Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Οικονόμου «Οι εγκλωβισμένοι» (εκδόσεις Ικαρος) είναι από τα καλύτερα της εποχής της κρίσης. Χωρίς να αναφέρει τη λέξη «κρίση» ούτε μια φορά, άχρονο κι όμως απόλυτα σημερινό, τωρινό και ταυτόχρονα δυστοπικό, μπαίνει βαθιά στη σκοτωμένη ψυχολογία του σύγχρονου Ελληνα και στο αρρωστημένο περιρρέον κλίμα χωρίς να κάνει καθόλου κήρυγμα, χωρίς κανένα εμφανές πολιτικό πρόταγμα κι όμως πολιτικό με τον δικό του βαθύ τρόπο, καθώς περιγράφει γλαφυρά και ταυτόχρονα με φυσικότητα τη φτώχεια και την εξαθλίωση που κάποιοι, ακόμη και τώρα, υποτιμούν και αρνούνται να τη δουν ενώ είναι μπροστά στα μάτια τους.

Ο 41χρονος πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Οικονόμου, στο τρίτο του αυτό μυθιστόρημα –είχαν προηγηθεί «Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου» (2009) και «Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι» (2012) από τις εκδόσεις Μελάνι –φτιάχνει μια καλοχτισμένη ιστορία με στιβαρούς χαρακτήρες αναλυμένους βαθιά –αυτό είναι το μεγάλο του όπλο -, με ωραίο γράψιμο, ώριμο και μετρημένο. Διαδραματίζεται στην Αθήνα, δεν λέει ακριβώς πότε, μπορεί σήμερα, μπορεί και σε λίγα χρόνια, και έχει ως βασικό πρωταγωνιστή έναν μικρομαγαζάτορα: έναν ιδιοκτήτη φωτοτυπείου στο κέντρο της Αθήνας, τον πενηντάρη Βασίλη, άνθρωπο χωρίς οικογένεια δική του, απολύτως μόνο: ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν επτά ετών, η μητέρα του είναι πεθαμένη περίπου δέκα χρόνια και ο μεγάλος και μοναδικός αδελφός του έφυγε από το σπίτι και εξαφανίστηκε όταν ήταν έφηβος. Ο επιμελής, υπεύθυνος στη δουλειά του Βασίλης, εξαιρετικά προσγειωμένος και καθόλου γκρινιάρης, έχει ως μόνη γονεϊκή κληρονομιά το μικρό διαμέρισμα όπου μένει στην Πλατεία Βάθη, για απογευματινή παρέα τον 15χρονο μετανάστη Καμάλ, που μένει με τον πατέρα του στο διπλανό διαμέρισμα και στον οποίο διδάσκει δωρεάν ιστορία, ενώ τα πρωινά, στο μαγαζί, πέρα από τον υπάλληλό του Ακη και τον γείτονα ανθοπώλη –και οι δύο αυτοί κάποια στιγμή δραπετεύουν, ο πρώτος μετανάστης στο εξωτερικό και ο δεύτερος στο χωριό –έχει ως παρέα έναν σκύλο, τον Κάλο, που μένει μαζί του το πρωί και μετά επιστρέφει στους δρόμους. Οπως και το πιο παλιό από τα φωτοτυπικά του μηχανήματα, τη Θάλεια, όπως τη λέει, στην οποία μιλάει σαν να ήταν άνθρωπος.

Στον δρόμο του πέφτει μια μεσήλικη συμβολαιογράφος, με διαμέρισμα στο Κολωνάκι, γενικότερη οικονομική άνεση αλλά χωρίς επαγγελματικό αντικείμενο αυτή τη στιγμή και σε φάση κατάθλιψης και απόλυτης μοναξιάς, η οποία, αφού γνωριστούν κάπως, του ζητάει να τη βοηθήσει να αυτοκτονήσει.

Το σκηνικό συμπληρώνεται από μια δυστοπική λεπτομέρεια, τη δημιουργία σταθμών διοδίων κυκλικά στην πρωτεύουσα –εκεί δουλεύει ο μικρός Καμάλ –με μπάρες που σκορπούν μια ανησυχία στον πληθυσμό, ότι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και στο να τον εγκλωβίσουν στο κέντρο της πόλης χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η ακινησία της κοινωνίας

Παρόλο το ζοφερό κλίμα, το βιβλίο δεν είναι απαισιόδοξο. Μες στην ανυπαρξία ζωής έχει ζωή, τη ζωή που υπάρχει τώρα και συνεχίζεται, με ανθρώπους του μεροκάματου που εξακολουθούν να πίνουν τσίπουρο ή μπίρες και να συζητούν, να μάχονται, να προσαρμόζονται και να αγωνιούν, με τον σκύλο του Βασίλη που αποδεικνύεται ότι τις νύχτες έχει άλλο αφεντικό, έναν άστεγο, με το ψευτοδιάβασμα λογοτεχνίας που συνεχίζει να κάνει ο Βασίλης κάθε φορά που του φέρνουν να φωτοτυπήσει ένα βιβλίο, με τα λίγα ψιλά στην τσέπη από τις φωτοτυπίες της ημέρας που του φτάνουν για μια φραντζόλα ψωμί και ένα σπανακόρυζο, όχι όμως για κρέας, αλλά που δεν τον κάνουν να βαρυγκωμά ασταμάτητα. Βέβαια η ακινησία της ελληνικής κοινωνίας είναι παρούσα, σαν λαγός που τον τυφλώνουν τα φώτα των αυτοκινήτων και μένει ακίνητος, «δεν είναι λίγο να βλέπεις τη ζωή σου να αδειάζει, τη δουλειά σου να φθίνει, το περιβάλλον σου να ερημώνει, την πόλη σου, τους φίλους σου όλους να φεύγουν, κανείς να μην αγωνίζεται για τίποτα, όλοι κάτι να περιμένουν, είτε έναν σωτήρα, είτε ένα τέλος, κι αυτό να μην έρχεται».

Επίσης «οι ελπίδες είναι για να διαψεύδονται», «τα συναισθήματα όταν ξεπαγώνουν στάζουν», «η φτώχεια πάει κι έρχεται, χτυπάει στον απέναντι τοίχο και ξαναγυρνάει (…), τη λούζεσαι τη φτώχεια, την ξερνάς και την τρως». Κι όμως ο Βασίλης μηχανεύεται τρόπους, αντλεί δύναμη από τον τελευταίο στην κλίμακα της φτώχειας, τον Καμάλ, που έχει τη ζωτικότητα του εφήβου. Καταφέρνει λοιπόν και σχεδιάζει ένα μέλλον, σε ορίζοντα μεγαλύτερο από αυτόν της πληρωμής της ΔΕΗ και του ΟΑΕΕ στο τέλος του μήνα. Ο μακροπερίοδος λόγος συμβάλλει στη δημιουργία του ομιχλώδους τοπίου, ωστόσο οι χαρακτήρες είναι τόσο στιβαροί που το κάνουν κάποιες στιγμές λουσμένο στο φως του ήλιου. Ενός ήλιου που, μπορεί να μη φωτίζει οπωσδήποτε όλα τα εξωτερικά τείχη που μας εγκλωβίζουν, σίγουρα όμως φωτίζει τα τείχη που κρύβουμε μέσα μας και που είναι τα πιο δύσκολα να γκρεμιστούν.

Δημήτρης Οικονόμου

Οι εγκλωβισμένοι

Εκδ. Ικαρος

Σελ. 232

Τιμή: 13,90 ευρώ