόμα και της ταβέρνας και του φαγητού, ως έναν δεύτερο άξονα που, αν και υφίσταται αυτοτελώς, έχει σε χρόνο ανύποπτο βάλει τη λέξη «τέλος» σε μια σχέση που προοικονομούνταν ως κάτι μοναδικό. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ακόμη και το καπάκι ενός μπικ να αποκτά τεράστια σημασία σε σχέση με τα απείρως πιο σημαντικά συμφραζόμενα.

Με κορύφωση του στοιχείου αυτού του μοιράσματος σε δύο διαφορετικά επίπεδα το διήγημα «Υποψήφια για αποχώρηση», όπου η αποχώρηση από τη ζωή λόγω ενός ενδεχόμενου καρκίνου να μην ακούγεται για την ίδια την ηρωίδα περισσότερο δραματική απ’ ό,τι η αποχώρηση από τη δουλειά της –λόγω απολύσεως. Στην πραγματικότητα με το να αντιμετωπίζονται και οι δύο αποχωρήσεις σαν μια παγίδα που της έχει στηθεί, αλλά που η κυρία Αρμένη (μαθαίνουμε το όνομά της στις δύο τελευταίες αράδες του διηγήματος) τη μεταβάλλει σε ένα όριο που, αν το διαβεί, θα έχει γνωρίσει τον εαυτό της τόσο καλά ώστε η αποχώρηση από τη ζωή και τη δουλειά να έχουν αποκτήσει μια υπόσταση τελείως διαφορετική από αυτή που φανταζόταν.

Ονόματα δημιουργών

Δεύτερο στη σειρά των πρωτογενών στοιχείων με τα οποία πιστώνεται η διηγηματογραφία του Σπύρου Γιανναρά θα ενέτασσε κανείς τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται μέσα στην αφηγηματική εξέλιξη ονόματα ποιητών, φιλοσόφων ή συγγραφέων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τον Αλέξανδρο Μπάρα, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν ή τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Οσο κι αν η παράθεση ονομάτων ή αποσπασμάτων από ποικίλους δημιουργούς με τη μορφή του μότο στα διηγήματα της συλλογής θα έπρεπε να μας έχει προϊδεάσει για κάτι ανάλογο, είναι γεγονός –αν δεν μας απατά η μνήμη –πως για πρώτη φορά ζέουσα λογοτεχνική ύλη ανασαίνει τόσο φυσιολογικά μέσα σε κείμενα, έτσι όπως την προϋποθέτουν ως αναβαθμό της εσωτερικής τους ανέλιξης. Να μεταβάλλεται δηλαδή η λογοτεχνία σε τόσο αναγκαία προϋπόθεση για να γραφεί ένα διήγημα όσο και η έμπνευση. Σάμπως μαζί με τους διαμορφωμένους ήρωες των διηγημάτων, η λογοτεχνία αυτοπροσώπως να ζητάει την εξόφληση των λογαριασμών που έχουν ανοιχτεί μαζί της καθώς παραμένει η ίδια πάντα μια ακένωτη πηγή για έναν ανανεωμένο σχεδιασμό μορφών και καταστάσεων.

Με τρίτο στη σειρά πρωτογενές στοιχείο στη διηγηματογραφία του Σπύρου Γιανναρά το να πιστοποιείται η αλήθεια και η ειλικρίνεια όσων διαδραματίζονται μέσα σ’ έναν αβυθομέτρητο ψυχισμό χάρη στην προσέλκυση του βλέμματος από κάτι ασήμαντο, όπως είναι η θέα μιας άδειας καρέκλας.

Σπύρος Γιανναράς

Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει

Εκδ. Αγρα

Σελ. 176

Τιμή:14,50 ευρώ