Βρισκόμαστε στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα. Την Αθήνα των αγωγιατών, των νεοκλασικών ή της συντροφιάς του Συγγρού, «που δημιούργησε στην Ελλάδα μια νέα αριστοκρατία του χρήματος». Μια νύχτα, ένας νεαρός απόστρατος αξιωματικός, ο κύριος Μιχαήλ, προσωρινά τυφλωμένος από μια επιπόλαιη μονομαχία, αποτέλεσμα της μάλλον βαρετής ζωής που του εξασφαλίζει η περιουσία του, κάνει την απερισκεψία να βγει στον δρόμο. Επειτα από μια σύντομη περιπλάνηση πέφτει πάνω σε μια μυστηριώδη γυναίκα που του ζητάει βοήθεια και τον παρασύρει σε ένα σπίτι αγνώστων λοιπών στοιχείων. Εξαφνα τον αφήνει μόνο του, να ακούει τους ήχους ενός φόνου που αργότερα, παραλίγο να διαπραχθεί και εις βάρος του, από έναν αινιγματικό άντρα. Τις επόμενες μέρες, αφού γιατρευτεί, αρχίζει μια έρευνα που τον οδηγεί στην πρόσφατα προσαρτημένη Θεσσαλία –ένα μέρος στο οποίο όπως και στα γουέστερν ο νόμος και η τάξη είναι πράγματα ασαφή. Το μόνο όμως στοιχείο στην αναζήτηση εκείνης της γυναίκας είναι το άρωμά της.

Το «Τρένο των 9.45’» του Γιάννη Μαρή, δημοσιευμένο στην «Ακρόπολη» από το 1960 ώς το 1961, προφανώς είναι ένα μυθιστόρημα «αστυνομικοειδές». Τόσο όμως ο χρόνος όσο και το πεδίο δράσης του δίνουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να το εμπλουτίσει με μερικά επιπλέον συστατικά: όπως δηλαδή σε ένα κλασικό νουάρ ο έξτρα χαρακτήρας του δράματος είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια η πόλη, κατοικημένη από κάθε καρυδιάς καρύδι, μάρτυρας διάφορων ανομολόγητων πράξεων, τον ίδιο ρόλο εδώ διαδραματίζει και η θεσσαλική ύπαιθρος. Εκεί φτάνει ο ήρωάς μας όταν μαθαίνει ότι η μυστηριώδης γυναίκα, η Αννα, μέλος της οικογένειας των Κατακουζηνών, κατοικεί σε κοτζάμ κονάκι. Ο αθηναίος αναγνώστης, που δεν έχει ξεχάσει τη ζωή στο χωριό, διαβάζει για φυγόδικους και ζωοκλέφτες που τριγύριζαν στην περιοχή, αλλά και για ροδαλούς προέδρους που βγάζουν καλό κρασί, για καροτσέρηδες που θα πάρουν διπλό αγώγι αν προλάβουν το μπροστινό αμάξι ή για ένα τοπίο γεμάτο δέντρα, πουλιά, «που θύμιζε Θεόκριτο». Το κοντράστ με το έγκλημα γίνεται μεγαλύτερο.

Σχεδόν όπως μεγαλύτερη γίνεται και η απόσταση του πρωταγωνιστή από τη διαλεύκανσή του εξαιτίας της αναπηρίας του την ώρα που διαπράχθηκε. Το εύρημα της τύφλωσης του κυρίου Μιχαήλ αποδεικνύεται ικανότατο στο να τον υποχρεώσει να αφηγηθεί αισθησιαρχικά σχεδόν και πειστικότατα ένα σωρό πληροφορίες για τα όσα άκουγε ή ένιωθε την επίμαχη στιγμή ακόμα και με τα πόδια του –«το έδαφος έγινε γνώριμο» λέει κάπου. Οταν τελικά τα μάτια του θεραπεύονται, τη θέση του βασανιστικού πέπλου παίρνει η δυσπιστία σε μια μνήμη άμαθη να συγκρατεί διάσπαρτες ανείδωτες εμπειρίες: «Αλήθεια, τι είχε γίνει εκείνη τη νύχτα λίγα μέτρα κοντά μου;» αναρωτιέται σε ένα σημείο. Το μπέρδεμά του διαρκεί ακόμα και όταν η πλοκή έχει προχωρήσει αρκετά, όταν ο μεγάλος του αντίπαλος, ο περίφημος κύριος Καποντόριας, συνεργάτης των Κατακουζηνών και υπεύθυνος για τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, από εκεί που κρατούσε τα προσχήματα πλέον παίζει με ανοιχτά χαρτιά. «Αυτή τη φωνή», λέει ο πρωταγωνιστής, «μπορούσα να την ξεχωρίσω ανάμεσα σε χίλιες άλλες».

Η φωνή βέβαια που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι τελικά εκείνη της Αννας. Το «Τρένο των 9.45’» σχεδόν μεταμορφώνεται στην πορεία του σε ερωτικό θρίλερ. «Πριν μ’ ενδιέφερε η «υπόθεσις»», εξομολογείται παθιάρικα κάποια στιγμή ο ήρωάς μας στην Αννα, συνοψίζοντας μια περιπέτεια που περιλαμβάνει σφετερισμό οικογενειακής κληρονομιάς, κάμποσους Καραγκούνηδες με κακό σημάδι ή τον περιβόητο θησαυρό του Πασόμπεη, άσπονδου εχθρού του Αλή Πασά. Τίποτα από αυτά δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία από τον πόθο του άνδρα για την ηρωίδα –η οποία βέβαια, ως ελληνικής προέλευσης φαμ φατάλ, ενσαρκώνει την κακή φύση της γυναίκας. Οχι πάντως ότι το ρομάντσο στοιχίζει σε σασπένς ή σε στυλ. Σε ένα σημείο της ιστορίας ο πρωταγωνιστής εισβάλλει επιτέλους στο δωμάτιό της και της ζητά να φύγουν μακριά. Εκείνη παρατηρεί κάτι πάνω από τον ώμο του. «Γύρισα», διηγείται ο διεκδικητής της. «Στην πόρτα του δωματίου της στεκόταν ο Καποντόριας. Ψυχρός, ήρεμος και θανάσιμος».

Συμβάσεις

Με στυλ βουκολικά αστυνομικό

Το καλό με ένα ακόμα, ανέκδοτο ώς τώρα σε βιβλίο, αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή σε ιστορικό φόντο, είναι ο συνδυασμός ορισμένων κλασικών συμβάσεων της νουάρ λογοτεχνίας, αφενός με στοιχεία από την ελληνική ύπαιθρο και τις παραδόσεις της, αφετέρου με μια Αθήνα μακρινή. Ο πρόθυμος ας πούμε βοηθός του κύριου Μιχαήλ, είναι ένας στρουμπουλός πρόεδρος με κόκκινα μάγουλα, που τρώει καλά, ζει με έναν ρυθμό ποθητό ακόμα και από τους Αθηναίους του 1960 και που η φιλία του είναι βαθιά και ανδροπρεπής. Το όλο ζήτημα γίνεται προσωπικό για τον πρωταγωνιστή μας, όταν τον οδηγούν τυφλό στην κοίτη του ποταμού Ιλισού. Και σε μια από τις εξορμήσεις του προς εύρεση στοιχείων, αυτό που αντιμετωπίζει, δεν είναι κανένα υγρό, αφιλόξενο στενοσόκακο: «Μέσα σε αυτήν την ήσυχη νύχτα», αφηγείται κάπου, «με τα ανώνυμα ζούδια που ένιωθα να υπάρχουν γύρω μου, χωρίς να τα βλέπω, με τα φυτά που αποκτούσαν ζωή, αισθανόμουν να είμαι ένα κομμάτι απ’ αυτή την παράξενη και όμορφη γη».

Στη δεκαετία του 1890

Οπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Ανδρέας Αποστολίδης, «όλα τα ιστορικά αστυνομικά αφηγήματα του Μαρή τοποθετούνται στα τέλη του 19ου αιώνα στη Θεσσαλία και στην Αθήνα και είναι δημοσιευμένα μεταξύ 1958 και 1960 (πλην ενός το 1964)». Ο συγγραφέας δούλευε μαζεμένα συγκεκριμένα θέματα και πλοκές και κάπως έτσι προέκυψαν τα «Το μυστικό του Ασπρου Βράχου», «Σονάτα υπό το σεληνόφως», «Το μεγάλο παιχνίδι» και «Περίπτωση Χ».

Το «Τρένο των 9.45’» διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1890, όπως προκύπτει από ενσωματωμένους στην αφήγηση ιστορικούς δείκτες. «Λέγαμε πως θα πήγες να πολεμήσεις στη Νότιο Αφρική τώρα που οι Μπόερς αγρίεψαν» ακούγεται να λέει κάπου ένας στρατηγός στον αφηγητή, ο οποίος έχει λείψει από την Αθήνα. «Μια φιλική συντροφιά», εξηγεί ο ίδιος αλλού, «με κάλεσε στο θεωρείο της στο Δημοτικό Θέατρο, όπου ο Σαμάρας θα παρουσίαζε για πρώτη φορά την όπερά του «Φλόρα Μιράμπιλις»» – γνωρίζουμε ότι το έργο ανέβηκε στην Κέρκυρα το 1889 και κατόπιν στην Αθήνα. Στο φόντο υπάρχουν και άλλα ιστορικά σουβενίρ: «Νομίζετε πως η στάση μας απέναντι στο Σουλτάνο είναι σωστή;» ρωτούν οι Κατακουζηνοί τον ήρωά μας, ενώ τον φιλοξενούν στο κονάκι τους. Εκείνος απαντάει διπλωματικά, όχι όμως για να αποφύγει οποιονδήποτε χαρακτηρισμό. Ετσι κι αλλιώς, σύντομα θα αποδειχθεί ότι το ιστορικό πρόσωπο που καθορίζει εν μέρει τα κίνητρα των πρωταγωνιστών είναι με έναν τρόπο άλλο.

Γιάννης Μαρής

Το τρένο των 9.45’

Εισαγωγή: Ανδρέας Αποστολίδης

Εικονογράφηση: Νίκος Νομικός

Εκδ. Αγρα, 2015, σελ. 552

Τιμή: 15,75 ευρώ