Θεωρούσε το όνομα που του έδωσαν οι γονείς του καλό οιωνό για τη ζωή που έζησε. Και θύμιζε ότι στο σπίτι του Κορνήλιου, εκατόνταρχου στην Καισάρεια, ήταν που εμφανίστηκε το Αγιο Πνεύμα στους Αποστόλους. Κάθε πρωί, την ώρα που ξυριζόταν ο πατέρας του Καίσαρ Καστοριάδης, εκείνος απήγγελλε αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο» του Περικλή, κατ’ απαίτηση του πρώτου. Η ελληνικής καταγωγής γαλλίδα γκουβερνάντα του Μαξιμίν Πορτά τού μιλούσε στο αθηναϊκό σπίτι για τον Σπινόζα (ενώ παράλληλα έγραφε μια διατριβή για τον «Θεαίτητο» του Πλάτωνα). Στις συνάξεις της ομάδας «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ο ίδιος συνήθιζε να λέει αυτοσαρκαζόμενος «Μου σηκώνεται η τρίχα, μετά συγχωρήσεως» (ως γνωστόν, είχε χάσει όλα τα μαλλιά του ήδη το 1938). Λάτρευε τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, το «1984» του Οργουελ και τα τυχερά παιχνίδια. Με τη γυναίκα του Ζωή έμειναν το 1978 στο διαμέρισμα – μύθο όπου ο Μπερτολούτσι γύρισε το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι». Χάρισε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του έναν δίσκο της Τίνα Τέρνερ (στην κόρη του Κυβέλη). Στην κηδεία του, όμως, στο Μονπαρνάς ο δεξιοτέχνης Νίκος Φιλιππίδης παίζει κλαρίνο, την ώρα που οι φίλοι του ραίνουν με τριαντάφυλλα τον τάφο, η Λιζ Μακόμπ τραγουδάει το «Motherless child» και η Ντόρα Μπακοπούλου παίζει την τελευταία σονάτα του Μπετόβεν, από τις αγαπημένες του εκλιπόντος.

Ακόμη κι αν δεν ήταν μυθιστορηματική η ζωή του Κορνήλιου Καστοριάδη, κάποιος θα έπρεπε να την επανεφεύρει ως τέτοια. Εξού και τα σπαράγματα από ένα πορτρέτο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που αποδίδουν το DNA της πρώτης βιογραφίας για έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Σε μία κατά βάση βιογράφηση των ιδεών του Καστοριάδη, ο Φρανσουά Ντος αξιοποιεί τις διαθέσιμες «πρώτες ύλες» (πρόσβαση επί έναν χρόνο στα οικογενειακά αρχεία, επιστολές, συνεντεύξεις) για να παρουσιάσει το πορτρέτο του φιλοσόφου σε νεαρή, μέση και ώριμη ηλικία. Διατηρώντας μόνο τον τυπικό άξονα της βιογραφίας –«από την Κωνσταντινούπολη του 1922 στην Αθήνα και στο μεταπολεμικό Παρίσι» –ο καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Paris XII – Creteil θα αφιερώσει πολλαπλάσιες σελίδες στη σκέψη ενός «τιτάνα του πνεύματος», όπως τον αποκαλούσε ο φίλος του Εντγκάρ Μορέν.

Η εκκίνηση του Ντος είναι η (αριστοτελική) απορία: «Πώς να εξηγήσει κανείς ότι ένας διανοούμενος αυτού του βεληνεκούς παρέμεινε σε τέτοιον βαθμό «περιθωριακός»». Μέχρι να φθάσει στην εκλογή του Καστοριάδη ως διευθυντή σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS), το 1979, θα έχει ήδη αναδείξει τη συμβολή του έλληνα κοσμοπολίτη στην ανάδυση της λεγόμενης αντιαυταρχικής Αριστεράς –η κριτική του στο σοβιετικό γραφειοκρατικό μοντέλο δεν εξέλιπε ποτέ –και τη μελέτη της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Είναι σε αυτά τα κεφάλαια που φωτίζονται οι «δυσπρόσιτες» έννοιες της αυτονομίας, της δημιουργίας, της φαντασίας και του φαντασιακού. Στοιχεία απαραίτητα για την ανάγνωση του Καστοριάδη, αλλά και για τον προσωπικό μύθο που τον καθιέρωσε. Ο Καστοριάδης της Γαλλίας είναι ένας έλληνας εμιγκρές που επιστρέφει στη γενέθλια σκέψη: ένας (αυτο)εξόριστος με διαρκή νόστο που δεν χωράει –ή δεν θέλει να χωρέσει –στα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής. Σε όσους τον κατηγορούν για ελληνοκεντρισμό αντιπαραθέτει μονίμως την «αυτονομία» της αρχαίας Αθήνας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Στα σεμινάρια της EHESS η «Αντιγόνη» κυρίως προσφέρεται ως υπόδειγμα για τον αυτοπεριορισμό των πολιτών –τον μοναδικό αποδεκτό κανόνα στην κοινωνική τους συμβίωση. Παράλληλα, απέναντι στον πολίτη της Αθήνας ο Καστοριάδης αντιπαραθέτει τη θεοκρατία του Βυζαντίου, οριοθετώντας τη συζήτηση για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους.

Francois Dosse

Καστοριάδης

Μια ζωή

Μτφ. Ανδρέας Παππάς

Εκδ. Πόλις, 2015,

Σελ. 624

Τιμή: 22 ευρώ