Ο Ζαν Ζενέ δεν ήταν «καλό παιδί». Ηταν όμως «καλός μαθητής». Ετσι λένε οι βιογράφοι του. Προηγουμένως έχουν προλάβει να δώσουν και άλλη μια βασική γαργαλιστική πληροφορία: ήταν γιος μιας πόρνης και ενός εργάτη. Διαβάζοντάς τον όμως –γνωρίζοντας, φυσικά, κατ’ ανάγκην και το υπόλοιπο μυθιστορηματικό βιογραφικό του –ανακαλύπτεις τόσο πολλές εκδοχές του ανθρώπου αυτού, τόσο πολλές εκδοχές των εννοιών του καλού και του κακού πάνω του, ακόμη και της έννοιας «παιδιού», που η ενασχόληση με το έργο του μοιάζει με άσκηση σχετικοποίησης κάθε μορφής αλήθειας.

Αυτό, σίγουρα, θα ήθελε και ο ίδιος. Αφού καταστατική του αρχή ήταν η αμφισβήτηση του κόσμου στον οποίο γεννήθηκε, η εναντίωσή του στην τρέχουσα ηθική της εποχής του, η αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της δικαιοσύνης και του αξιακού συστήματος απονομής της. «Κανείς δεν διανοήθηκε ότι ανέκαθεν στις φυλακές ανηλίκων, στις γαλλικές φυλακές, βασανιστές βασανίζουν παιδιά και άνδρες. Δεν έχει σημασία να ξέρει κανείς αν οι μεν είναι αθώοι και οι δε ένοχοι στα μάτια μιας δικαιοσύνης που υπερβαίνει ή δεν υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα», γράφει τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να προσθέσει τη φοβερή φράση: «Στα μάτια των Γερμανών, οι Γάλλοι ήταν ένοχοι».

Ο Ζενέ ήξερε λοιπόν από φυλακές ανηλίκων. Την πρώτη του κλοπή την έκανε δέκα ετών, ενώ ταυτόχρονα είχε πράγματι καλές σχολικές επιδόσεις. Τον μεγάλωνε ένα ζευγάρι χωρικών αφού οι φυσικοί του γονείς τον είχαν εγκαταλείψει μωρό. Στα δεκαπέντε του μπαινόβγαινε στις φυλακές ανηλίκων, είχε ανακαλύψει την ομοφυλόφιλη ταυτότητά του, ενώ έκανε φυλακή και αργότερα –κάπου επτά χρόνια συνολικά, πριν τον πάρουν υπό την προστασία τους, εντυπωσιασμένοι από το ταλέντο του, ο Ζαν Κοκτό πρώτα και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έπειτα.

Ο Καβγατζής

και ο Ρέμπραντ

Στην Ελλάδα είναι πολύ γνωστά κάποια βασικά πεζά του κείμενα: «Η Παναγία των λουλουδιών» (1943), το πρώτο ίσως μυθιστόρημα με ήρωα τραβεστί, «Ο καβγατζής της Βρέστης» (1947) που εκτυλίσσεται σε ένα πορνείο της πόλης αυτής με ήρωες δολοφόνους και παρανόμους, «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη» (1949), αυτοβιογραφικό κείμενο και βέβαια τα θεατρικά του «Οι δούλες», «Το μπαλκόνι», «Οι νέγροι», «Ο σκοινοβάτης». Δεν έχουν όμως μεταφραστεί όλα, κυρίως το αμφιλεγόμενο «Pompes funèbres» –στο οποίο δείχνει να τρέφει θαυμασμό για τους Ναζί, μάλλον όμως από την πλευρά της σεξουαλικότητας της δύναμης και της έλξης που του ασκεί το απόλυτο κακό –και διάφορα μικρότερα κείμενά του. Τρία από αυτά κυκλοφόρησαν μόλις από την Αγρα σε δύο τομίδια. Το πρώτο έχει τον τίτλο «Το παιδί εγκληματίας» και είναι κείμενο που είχε γραφτεί για να διαβαστεί στο γαλλικό ραδιόφωνο από τον ίδιο τον Ζενέ, αλλά απαγορεύτηκε εν τέλει η παρουσίασή του, ενώ το δεύτερο τομίδιο περιλαμβάνει δύο κείμενα: το πρώτο λέγεται «Ο,τι απέμεινε από έναν Ρέμπραντ που σχίστηκε σε μικρά πολύ κανονικά τετραγωνάκια και πετάχτηκε στο αποχωρητήριο» και ο απίστευτος αυτός τίτλος είναι κυριολεκτικός. Ο Ζενέ έσκισε κομματάκια, μετά την αυτοκτονία του συντρόφου του, το 1964, ένα κείμενο που έγραφε για τον Ρέμπραντ, μέρος του οποίου σώθηκε επειδή είχε δοθεί και σε έναν μεταφραστή. Το σωζόμενο κείμενο, μια ωραία προσωπική ματιά πάνω στον ολλανδό ζωγράφο, αντιπαραβάλλεται σε διπλανή κολόνα με ένα κείμενο του Ζενέ για τον κοινό πυρήνα όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως περιβλήματος. Και τα δύο κείμενα διαλέγονται μεταξύ τους.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου υπάρχει το κείμενο «Η παράξενη λέξη…» με διάσπαρτες σκέψεις του Ζενέ, διαφορετικής θεματικής και μεγέθους. Λέει, π.χ., για το θέατρό του: «Ας καταλάβουμε ότι οι λέξεις οι λίγο καυτές δεν είναι ούτε κόπρος, ούτε απόβλητα. Θα επεσήμαινα εξάλλου ότι οι λέξεις αυτές και οι καταστάσεις που ανακαλούν είναι στο θέατρό μου τόσο πολυάριθμες γιατί στα περισσότερα έργα τις έχουν «ξεχάσει»: λέξεις και καταστάσεις που θεωρούνται χοντρές συνωστίσθηκαν, κατέφυγαν σε μένα, στα έργα μου, όπου βρήκαν άσυλο. Αν το θέατρό μου βρωμάει, είναι επειδή το άλλο ευωδιάζει».

Παρακαταθήκη

«Τίποτα δεν μπορεί

να υπερβεί τη σαγήνη των εκτός νόμου»

Στο «Παιδί εγκληματίας», που τρόμαξε τον διευθυντή της γαλλικής ραδιοφωνίας, ο Ζενέ ήταν αποφασισμένος να σκανδαλίσει τους ακροατές. Να αντιστρέψει την έννοια της ενοχής δηλώνοντας απερίφραστα ότι αυτός ήταν με το μέρος των μικρών κακοποιών. «Οσο για μένα», λέει, «έχω κάνει την επιλογή μου: θα είμαι με την πλευρά του εγκλήματος. Και θα βοηθάω τα παιδιά όχι να επιστρέψουν στα σπίτια, στα εργοστάσια, στα σχολεία σας, στους νόμους και στα ιερά και στα όσια τα δικά σας, αλλά να τα παραβιάζουν». Υμνεί τη δράση των αλητάκων, λέγοντας: «Τους ζητώ να μην κοκκινίσουν ποτέ για ό,τι έκαναν, να διατηρήσουν ακέραια μέσα τους την επαναστατικότητα που τους προσδίδει τέτοια ομορφιά. Δεν υπάρχει, ελπίζω, φάρμακο κατά του ηρωισμού». Επανέρχεται όμως αργότερα στο θέμα του ηρωισμού βρίσκοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να βάλει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη δική του και στην πιο «επίσημη» λογοτεχνία. Λέει ότι «η δική σας λογοτεχνία, οι δικές σας καλές τέχνες, η ψυχαγωγία σας εκθειάζουν το έγκλημα. Ανεχθείτε λοιπόν το ότι εμείς με τη σειρά μας περιφρονούμε τους ποιητές και τους καλλιτέχνες σας». Εννοεί με αυτό ότι η συμβατική τέχνη αποθεώνει το έγκλημα καθώς το αναπαριστά, μόνο όμως για να ψυχαγωγήσει από απόσταση και να επιβεβαιώσει την ασφάλεια και τη θεωρητική ανωτερότητα του αναγνώστη – θεατή. «Συνεπώς αντέχετε τον ηρωισμό μονάχα όταν έχει εξημερωθεί» λέει. «Αγνοείτε το πραγματικό πρόσωπο του ηρωισμού με σάρκα και οστά, κι ότι υποφέρει για τα ίδια καθημερινά πράγματα που υποφέρετε κι εσείς. Περνάτε ξυστά από το αληθινό μεγαλείο».

Ο Ζενέ ξέρει βέβαια ότι μιλάει «στο κενό και στο σκοτάδι», θέλει όμως, όπως λέει, να βρίσει τους υβριστές. Κυρίως όμως θέλει – και αυτό αφήνει ως παρακαταθήκη στο βιβλίο αυτό, ίσως όμως και γενικότερα στο έργο του – να υπονομεύσει την καθεστηκυία τάξη κάθε εποχής, μέσα από την ελευθερία της τέχνης. «Τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί τη σαγήνη των εκτός νόμου» λέει. «Γιατί η εγκληματική πράξη έχει μεγαλύτερη σημασία από κάθε άλλη πράξη καθώς είναι το μέσο με το οποίο ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με μια τόσο μεγάλη ηθική και φυσική δύναμη».

Εδώ, όπως είχε πει και ο Σαρτρ με αφορμή το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη», «δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία αλλά για ιερή κοσμογονία».

Jean Genet

Το παιδί εγκληματίας

Μτφ. Σπύρος Γιανναράς

Εκδ. Άγρα, 2015, Σελ. 64

Τιμή: 8,50 ευρώ

Jean Genet

n Ό,τι απέμεινε από έναν Ρέμπραντ που σχίστηκε σε μικρά πολύ κανονικά τετραγωνάκια και πετάχτηκε στο

αποχωρητήριο

n Η παράξενη λέξη…

Μτφ. Βίκτωρ Αρδίττης

Εκδ. Άγρα, 2015,

Σελ. 48

Τιμή: 10 ευρώ