Από στήλες εφημερίδων και περιοδικών, από άμβωνες και πανεπιστημιακούς θώκους σε παρασυναγωγές και σε δημόσιες επιδείξεις αφειδούς μισαλλοδοξίας και παραληρηματικού φθόνου τον είπαν βλάσφημο και ανήθικο, άθεο, διαφθορέα της νεολαίας και «κόκκινο φίδι». Στο πρόσωπο του Νίκου Καζαντζάκη απαγγελλόταν ετεροχρονισμένα ένα κατηγορητήριο παρόμοιο με εκείνο που χάλκευσε πριν από πολλούς αιώνες η Αθήνα για τον Σωκράτη. Ο συγγραφέας της «Ασκητικής», η «αφρικανική καρδιά με το ευρωπαϊκό μυαλό και το κρητικό βλέμμα», άοκνος Οδυσσέας στις θάλασσες της γραφής, αναμφισβήτητης καθαρότητας ανθρωπιστής και ένα από τα ειλικρινέστερα παιδιά του αιώνα του κατά τον Βρεττάκο, διεκδίκησε επί πολλά χρόνια (1947-1957) το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Κάθε φορά όμως, και ενώ η Ευρώπη και όλος ο κόσμος χαιρέτιζαν το πολυσχιδές έργο του με θαυμασμό, η ελπίδα ναυαγούσε. Και μαζί με αυτήν ναυαγούσε και η προσδοκία να ωφεληθεί η μετεμφυλιακή Ελλάδα από μια παγκόσμια διάκριση με ισχυρή σημειολογία για τα δύσκολα εκείνα χρόνια των ανοιχτών πληγών. Οταν το 1956 έφθασε πολύ κοντά στην κατάκτηση του Νομπέλ, για δύο ψήφους δεν το πήρε χάνοντάς το από τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Για δύο, επίσης, ψήφους δεν είχε γίνει δεκτός στην Ακαδημία Αθηνών. Οταν την ίδια χρονιά το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης τού απένεμε το βραβείο ειρήνης, ηχηρή ήταν η απουσία του επίσημου ελληνικού κράτους το οποίο εξακολουθούσε να θεωρεί δημόσιο κίνδυνο έναν οικουμενικό συγγραφέα που το πολύπλευρο έργο του ισοδυναμούσε με αυτό που είπε ο Αραγκόν για την ποίηση του Ρίτσου: βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας.

Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, με επίκεντρο την περίοδο 1946-1957, είναι ένας συνθετικός πίνακας που εικονογραφεί με αδρές πινελιές το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πανόραμα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Διαβάζεται τόσο ως ιστορική ανάγνωση μιας εποχής όσο και ως έκθεση έρευνας αναφορικά με τις θεσμικές και εξωθεσμικές, επίσημες και παρακρατικές συνιστώσες του πολιτικού, (παρ)εκκλησιαστικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου που συνασπίστηκαν για να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα να απονεμηθεί το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Στον αμύητο αναγνώστη προσφέρεται η ευκαιρία μιας εκ του σύνεγγυς γνωριμίας με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιόδου από την Απελευθέρωση έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η οποία ανασυντίθεται μέσα από καταγεγραμμένες προσωπικές μαρτυρίες, τον Τύπο της εποχής, επίσημα έγγραφα όπως οδηγίες προς προξενικές Αρχές, επιστολές, αλλά και από τη συνθετική αξιοποίηση της άφθονης σχετικής βιβλιογραφίας. Ο μυημένος αναγνώστης συμπληρώνει την εικόνα των ανορθόδοξων μεθοδεύσεων με τις θλιβερές λεπτομέρειες ενός παρασκηνίου στο οποίο ενεπλάκησαν άνθρωποι της ελληνικής πνευματικής και δημόσιας ζωής με τρόπο που τους απογυμνώνει από κάθε ψιχίο ηθικής υπόστασης. Ο ενοχικός ρόλος της Ακαδημίας Αθηνών εκπροσωπείται κυρίαρχα στις υποχθόνιες ενέργειες του συστηματικού πολέμιου του Καζαντζάκη, του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά, ο οποίος ταξίδεψε το 1951 στη Σουηδία με μοναδικό σκοπό να πείσει τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας να μη βραβεύσουν τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά».

Η έρευνα του Αρκουδέα όχι μόνο αισθητοποιεί το περιρρέον κλίμα εχθρότητας που βιώνει ο Καζαντζάκης, αλλά εγγράφει την περιπέτεια της υποψηφιότητάς του σε μια ευρύτερη οπτική συγκριτικής συνεξέτασης με ομόλογες περιπτώσεις από τη διεθνή εμπειρία. Ετσι, δεν λείπει η αιχμηρή κριτική πάνω στα αμφίβολης αξιοπιστίας κριτήρια απονομής του Νομπέλ Λογοτεχνίας διεθνώς. Ο προβληματισμός του συγγραφέα εκκινεί από βάσιμες υπόνοιες για τον ρόλο εξωγενών παραγόντων όπως ο πολιτικός υπολογισμός, οι διεθνείς συμψηφισμοί, οι συσχετισμοί δυνάμεων, το κλίμα της εποχής, το ζήτημα των κατά περίπτωση ερμηνειών, οι κάθε λογής σκοπιμότητες. Το ερώτημα ορθώνεται αμείλικτο: Απονέμεται πάντα το βραβείο στους πιο άξιους; Ο Προυστ, ο Τσέχοφ, ο Κάφκα, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ναμπόκοφ, ο Μπόρχες δεν κρίθηκαν άξιοι του Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το 1901 δεν το πήραν ούτε ο Ζολά ούτε ο Τολστόι αλλά ο παγκοσμίως άγνωστος συνυποψήφιός τους Σιλί Προυντόμ, «η ποίηση του οποίου είναι τόσο ανυπόφορη, που θα την προσπερνούσαν ευχαρίστως οι μαθητές των γυμνασίων της Γαλλίας, αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να ασχοληθούν μαζί του επειδή ήταν ο πρώτος νομπελίστας» (σ. 21).

Ανατομία ενός πνευματικού εγκλήματος

Το πολυσέλιδο εγχείρημα του Αρκουδέα, ενώ από τον τίτλο ακόμα προοιωνίζεται την «ανατομία ενός πνευματικού εγκλήματος», δεν περιορίζεται στην υπόθεση του χαμένου Νομπέλ αλλά με άξονα αυτό συνιστά μια διεξοδική εν πολλοίς εργοβιογραφία του Καζαντζάκη, φωτίζοντας συνολικά την πνευματική και υπαρξιακή οδύσσεια του συγγραφέα μέσα από τα ίδια τα κείμενά του. Παρακολουθούμε την εξελικτική διαμόρφωση και το πέρασμά του από διάφορα ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά και κοινωνικά ρεύματα του καιρού του, τις ενίοτε αντιφατικές όψεις της φυσιογνωμίας του, την καθημερινότητά του, τις σχέσεις του με τις γυναίκες που τον σημάδεψαν, τη γνωριμία με έργα που τον επηρέασαν, την πνευματική σοδειά που συνέλεξε από τα ταξίδια του, το μοιραίο ταξίδι στην Κίνα. Κάποιες στιγμές παρεκβαίνει σε γνωστές πληροφορίες γραμματολογικού τύπου που ίσως δεν υπηρετούν ορατά, άμεσα και δραστικά τον κεντρικό στόχο του εγχειρήματος. Οι διεξοδικές αναφορές στο έργο υποψηφίων ή νικητών του Νομπέλ Λογοτεχνίας επιφέρουν μιαν αίσθηση ελευθερίας της γραφής που τείνει προς τη χαλαρή σύνθεση. Ωστόσο, οι ομόκεντροι κύκλοι των επάλληλων διηγήσεων ενεργοποιούνται και από φυγόκεντροι συγκλίνουν στο απόσταγμα: εναντίον του Καζαντζάκη κινητοποιήθηκε το σύμπαν. Πρέπει κάποια στιγμή το ανάθεμα να αρθεί, καθώς η «αμαρτία» του δεν ήταν άλλη από το να κάνει τους ανθρώπους να αμφιβάλλουν για τις ετοιμοπαράδοτες και κατεστημένες βεβαιότητες. Το πολυμεταφρασμένο έργο του συνεχίζει να εμπνέει, να συνομιλεί επικαιρικά με την εποχή μας, να γίνεται αντικείμενο μελέτης και να απολαμβάνει την παγκόσμια αποδοχή. Διάσημες ρήσεις του πλημμυρίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την καθημερινότητα. Ο ίδιος, όταν υφαινόταν γύρω του ο ιστός εκείνων που γύρευαν να τον υποσκάψουν, είχε πει: «Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής στις πνευματικές αδικίες που γίνονται, θα ‘κανα αγωγή για να μη χαθεί το δίκιο. Μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν. Δικαζόμαστε, λοιπόν, ενώπιον του καιρού». Ο χρόνος τον δίκασε, τον δικαίωσε και το ρηθέν επληρώθη.

Είπαν για τον συγγραφέα:

«Κόκκινο φίδι»

«Η συντέλεια των αιώνων έφτασε. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς, από τις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνην ποιον, τον υβριστή της Εκκλησίας μας. Φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία…».

Ο μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης στο περιοδικό «Σπίθα» την ημέρα της κηδείας του συγγραφέα

«Το τι είπε ο Μελάς στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στον Σουηδό βασιλέα το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα, και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί το πρόσωπό μου».

Από γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη

«Ολα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβεστάτου και αντεθνικού περιεχομένου με τα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και “Ο τελευταίος πειρασμός”».

Η Εκκλησία της Ελλάδας σε επίσημη ανακοίνωση

«Είμαι υποχρεωμένος να διαμαρτυρηθώ ως Κρητικός αφενός και ως Ελλην ορθόδοξος αφετέρου, διότι το Κράτος και η Εκκλησία επιτρέπουν ατιμωρητί την κυκλοφορίαν του εθνικοθρησκευτικού αυτού αίσχους».

Ο Σπύρος Μελάς στην εφημερίδα «Εστία» στις 22/1/1954

«Κόκκινο φίδι»

Αλέξανδρος Παπάγος

«Δεν ξεχνώ πως την ημέρα που στεναχωριόμουν που λάμβανα μια διάκριση που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, πήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο τηλεγράφημα απ’ όλα»

Ο Αλμπέρ Καμί σε γράμμα του το 1957 στην Ελένη Καζαντζάκη, με αφορμή το Νομπέλ που κέρδισε το 1957 από τον Καζαντζάκη

Κώστας Αρκουδέας

Το χαμένο Νομπέλ

Μια αληθινή ιστορία

Εκδ. Καστανιώτη, 2015, Σελ. 576

Τιμή: 19 ευρώ