Μόλις το 2011, με καθυστέρηση μισού αιώνα, εκδόθηκε στη χώρα μας το αρχετυπικό «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Χάρπερ Λι. Πρωτοδημοσιευμένο το 1960, είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, μια ελεγεία του αμερικανικού Νότου και ταυτόχρονα μια ιστορία ενηλικίωσης δοσμένη με χιούμορ και τρυφερότητα. Ατυχώς, η πολυβραβευμένη και παρασημοφορημένη Χάρπερ Λι, προσωπική φίλη του Τρούμαν Καπότε και αρωγός του στη συγγραφή τού «Εν ψυχρώ», δεν έγραψε πρακτικά τίποτε άλλο στη διάρκεια της ζωής της. Υπήρξε η κατεξοχήν «συγγραφέας τού ενός βιβλίου», μια γυναίκα που είπε όσα είχε να πει στα 33 της χρόνια και έζησε έκτοτε δίνοντας διαλέξεις, βλέποντας το βιβλίο της να αναπαράγεται και να διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, αλλά και να μεταφέρεται στο σινεμά από τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ για να αποφέρει κολοσσιαίες εισπράξεις και μερικά Οσκαρ.

Γνήσιο ή όχι;

Και να που αίφνης, μόλις πέρυσι, ανασύρθηκε το παρόν σίκουελ κάνοντας να ξεσπάσουν ποικίλες διαμάχες περί της γνησιότητάς του. Είτε γνήσιο πάντως είτε προϊόν κάποιου συγγραφέα-φαντάσματος, το βιβλίο διατηρεί όλα τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Λι, με την ηρωίδα να επανέρχεται είκοσι χρόνια μετά τα «Κοτσύφια» στην Αλαμπάμα της δεκαετίας του ’50 για να αντιμετωπίσει τα ίδια λίγο-πολύ ζητήματα που είχαν στοιχειώσει τα παιδικά της χρόνια: ρατσισμός και συντηρητισμός, έλλειμμα ελευθερίας και δικαιοσύνης, προσωπικές και συλλογικές ηθικές συγκρούσεις. «Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια». Αυτή ήταν η συμβουλή του δικηγόρου Ατικους Φιντς στα παιδιά του Σκάουτ και Τζεμ, ενόσω ο ίδιος τάραζε τα νερά της μικρής, φαινομενικά ήσυχης πόλης του, αποφασίζοντας να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό «κοτσύφι» αυτής της ιστορίας, τον νεαρό μαύρο που φερόταν ως βιαστής μιας λευκής φτωχής νεαρής (η οποία στην πραγματικότητα κακοποιούνταν από τον προλετάριο πατέρα της). Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ, η Χάρπερ Λι εξερευνούσε με αναντίρρητη εντιμότητα τον παραλογισμό των φυλετικών ταμπού και της εν γένει στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30, ενώ ο Ατικους αποκτούσε τις αρχετυπικές διαστάσεις του λευκού απελευθερωτή ιππότη.

Ναρκωμένη συνείδηση

Στο «Βάλε ένα φύλακα», το φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα που επανεπισκέπτεται έπειτα από είκοσι χρόνια η νεοϋορκέζα πλέον Σκάουτ, είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης δεν εξεγείρει όπως παλιά το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη, όπως του Ατικους. Παραδόξως, και ενώ τυπικά η ισονομία έχει εγκαθιδρυθεί και ανθούν τα κινήματα για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, η Σκάουτ θα ανακαλύψει ότι ο πατέρας, ο θείος και ο παιδικός της φίλος (τον οποίο πιθανότατα θα παντρευτεί) είναι αλληλέγγυοι ή τουλάχιστον ανεκτικοί προς τα βαθύτερα ρατσιστικά και συντηρητικά στοιχεία του Μέικομπ. Οι παιδικές της φίλες έχουν εξελιχθεί σε μικροαστές που κουτσομπολεύουν ασύστολα πίνοντας το τσάι τους και δεν διανοούνται ότι οι μαύροι μπορούν να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τα παιδιά τους. Από τη μεριά τους, οι ίδιοι οι μαύροι είναι βαθιά καχύποπτοι προς τους λευκούς και οργανώνουν ομάδες αυτοάμυνας αλλά και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους διά της νομικής οδού.

Η δικαιοσύνη

Η σύγκρουση μεταξύ τυπικής δικαιοσύνης και ηθικής βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου. Η ισονομία δεν αποδεικνύεται επαρκής όρος για την επίτευξη της ισότητας ούτε και για την εξασφάλιση δικαιοσύνης. Η φυλετική προκατάληψη αποδεικνύεται ότι επιμένει ακόμη και στις προηγμένες βόρειες πολιτείες. Εν τέλει ο Ατικους και ο αγαπημένος θείος της Σκάουτ θα τοποθετήσουν το ζήτημα σε άλλη βάση ενώπιον της απορημένης και αγανακτισμένης Σκάουτ. Ο Νότος, της εξηγούν, έχει τις γεωγραφικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες του. Πολιτείες όπως η Αλαμπάμα, το Μισισίπι, η Λουιζιάνα και η Τζόρτζια βασίστηκαν εξαρχής σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο που είχε στο επίκεντρό του τη δουλεία. Οι βαμβακοφυτείες και οι καπνοφυτείες απαιτούσαν εισαγόμενο εργατικό δυναμικό. Και ο αμερικανικός εμφύλιος έγινε για την προάσπιση ενός τρόπου ζωής, δηλαδή ενός πολιτισμού, πολύ περισσότερο από το αίτημα για ένωση ενός έθνους. Εγινε επιπλέον για να διασφαλισθεί η πολιτική και εδαφική αυτονομία τής κάθε πολιτείας. Και ούτω καθεξής.

Μια φρέσκια ματιά

Είναι εμφανές ότι, όπως και στο έργο του Ουίλιαμ Φόκνερ, αλλά και άλλων «νότιων συγγραφέων» σαν τη Γουίλα Κάθερ, την Κάρσον ΜακΚάλερς κ.ά., έχουμε εδώ πρωτίστως την προάσπιση μιας ταυτότητας. Πολλοί ασφαλώς θα σκεφτούν ότι πρόκειται για την επανανάδυση ενός βαθιά συντηρητικού μηνύματος, στην πραγματικότητα όμως έχουμε μια φρέσκια ματιά στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα που συντάραξε την αμερικανική κοινωνία και που αποτέλεσε το μοντέλο για ποικίλα νέα κοινωνικά κινήματα ανά τον κόσμο μες στις επόμενες δεκαετίες (οικολογικό, φεμινιστικό, φιλειρηνικό κ.λπ.). Επιπλέον, το σημαντικό εδώ είναι ότι επανερχόμαστε σε μια παλιομοδίτικη μεν, πλην διδακτική λογοτεχνία «δεύτερης ενηλικίωσης», με την ηρωίδα να γίνεται ικανή να δει καθαρά και τις αντιλήψεις της άλλης πλευράς.

«Ε λοιπόν, Σκάουτ, εκείνοι οι αγράμματοι και σκληροτράχηλοι άνθρωποι πολέμησαν μέχρι τελικής πτώσεως για να διατηρήσουν αυτό που σήμερα θεωρείται προνόμιο των καλλιτεχνών και των μουσικών» λέει ο θείος της, αναφερόμενος στο δικαίωμα της ελεύθερης αυτοέκφρασης. Και λίγο πιο πριν: «Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό… ότι αυτά τα εδάφη ήταν ξεχωριστό έθνος; Πέρα από τους πολιτικούς δεσμούς, ήταν ένα έθνος με τον δικό του λαό, μέσα στο μεγαλύτερο έθνος. Μια άκρως παράδοξη κοινωνία με επικίνδυνες ανισότητες αλλά με την προσωπική εντιμότητα χιλιάδων ανθρώπων που φώτιζαν σαν λάμψεις τη νύχτα». Εκ των οποίων, ας το σημειώσουμε, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό ήταν δουλοκτήτες.

Harper Lee

Βάλε ένα φύλακα

Μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου

Εκδ. Bell 2015

Σελ. 287

Τιμή: 14 ευρώ