Το Ναντάκετ είναι ένα μικρό νησί στα νοτιοανατολικά της Μασαχουσέτης, που έχει χαρακτηριστεί στις μέρες μας Μνημείο Ιστορικής και Περιβαλλοντικής Κληρονομιάς. Η τιμή του τετραγωνικού μέτρου είναι εδώ από τις υψηλότερες παγκοσμίως και ο πληθυσμός του νησιού πενταπλασιάζεται κατά τους θερινούς μήνες. Ο κύριος λόγος για την έλξη που ασκεί στη μεσαία αμερικανική τάξη είναι η αυστηρή προστασία της οικιστικής και πολιτιστικής του κληρονομιάς, που με τη σειρά της εδράζεται σε μια δραστηριότητα και έναν τρόπο ζωής ξεχασμένα προ πολλού: τη φαλαινοθηρία. Η μυθοποίηση αυτής της δραστηριότητας, οι κίνδυνοι που εγκυμονεί, το γεγονός ότι οι κάτοικοι του νησιού είχαν εγκαθιδρύσει από τον 18ο αιώνα μια «αυτοκρατορία των θαλασσών», ο πλούτος που πρόσκαιρα συσσωρεύθηκε με φορέα τους Κουάκερους οι οποίοι είχαν από νωρίς εποικίσει το νησί, συν η κρίση του οικονομικού αυτού κλάδου από τα μέσα του 19ου αιώνα (με την ανακάλυψη των χρήσεων του πετρελαίου αλλά και τη μείωση τουλάχιστον κατά 50% των αποθεμάτων φαλαινών) αποτελούν το αντικείμενο του βιβλίου του ιστορικού και συγγραφέα Ναθάνιελ Φίλμπρικ, που πρόσφατα έγινε και ταινία. Πάνω από όλα όμως στο χτίσιμο της φήμης του Ναντάκετ αποφασιστική συμβολή είχε ο Χέρμαν Μέλβιλ που βάσισε τον «Μόμπι Ντικ» του στην τραγική ιστορία της βύθισης του φαλαινοθηρικού «Εσεξ» από έναν φυσητήρα και την εν συνεχεία τρίμηνη περιπέτεια των ναυαγών που έφτασαν να κανιβαλίσουν επί των συντρόφων τους για να σωθούν.

Λέει ο συγγραφέας: «Το νησί αυτό χαρακτηριζόταν από μια βαρβαρότητα, μια αιμοβορία και μια αλαζονεία, που έδενε κάθε μητέρα, πατέρα και παιδί σε μια φυλή με μοναδικό σκοπό το κυνήγι. […] Οι κάτοικοι του Ναντάκετ είχαν κάθε λόγο να είναι προληπτικοί. Τη ζωή τους την εξουσίαζε μια δύναμη τρομακτική κι εντελώς απρόβλεπτη –η θάλασσα. Από τις συνεχείς μετακινήσεις ενός συμπλέγματος από υφάλους, μαζί και του αμμώδους Υφάλου του Ναντάκετ στην μπούκα του λιμανιού, κάτι τόσο απλό όπως το να ‘ρθεις και να φύγεις από το νησί ήταν συχνά μια οδυνηρή και καμιά φορά ολέθρια εμπειρία για τη ναυτοσύνη. Κυρίως το χειμώνα, όταν οι καταιγίδες ήταν θυελλώδεις, γίνονταν ναυάγια σχεδόν κάθε βδομάδα. Σε όλο το νησί υπήρχαν θαμμένα πτώματα άγνωστων ναυτικών,

ξεβρασμένα από τα κύματα που έδερναν τις ακτές του.

Το Ναντάκετ, που στη γλώσσα των ιθαγενών του νησιού, των Γουαμπαοάγκ, σημαίνει «μακρινός τόπος», ήταν ένας λοφίσκος από άμμο που τον κατάτρωγε ανελέητα ο ωκεανός, κι όλοι του οι κάτοικοι, ακόμη κι αν δεν είχαν φύγει από το νησί, ήξεραν πολύ καλά τη σκληρότητα της θάλασσας». Και αναλύει περαιτέρω πώς το δόγμα των Κουάκερων που πίστευε στην απευθείας επικοινωνία με τον Θεό και στην απάλειψη των εκκλησιαστικών ιεραρχιών, κατάφερε με τον λιτό του βίο και την ηθική της αποταμίευσης / επανεπένδυσης να χτίσει τη δική του εκδοχή του καπιταλισμού στο νησί.

Το λίπος της φάλαινας ήταν περιζήτητο διά μέσου των αιώνων ως θερμαντικό, φωτιστικό, διατροφικό και ενεργειακό μέσον και από αυτό έζησαν ποικίλες κοινωνίες οι οποίες γειτνίαζαν με τους οικοτόπους του μεγαλύτερου ζώου που κατοικεί στον πλανήτη (μέχρι 30 μέτρα μήκος και 65 τόνους βάρος). Στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, ωστόσο, η φαλαινοθηρία, λόγω τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών, απέκτησε βιομηχανικό χαρακτήρα ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Τα ταξίδια έγιναν υπερπόντια φτάνοντας ώς τους Πόλους και, παρακάμπτοντας το ακρωτήριο Χορν, ώς τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη Χαβάη και τη Νέα Ζηλανδία. Εφτασαν να διαρκούν τρία και τέσσερα χρόνια, ενώ τα πλοία μεταβλήθηκαν σε πραγματικά εργοστάσια όπου το νεκρό θηλαστικό τεμαχιζόταν, το λίπος του έβραζε για να γίνει λάδι και συσσωρευόταν σε βαρέλια μέχρι να γεμίσει το αμπάρι. Μόνο αφού συλλέγονταν οι περιζήτητες μπαλένες και η ακόμη πιο περιζήτητη στην αρωματοποιία άμπαρη από το κρανίο του ζώου, το φαλαινοθηρικό έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής και οι ναυτικοί ήλπιζαν να ξαναβρούν την οικογένειά τους όπως την άφησαν. Μάλιστα, με τα χρόνια, καθώς οι οικότοποι των φαλαινών εξαντλούνταν και οι πληθυσμοί τους μειώνονταν, τα ταξίδια διαρκώς επιμηκύνονταν. Είχε αρχίσει να λειτουργεί ο νόμος των φθινουσών αποδόσεων. Επιπλέον το ζώο έμαθε να αποφεύγει την ανθρώπινη παρουσία ενώ άρχισαν να αναφέρονται και περιπτώσεις εκδήλωσης επιθετικότητας εκ μέρους φαλαινών, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του θηλαστικού αυτού, που μην έχοντας φυσικούς εχθρούς δεν έχει αναπτύξει και τις σχετικές άμυνες. Φαίνεται πάντως ότι σε μια τέτοια ακραία περίπτωση είχε την ατυχία να βρεθεί το πλήρωμα του φαλαινοθηρικού «Εσεξ».

Βιοκοινωνιολογία

Οπως εξηγεί ο συγγραφέας αναλύοντας την κοινωνία των φαλαινών: «Τα θηλυκά αναλαμβάνουν ομαδικά τη φροντίδα των μικρών. […] Τα μικρά αρσενικά φεύγουν από την οικογένεια όταν γίνονται περίπου έξι χρονών και κατευθύνονται σε ψυχρότερα νερά, στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη. Εκεί ζουν μόνα τους ή με άλλα αρσενικά κι επιστρέφουν στα ζεστά νερά όπου γεννήθηκαν όταν πλησιάζουν τα τριάντα. Ακόμα και τότε όμως η επιστροφή του αρσενικού είναι άστατη κι όχι οριστική. Μένει μόνο γύρω στις οκτώ ώρες με κάθε κοπάδι, μερικές φορές ζευγαρώνει, χωρίς όμως να δημιουργεί ποτέ δυνατούς δεσμούς, κι ύστερα παίρνει το δρόμο της επιστροφής στα μεγάλα πλάτη. Ζει περίπου εξήντα με εβδομήντα χρόνια. Η οργάνωση της οικογένειας των φυσητήρων, που βασίζεται στα θηλυκά, έχει εκπληκτικές ομοιότητες με την κοινωνία που είχαν αφήσει πίσω στο Ναντάκετ οι φαλαινοθήρες. Και στις δύο κοινωνίες τα αρσενικά ήταν περιπλανώμενα». Με την αφοσίωσή τους στο κυνήγι του φυσητήρα λοιπόν, οι κάτοικοι του Ναντάκετ είχαν αναπτύξει ένα κοινωνικό σύστημα που προσομοίαζε σε αυτό των φαλαινών.

Επανερχόμενοι στην κυρίως ιστορία που αφηγείται το βιβλίο, στα 1819 έχουμε τον απόπλου του φαλαινοθηρικού «Εσεξ», όχι άρτια επισκευασμένου από τους πλοιοκτήτες και με εσωτερικές έριδες στο προσωπικό του. Επειτα από έναν μακρύ περίπλου με ποικίλα επεισόδια το πλοίο θα πλεύσει στις Αζόρες, στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στο ακρωτήριο Χορν, στις ακτές της Χιλής, με μέτρια ωστόσο αποτελέσματα –καθώς ήδη τότε οι κύριοι γνωστοί φαλαινότοποι είχαν εξαντληθεί. Τότε ο καπετάνιος μαθαίνει για έναν ιχθυότοπο στη μέση του Ειρηνικού, κάπου 1.500 μίλια στα δυτικά των ακτών του Εκουαδόρ. Υστερα από μια στάση στις Νήσους Γκαλάπαγκος (όπου ο Δαρβίνος συνέλαβε τη Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών και όπου ανεφοδιάζονται με χελώνες), πλέουν κατά μήκος του Ισημερινού και συναντούν επιτέλους φάλαινες, μία εκ των οποίων, στη διάρκεια της καταδίωξης, θα επιτεθεί δύο φορές στο «Εσεξ» καταφέρνοντας εν τέλει να το βυθίσει. Από κει και πέρα αρχίζουν η τρίμηνη περιπέτεια των ναυαγών με τις απομείνασες λέμβους και ελάχιστες προμήθειες, η λανθασμένη αποφυγή των κοντινών Νήσων Μαρκέζας όπου επικρατούσε η φήμη ότι ζουν ανθρωποφάγοι και η ειρωνική τω τρόπω μετέπειτα καταφυγή στη μεταξύ τους διά κλήρου ανθρωποφαγία, η πρόσκαιρη παραμονή τους στο σύμπλεγμα Πίτκερν, γνωστό από μια άλλη θαλασσινή περιπέτεια (την «Ανταρσία του Μπάουντι»), και η απεγνωσμένη απόπειρά τους να φτάσουν στις ακτές της Χιλής. Τελικά το κατάφεραν μόλις έξι από τους είκοσι ναυαγούς που περισυνελέγησαν σε άθλια κατάσταση έπειτα από 3.000 μίλια και σχεδόν τρεις μήνες στη θάλασσα. Αλλοι δύο περισυνελέγησαν στο Πίτκερν, όπου είχαν επιλέξει να παραμείνουν.

Η έμπνευση

Ο κάπτεν Αχάμπ και οι φάλαινες

Το βιβλίο είναι μια καλά επεξεργασμένη ιστορία, βασισμένη σε αρχειακές πηγές και στις γραπτές αφηγήσεις του πλοιάρχου Πόλαρντ (από τον οποίο αντλεί ο κάπτεν Αχάμπ του «Μόμπι Ντικ») και του κατά Μέλβιλ αντιπλοιάρχου Στάρμπακ (από τον οποίο έλαβε το όνομά της η περιώνυμη αλυσίδα). Μεγάλο ενδιαφέρον, πέραν της περιπέτειας αυτής καθαυτήν, έχει η ανάλυση της κοινωνίας του Ναντάκετ, αλλά και το σοκ που προκλήθηκε τα χρόνια εκείνα από μια ιστορία που περιελάμβανε τόσο αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε εκδίκηση της φύσης κατά της ανθρώπινης πλεονεξίας όσο και το έσχατο αμάρτημα της ανθρωποφαγίας. Ηταν παρέμβαση του Θεού κατά της αλαζονείας του ανθρώπινου είδους ή μήπως ο Θεός ανέμενε από τον άνθρωπο να εντείνει τις προσπάθειές του για να κυριαρχήσει ολοσχερώς στον πλανήτη; Τέτοιου τύπου ερωτήματα κυριάρχησαν για καιρό στον δημόσιο διάλογο πριν επανέλθουν υπό το σύγχρονο οικολογικό προσωπείο τους.

Ο Μέλβιλ θα αξιοποιούσε το σχετικό υλικό παράγοντας ένα βιβλίο που έφτασε να συμβολίζει με αρχετυπικό τρόπο τη σύγκρουση φύσης και πολιτισμού. Το ίδιο ο Πόε που δανείστηκε στοιχεία στην «Αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ». Ο Φίλμπρικ μάς γειώνει στα πραγματικά περιστατικά που ασφαλώς θα ενδιαφέρουν ακόμη και όσους βαριούνται τις θαλασσινές περιπέτειες, μιας και το βιβλίο είναι κάτι πέρα από αυτό. Μεταξύ άλλων μας θυμίζει το περί τη φαλαινοθηρία δράμα που εξακολουθεί να εκτυλίσσεται στις μέρες μας παρά τις απαγορεύσεις και τις διεθνείς συμβάσεις και διασκέψεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Διεθνούς Επιτροπής Φαλαινοθηρίας. Για να δώσω μια μερική έστω εικόνα, μόνο στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι αμερικανοί φαλαινοθήρες (πρωτίστως Ναντακετιανοί) σκότωσαν πάνω από 200.000 φυσητήρες, το εμπορικότερο είδος. Αναδρομικά υπολογίζουμε ότι ο τότε παγκόσμιος πληθυσμός τους ήταν κάπου 1,5 εκατομμύριο και ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα έπεσε σε μη βιώσιμα επίπεδα. Μόνο μία χρονιά, το 1837, την καλύτερη της φαλαινοθηρίας, οι Αμερικανοί συνέλαβαν κάπου 7.000 φυσητήρες. Ομως τη χρυσή χρονιά της σύγχρονης φαλαινοθηρίας, το 1964, είχαμε σχεδόν 30.000 νεκρές φάλαινες. Από κει και πέρα άρχισε η διεθνής συζήτηση για την προστασία του μυθικού αυτού ζώου, στην οποία ακόμη σήμερα ανθίστανται πολλά και ποικίλα έθνη, με επικεφαλής τα πολιτισμένα Νορβηγία και Ιαπωνία που επικαλούνται την αλιευτική τους παράδοση και το… σούσι (το οποίο τείνει να εξελιχθεί άλλωστε και σε εθνική τροφή των Ελλήνων της κρίσης). Αλλά περί αυτών μια άλλη φορά.

Nathaniel Philbrick

Στην καρδιά της θάλασσας

Mτφ. Κέλλυ Χονδροδήμα

Εκδ. Ωκεανίδα, Σελ. 378

Τιμή: 14 ευρώ