Υπάρχουν βιβλία που όταν τα διαβάζεις αισθάνεσαι σαν να ανακρούεται μέσα σου ο εθνικός ύμνος μιας εποχής. Σάμπως η ιστορία ή, μάλλον, οι ζωές των ανθρώπων που φτιάχνουν την ιστορία να προβάλλουν μέσα από το βάθος των επερχόμενων εκατονταετιών και να διεκδικούν την ύπαρξή τους έστω και ως στάχτη. Μια στάχτη που ανακινώντας την ίσως να έφερνε στην επιφάνεια έναν σπινθήρα που άλλοτε είχε κατακάψει τα πάντα. Οποιο όνομα και αν είχαν οι ίδιοι άνθρωποι και οποιαδήποτε και αν υπήρξε η ιστορική και πολιτική συγκυρία, αφού ως κύριος μηχανισμός που κινεί τις ζωές των ανθρώπων αναδεικνύεται μια σκοτεινιά αντίστοιχη με εκείνη που συνειδητοποιούμε ως περιβάλλοντα χώρο ενώ διαρκούσε ο Μεσαίωνας. Εστω και αν πρόκειται για τις δεκαετίες του ’40, του ’50 ή του ’60 του ελληνικού εικοστού αιώνα.

Η εισαγωγή φαίνεται να υπογραμμίζει περίπου ως δοκιμιακό το αφηγηματικό βιβλίο του Γιάννη Ατζακά «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» με τα οκτώ εκτενή διηγήματά του. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, μια μπαλάντα ελεγειακή θα τη χαρακτήριζε παρακινδυνευμένα κανείς, που διαβάζεται απνευστί, αν δεν τον έχουν πιάσει τα κλάματα. Και ενώ φαίνεται να κυριαρχεί η έννοια της στάχτης, φτάνει να την ατενίσεις εμβριθώς, όπως κάνει ο συγγραφέας, για να ανασυνταχτεί σε ανθρώπους, σε πολιτείες, σε σχέσεις, σε διαδρομές εσωτερικές, που όσο πιο ασυνειδητοποίητες μένουν για τους ανθρώπους που τις βιώνουν τόσο πιο κοντά τους φέρνουν μεταξύ τους. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται να διασταυρωθούν ούτε καν τυχαία.

Αφού τον ήρωα του διηγήματος «Ο Οδυσσέας στη Μαύρη Θάλασσα», που η προσωπική του μοίρα συμπλέκεται με την ιστορία της Ελλάδας, τον αισθάνεσαι σχεδόν ως αδελφό με τον Πέτρο Χαρκόβα του διηγήματος «Συμφωνία». Εστω και αν για τον δεύτερο η Ζαγορά του Πηλίου, το Χορευτό, η γυναίκα του η Στεριανή, η πεθερά του η Μαλάμω, η βάρκα του και το ρέμα που μουγκρίζει είναι η μόνη πραγματικότητα που έχει γνωρίσει. Και για τους δυο, ωστόσο, δεν παύει η τόσο διαφορετική για τον καθένα τους καθημερινότητα να τους κρατά σ’ έναν μυστικό διάλογο με το Σύμπαν, γεγονός που διατηρεί τους λογαριασμούς του με τη ζωή διαρκώς ανοιχτούς. Αν μάλιστα συνδέσεις το μότο που προτάσσεται στο βιβλίο και είναι οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη «Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε. Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη» με τον τίτλο του ίδιου του βιβλίου «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη», που είναι κουβέντα του μοναχού, του γέροντα Τρύφωνα, όπως την απευθύνει στον Νικήτα Μπελής όταν του εξομολογείται ο τελευταίος τον αποτυχημένο του έρωτα, φτάνεις σε κάτι που θα το χαρακτήριζες ως λάιτ μοτίφ ή ακόμη καλύτερα ως το «πνεύμα» που στοιχειώνει και τα οκτώ διηγήματα.

Να μην έχουν χαραχτεί δηλαδή εγκαυστικά στη μνήμη των ανθρώπων μόνο στίχοι ποιητών όπως ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος ή ο Μανώλης Αναγνωστάκης, στίχοι που είναι σαν να τους γεννάνε τα ίδια τα διηγήματα, αλλά εξίσου να μπορείς να αναφερθείς σε κουβέντες ανθρώπων που, αν και τις είπανε όπως η περίσταση το καλούσε, συνιστούν ατόφιο χρυσάφι. «Παίζει» με τη θεατή και την αθέατη πλευρά της Ιστορίας ο Γιάννης Ατζακάς, ώστε αν αισθάνεσαι κατακυρωμένη τη σημασία της είναι γιατί την υπογράφει η «ανωνυμία». Οπως ακριβώς στο «Το show είναι των Ελλήνων» ο Μένης Κουμανταρέας επιλέγει ως πρωταγωνιστικό στοιχείο έναν απλό υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών για να αποκτήσουν υπόσταση –ενώ, αν ήθελε, θα τους καταργούσε –ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Γιώργος Σιάντος, ο Γεώργιος Παπανδρέου στην περίφημη συνάντησή τους στις 26 Δεκεμβρίου του 1944 στα υπόγεια του ομώνυμου υπουργείου, το ίδιο ακριβώς επιχειρεί και ο Γιάννης Ατζακάς. Οταν –μόνο η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει τις φοβερές αυτές συμπτώσεις –επιλέγει τον Νικήτα Μπελή, δευτεροετή φοιτητή της Φυσικομαθηματικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, να παρακολουθεί το 1963, χάρη σε μια «σύμπτωση», τις γιορτές που γίνονται στο Αγιον Ορος για τη συμπλήρωση χιλίων χρόνων από την ίδρυσή του, τον ίδιο ακριβώς χρόνο που η συμπρωτεύουσα ανάσαινε στη σκιά της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.

27 Μαΐου η δολοφονία του Λαμπράκη και Ιούνιο οι γιορτές για τα χίλια χρόνια του Αγίου Ορους, θα ‘λεγες πως πενήντα χρόνια αργότερα όλοι τους, είτε πρόκειται για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους ορθόδοξους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, Αντιόχειας, Αλεξανδρείας, τον βασιλέα των Ελλήνων, τον διάδοχο του θρόνου, τον Αρχιεπίσκοπο της Αμερικής, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, μοιάζουν σαν να εκλιπαρούν τη μνήμη του άγνωστού τους Νικήτα Μπελή να τους έχει δώσει μια θέση μέσα της. Σαν να αναγνώριζαν ασύνειδα πως η ιστορία τους εκ των υστέρων δεν θα είχε σχέση με τον επίσημο τρόπο που έμοιαζε να τους καταγράφει, αλλά με το αθέατο κιτάπι που είχε ανοίξει τη στιγμή που γίνονταν όλα αυτά ένας αμελητέος για τους ίδιους φοιτητής. Καθώς και τον ίδιο τον Γρηγόρη Λαμπράκη, πενήντα χρόνια αργότερα, θα αισθανόσουν να τον τιμά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη που είχε μπει ως αρχηγός της Νεολαίας Λαμπράκη επικεφαλής της πορείας που γινόταν το 1965, κινώντας από το στρατόπεδο των ΛΟΚ στη Ρεντίνα για να καταλήξει στον Σταυρό Χαλκιδικής –και είχε πει μάλιστα «μετά τον Σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση» -, αισθάνεσαι λοιπόν να τιμά τον Γρηγόρη Λαμπράκη πολύ περισσότερο η παρουσία ενός ερωτευμένου φοιτητή που κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την αγαπημένη του, τη σφιχταγκαλιασμένη τώρα πια μ’ ένα μεγάλο στέλεχος της Αριστεράς.

Θα ‘λεγες πως ένα αδιόρατο νήμα δένει άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους και άσχετα ανάμεσά τους περιστατικά που, εκβάλλοντας στις μεγάλες λεωφόρους της Ιστορίας, χρωματίζονται με έναν εντελώς παράδοξο και πρωτόγνωρο τρόπο: αντί να σου χρειάζεται η γνώση της Ιστορίας για να οικειωθείς τους ανθρώπους, να είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που δίνουν στην Ιστορία υπόσταση. Οσο μάλιστα η σκαπάνη της γραφής τούς φέρνει στην επιφάνεια με λεπτομέρειες που ο χρόνος δείχνει να περιφρονεί τόσο πιο υποφερτή γίνεται η Ιστορία και πιο αξιοβίωτη η καθημερινότητα.

Θα ήταν άστοχο σε ένα κείμενο που μόνο κριτική δεν θα ήθελε να είναι να σημειώσει κανείς πως ο Γιάννης Ατζακάς αποτελεί τον αυθεντικότερο επίγονο του Δημήτρη Χατζή, όπως μόνο στον δημιουργό των «Ανυπεράσπιστων» και του «Διπλού βιβλίου» συναντά κανείς αυτή τη σύζευξη του πολιτικού στοιχείου με τον εξανθρωπισμό του χάρη σε μια αισθηματική γλυκύτητα. Σύζευξη που κάνει ναι μεν τον Γκαγκάριν και τον Κάστρο να έχουν φυτέψει δέντρα στο μεγάλο πάρκο της Βάρνας στο θαυμάσιο «Ο Οδυσσέας στη Μαύρη Θάλασσα», αλλά την καρδιά να σου την κλέβει το γεγονός ότι ο ήρωάς του μαθαίνει για τον γιο του, που ζει στην απαγορευμένη για τον ίδιο Ελλάδα, από συντοπίτες που τους παίρνει στο σπίτι του, τους φιλεύει και τους κοιμίζει.

Γιάννης Ατζακάς

Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη

Εκδ. Αγρα, 2015, σελ. 176

Τιμή: 15 ευρώ