Επραξε άγια ο ποιητής Σωτήρης Τριβιζάς να επαναφέρει από τη χώρα των ίσκιων με την ανθολογία του «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου» εννιά ποιητές που είναι αμφίβολο όχι μόνο αν διαβάζονται, αλλά αν έστω κάτι αμυδρό θυμίζουν τα ονόματά τους: Γιάννης Αηδονόπουλος, Πέτρος Α. Δήμας, Μίνως Μ. Ζώτος, Γιώργος Καρατζάς, Γιώργος Κοτζιούλας, Γ.Μ. Μυλωνογιάννης, Φώτος Πασχαλινός, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, Γιάννης Χονδρογιάννης. Η επανένταξή τους ακόμη και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μέσα στα ποιητικά συμβάντα του καιρού μας –λόγω της ανθολογίας –δεν είναι θέμα κυρίως ποιητικό, φιλολογικό ή αισθηματικό. Αποκαθιστά πρωτίστως μια τάξη δικαίου, γι’ αυτό και είναι κυρίως θέμα ηθικό. Οσο κι αν η τέχνη αντιστρατεύεται γενικότερα την έννοια της ηθικής, αφού αυτή ακόμη και στην πιο ευρεία της εκδοχή εξυπονοεί κάποιες παρωπίδες, ενώ η τέχνη σημαίνει πλήρη ελευθερία, κατά έναν παράξενο τρόπο σε βάθος χρόνου αναγνωρίζουμε πως χρειάζεται η μια την άλλη προκειμένου απλά να υπάρξουν. Οσο βάθος χρόνου μπορεί να λογαριαστούν η πρώτη και η δεύτερη δεκαετία του περασμένου αιώνα μέσα στις οποίες είναι γεννημένοι οι εννέα ελάσσονες ποιητές της ανθολογίας. Ή όσο βάθος χρόνου θα θεωρούσε κανείς τα ενενήντα, ογδόντα ή εβδομήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την έκδοση του πρώτου ποιητικού τους βιβλίου, που συχνά υπήρξε και το μοναδικό (Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου – «Νύχτες αγρύπνιας», Γιάννης Αηδονόπουλος – «Ειδύλλια», Γιώργος Καρατζάς – «Εσπερινά», Φώτος Πασχαλινός – «Επαρχιακά»).

Οπως δεν είναι αμελητέο «στατιστικό στοιχείο», ο Θεός να μας συγχωρήσει, το γεγονός ότι οι δύο από τους εννέα ποιητές (Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου και Μίνως Ζώτος) πέθαναν από φυματίωση σε ηλικία ακριβώς 27 χρονών και οι δύο. Χωρίς να είναι βέβαιος κανείς ότι δεν ήταν η φυματίωση που προκάλεσε τον θάνατο του Γιάννη Αηδονόπουλου, έστω κι αν θεωρήθηκαν υπεύθυνες «οι συνθήκες της απόλυτης φτώχειας μέσα στις οποίες έζησε», όπως σημειώνεται στο βιογραφικό του.

Δικαιολογημένα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν καταχωρίζουμε στους ποιητές που «θέρισε» η φυματίωση τον συμπεριλαμβανόμενο στους εννέα ποιητές της ανθολογίας Γιώργο Κοτζιούλα, αφού ως γνωστόν είχε νοσηλευτεί στα σανατόρια της Πάρνηθας και της Πεντέλης. Ισως επειδή ο δημιουργός του πολύ γνωστού ποιήματος «Ενας ποιητής βλέπει Σαρλώ» αντί για τα 27, σε σχέση με τους δύο άλλους ποιητές, πέθανε στα 47 του χρόνια, το 1956 (μια εικοσαετία όσον αφορά την ποιητική δημιουργία είναι τεράστιος χρόνος). Ή ίσως επειδή θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς ως το «αστέρι» της συνομοταξίας των ελάσσονων ποιητών (το πιστοποιεί η εντελώς πρόσφατη έκδοση μιας συγκλονιστικής βιογραφίας του πεντακοσίων σελίδων, με τον τίτλο «Ποίηση και πολιτική», που έχει γράψει η Αθηνά Βογιατζόγλου). Ενώ μια σχετική ανεκδοτολογία που έχει φτάσει ώς τις μέρες μας (αν και πρόκειται για πραγματικό γεγονός που έχει αποθησαυρίσει η ακοή μας) θέλει την πολύ γνωστή ποιήτρια Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη να παρακαλεί τον φίλο της Κώστα Κοτζιά να προσλάβει στον δήμο τον Γιώργο Κοτζιούλα λέγοντάς του: «Αλίμονο αν εσύ, ένας τόσος δα Κοτζιάς, δεν μπορείς να βοηθήσεις έναν τόσο δα Κοτζιούλα». Τι θαύμα, αλήθεια, κι αυτό! Ενας δήμαρχος, που μια ολόκληρη πόλη τον χρειαζόταν για να της λύσει τα προβλήματα, να μνημονεύεται σήμερα χάρη σε έναν ταπεινό ποιητή που σίγουρα κανείς δεν θα είχε την ανάγκη του, ενώ ο ίδιος ο δήμαρχος δεν αποκλείεται να τον έβλεπε ως βάρος.

Αν η φυματίωση λοιπόν χρεώνεται τον θάνατο τριών ποιητών που περιλαμβάνονται στην ανθολογία, στον ίδιο βαθμό θα κατηγορούσε κανείς τα ναρκωτικά, αφού στείλανε στον τάφο, σε ηλικία 45 χρονών, τον Γ.Μ. Μυλωνογιάννη και σε ηλικία 37 χρονών τον Γιώργο Καρατζά, φίλο και μαθητή του Τέλλου Αγρα, όσο κι αν για τον δεύτερο, με καταγραμμένη ως αιτία θανάτου τις «καταχρήσεις», εμείς οφείλουμε να τις μεταφράσουμε σε «ναρκωτικά». Δεν είναι όμως μόνο η σύμπτωση, αν πρόκειται για σύμπτωση, του ενός βιβλίου, της φυματίωσης και των ναρκωτικών, αλλά κυρίως το ότι έχουν γεννηθεί όλοι τους με μια απόκλιση δεκατεσσάρων χρόνων (Γιάννης Χονδρογιάννης 1903 – Πέτρος Α. Δήμας 1917) που φέρει τους εννέα ποιητές να πορεύονται κάτω από το ίδιο αστέρι ή να μοιάζει σαν το τέλος τους να έχει προδιαγραφεί.

Αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι δυο ανάμεσά τους, ο μεν Μίνως Ζώτος ερωτεύτηκε τη Μαρία Πολυδούρη, χωρίς όμως η ίδια να ανταποκριθεί στον έρωτα αυτόν, ενώ ο Γιάννης Χονδρογιάννης συνδέθηκε για ένα έστω σύντομο χρονικό διάστημα μαζί της ερωτικά, έγραψε μάλιστα γι’ αυτήν ένα ολόκληρο βιβλίο με τον τίτλο «Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη».

Οσο συγκλονιστικές όμως κι αν είναι οι συμπτώσεις και όσο δραματικά τα περιστατικά που, ρητά ή υπόρρητα, στοιχειώνουν ή κάνουν να εφάπτονται οι ζωές των εννέα ποιητών, τον τελικό λόγο τον έχει η ίδια η ποίηση. Αυτή είναι που αναδεικνύει τις συγγένειες ή αποφαίνεται για το αν μπορείς να γνωρίσεις μια εποχή στην αισθηματική, κατά κύριο λόγο, ταυτότητά της που γίνεται ένας βαθύς και γοητευτικά απροσπέλαστος ορίζοντας. Αν η ποίηση βέβαια υπήρξε κάτι περισσότερο από την έκφραση μιας οιμωγής και ενός πόνου –σεβαστά πάντα αλλά που από μόνα τους δεν αρκούν. Και στα 84 ποιήματα της ανθολογίας «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου», που τα μοιράζονται σχετικώς ισόποσα οι εννέα ανθολογούμενοι ποιητές, παρά την περιορισμένη θεματική τους εμβέλεια, αισθάνεσαι να κυοφορείται ένα μικρό σύμπαν με κύριους άξονες την αγάπη, τον έρωτα και την ίδια την ποίηση, σάμπως η τόση δύσκολη για όλους τους εποχή να μην είχε άλλη καταφυγή παρά τη διάψευση ή τη νοσταλγία. Ή ένα αίσθημα επερχόμενης φθοράς, καθώς με το «Φθινόπωρο» ο Γιάννης Χονδρογιάννης, το «Φθινοπωριάζει…» ο Φώτος Πασχαλινός και το «Φθινοπωρινό» ο Πέτρος Α. Δήμας μοιάζει να προοιωνίζονται τη βαρυχειμωνιά του θανάτου, ενώ προσπαθούν να την προλάβουν ή να την ξορκίσουν. Κι αν την ατμόσφαιρα αυτή θα τη θεωρούσες σύμφωνη με την ποιητική ιδεολογία και αισθητική του Χονδρογιάννη και του Δήμα, πώς να την αναγνωρίσεις ως το αποκλειστικό αίτημα του Φώτου Πασχαλινού, που η ζωή του τον προόριζε για έναν λυρικό αλλά και στρατευμένο ποιητή, συνδυασμός που στις μεγάλες του ώρες δημιουργεί φαινόμενα όπως αυτά του Γιάννη Ρίτσου και του Πάμπλο Νερούδα.

Φώτος Πασχαλινός

«Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά»

Τελικά η λήθη δεν σκεπάζει μόνο τους ανθρώπους αλλά και τους ήρωες των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων, αφού μόνο με τον τρόπο αυτόν θα δικαιολογούνταν να αντικρίσει κανείς σήμερα τον Φώτο Πασχαλινό. Φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα, που είχε γεννηθεί στον Πύργο της Ηλείας και είχε σπουδάσει Νομικά στην Αθήνα χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του (όπως έχει συμβεί με μια πλειάδα πολύ γνωστών ποιητών), σε ηλικία 30 μόνο χρονών θα συλληφθεί στην Κατοχή από τους Γερμανούς και θα εκτελεστεί στην Πάτρα τον Δεκέμβριο του 1943. Μέλος του ΚΚΕ και στέλεχος του ΕΑΜ, την κομματική του ταυτότητα θα ήταν αδύνατον να τη συμπεράνει κανείς από την ποίησή του, εκτός κι αν οι λέξεις «αργάτης» και «σπιτικό ψωμί» θα θεωρούνταν ως σήμα κατατεθέν ενός κομμουνιστή ποιητή, που όμως οι στίχοι «Σαν πεταλούδα εδώ σιμά μου / νιώθω τον ύπνο να μιλεί / στα κουρασμένα βλέφαρά μου…» φαίνεται να συνοψίζουν εναργέστερα την ποιητική του.

Ο,τι όμως παραλείπει να διασώσει η μνήμη των ανθρώπων αναλαμβάνει να το στεριώσει στη θέση του η ποίηση. Ο Φώτος Πασχαλινός είναι ο «Φίλιππος» του Τάκη Σινόπουλου που, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, έχει σφραγίσει αποφασιστικά το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του. («Δεν θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πείσμωνε. / Οι σκοτεινές μέρες του ‘φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα. / Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά».)

Τι σημασία έχει αν μέσα στον χρόνο δεν θα μπορεί κανείς να ταυτίσει τον Φίλιππο με τη μορφή του Φώτου Πασχαλινού ή με ένα έστω ποίημά του; Μήπως το ποίημα «Η μπαλλάντα των φθισικών» της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, που είναι αφιερωμένο σε όσους ζούσαν σε ένα σανατόριο στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ή το ποίημα «Τάφος» του Μίνου Ζώτου, που είναι αφιερωμένο «στους κατάκοιτους φυματικούς του κόσμου», επαναφέρουν μπροστά μας τη μορφή ενός έστω φυματικού τις ώρες της αγρύπνιας του και της αγωνίας του; Να ‘ναι άραγε αυτή η διαφορά της ζωής από την ποίηση; Ενώ δηλαδή η πρώτη ανελέητα αφανίζει τα πάντα, η δεύτερη κατορθώνει να μεταβάλλει το καθετί σε λαμπερό ακόμη κι όταν έχει γίνει αφανές.