Αν είναι επιτρεπτό να καταμετρούνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός βιβλίου, σαφώς πλειοψηφούν τα πρώτα στο βιβλίο του καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας Νικόλα Σεβαστάκη «Αντρας που πέφτει». Τα δεύτερα όμως, αν και ελάχιστα, είναι τόσο ηχηρά για έναν εξαιρετικά ταλαντούχο (και) πεζογράφο που δεν γίνεται να μην αναφερθούν. Προκειμένου να γίνει σαφές τι ακριβώς εννοούμε, ας πάρουμε για παράδειγμα το θαυμάσιο διήγημα «Ο αυτόχειρας της βροχής», που ακριβώς επειδή είναι αυτό που είναι, θα το ήθελε κανείς ακόμη πιο συναρπαστικό.

Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε πως αναφέρεται σε έναν υπάλληλο του δήμου, στον τομέα του Μητρώου, σε μια επαρχιακή πόλη. Γνωρίζοντας ο ίδιος, εκ των πραγμάτων, περιστατικά που αγνοούν όλοι οι άλλοι, όπως η σύγχυση που βασίλευε στα κληρονομικά ορισμένων επιφανών συμπολιτών, οι γάμοι που είχαν γίνει για λόγους συμφέροντος, οι θυγατέρες τις οποίες είχαν αποκληρώσει οι γονείς τους ή οι ανισόρροποι απόγονοι δυο – τριών ξεπεσμένων τοπικών δυναστειών, επόμενο είναι να μεταβάλλεται σε έναν πόλο έλξης για τους συμπολίτες του που παθιασμένα θέλουν να μάθουν ό,τι γινόταν και ό,τι γίνεται με περισσότερες λεπτομέρειες.

Παρά το ενδιαφέρον που προκαλεί, ο ίδιος φαίνεται να μη συμμετέχει σε τίποτε απ’ όλα αυτά, έτσι ώστε την πράξη της αυτοχειρίας του να μην μπορεί να την εξηγήσει κανείς, αν τελικά έγινε γιατί θέλησε να καταχωριστεί ως συμβάν μέσα σε όσα περιστατικά κατέγραφε ως εκτεταμένης σημασίας ή αν πρόκειται για ένα διάβημα που θα μείνει για πάντα ανεξιχνίαστο. Το εύρημα –αν πρόκειται για εύρημα, εννοούμε ότι είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό –είναι εξαιρετικό τόσο περισσότερο, που τη σύνδεση της υπηρεσιακής του ιδιότητας με την αυτόβουλη έξοδό του από τη ζωή ο Σεβαστάκης δεν την υπαινίσσεται καν. Ετσι ώστε η «διεύρυνση» του θέματος με την προσθήκη λεπτομερειών, όπως ο σχολιασμός της αυτοχειρίας από μια μητέρα, ενώ σαπουνίζει την πλάτη του παιδιού της στην παγωμένη μπανιέρα, ή κάτι αντίστοιχο που λέει ένας άλλος την ώρα που κόβει το λάχανο ή ξεπικρίζει τις μελιτζάνες, να έχει ως αποτέλεσμα να αραιώνει μια ατμόσφαιρα που είχε πυκνώσει δραματικά.

Ξεπροβόδισμα

Μια ανακολουθία που την παρατηρείς ακόμη και σε επιμέρους σημεία της γραφής του Σεβαστάκη, καθώς αδυνατείς να πιστέψεις ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε –πάντα στον «Αυτόχειρα της βροχής» -, ξεπροβοδίζοντας τον ήρωά του, το εξαίσιο «Την ίδια στιγμή, με κάποιου είδους συγχρονισμό, ο ουρανός ξεκίνησε να ανοίγει από το βάθος –στην ευθεία των ακτών της Ιωνίας. Μα τι υπήρχε εκεί πέρα; Ποιο ήταν αυτό το περίγραμμα στο βάθος που ήταν σαν να το θαύμαζε για πρώτη φορά; Λίγο πριν τελειώσουν όλα, η συνείδησή του έψαχνε ακόμα απαντήσεις στο ευχάριστο, ψυχρό αεράκι από το πέλαγος», ενώ λίγες σελίδες πιο μπροστά έχεις διαβάσει το απλώς εντυπωσιακό και φραστικά κενό «»Πάει γραμμή για το μεγάλο μπουρίνι» σφύριζαν μέσα από τα δόντια τους (σημ. οι έμπειροι ψαράδες). Δεν ήξερες μάλιστα αν σφύριζαν οι ίδιοι ή αν ένας προφητικός άνεμος είχε κατακυριεύσει προσωρινά τα στόματά τους».

Μοιάζει σαν ο Σεβαστάκης να μην έχει συνειδητοποιήσει πλήρως πόσο ταλέντο διαθέτει, με αποτέλεσμα να «μπουκώνει» τα κείμενά του με ευρήματα εξαιρετικά, που όμως θα χρειάζονταν πολύ περισσότερες σελίδες για να αξιοποιηθούν πλήρως. Καθώς στο διήγημα «Η μέρα της Πολυξένης» την εντύπωση που έχει –η Πολυξένη –βαδίζοντας στη γειτονιά της «ότι εξερευνά ένα μνημείο τεράστιας έκτασης, μια μυστική πολιτεία που χάνεται στην αυγή του χρόνου», ή την τσιχλόφουσκα που κολλούσε στο κρυφό μέρος του θρανίου, «πόσες χιλιάδες τσίχλες άφησε να πετρώσουν όλα εκείνα τα δώδεκα χρόνια», θα μπορούσε να μην τα έχει στριμώξει ο συγγραφέας σε μισή μόνο σελίδα.

Οι «παραπομπές»

Αναμφίβολα τους ήρωες και των δέκα διηγημάτων του Σεβαστάκη τους συναντάμε σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο ή «ώρα» της ζωής τους, που φαίνεται να προετοιμάζουν αναμνήσεις, όπως με μοναδικό τρόπο το έχει μνημειώσει σε στίχους του ο Τάσος Λειβαδίτης γράφοντας: «Κι ω αναμνήσεις που συγκρατείτε κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε».

Αν και τα διηγήματα δεν διαβάζονται με αστερίσκους που παραπέμπουν σε στίχους ή σε παντός είδους διευκρινίσεις, στον Σεβαστάκη, κατά έναν παράδοξο τρόπο, καθετί που έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο όνομα ή ένα περιστατικό ή μια τοποθεσία, μεταβάλλεται σε στοιχείο μιας άλλοτε ήπιας και άλλοτε καλπάζουσας μυθοπλαστικής έντασης. Ετσι τα ονόματα του ζωγράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη, των ποιητών Γιώργου Σαραντάρη, Νίκου Καρούζου και Γιώργου Καραβασίλη, του τραγουδοποιού Χρήστου Λετονού ή του μυθιστορήματος ακόμα του Ντίνο Μπουτσάτι «Η έρημος των Τατάρων» εγγράφονται σε μια προοπτική που θα τα κάνει αναζητήσιμα με τη νοσταλγία που διατηρούμε για τον ήρωα ενός αφηγήματος.

Οι λεπτομέρειες

«Πού την είχε βρει τόση δύναμη;»

Είναι αυτό ακριβώς που σε κάνει να απορείς με τον Σεβαστάκη, το πώς ενώ στη διαστρωμάτωση δύσκολων και «επικίνδυνων» στοιχείων αναδεικνύεται ένας δεξιοτέχνης, του ξεφεύγουν λεπτομέρειες που μπορεί να μη συνιστούν καν πινελιές, αλλά κι αν δεν γίνεται αισθητό, ζημιώνουν τελικά την ισορροπία του πίνακα. Οπως για παράδειγμα στον «Ανθρωπο της προβέντζας». Ενώ η παρουσία του αφηγητή σπάνια γίνεται αντιληπτή, αίφνης με μια παρατήρηση του τύπου «Πού την είχε βρει ο πούστης τόση δύναμη;» αναρωτιόμαστε ποιο άραγε να είναι το πρόσωπο που παρεμβάλλεται τόσο δυναμικά. Ή ακόμη στο, εξαίσιο κατά τα άλλα, διήγημα «Ο προφήτης της ουράς», ενώ φαίνεται ο Σεβαστάκης να έχει αντιληφθεί τη σημασία του ευρήματός του, ξαφνικά αλλάζει γνώμη και το μεταβάλλει από τη σύνθεση για την οποία προοριζόταν σε ένα στιγμιότυπο.

Αν και ο τίτλος του βιβλίου «Αντρας που πέφτει» θα έκανε τον καθένα να σκεφτεί πως οι πρωταγωνιστές στο σύνολό τους είναι άντρες, καθόλου δεν θα αδικούνταν το βιβλίο σε περίπτωση που τιτλοφορούνταν «Γυναίκα που πέφτει». Αφού μαζί με τον Αιμίλιο, τον Ιορδάνη, τον Μάνο, τον Χάρη ή τον Βλάση εξίσου καλά γνωρίζουμε την Κατερίνα, την Ανθή, την Ελένη, την Ελσα, την Αμαλία. Μπορεί να τις γνωρίζουμε χάρη στις εκμυστηρεύσεις, τα βάσανα ή τα όνειρα των αντρών, δεν παύουν όμως να μοιράζονται μαζί τους την ευθύνη για το ποιοι τελικά είναι οι ίδιοι. Με τον ίδιο συχνά εντυπωσιακό τρόπο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Κεχαΐδη «Με δύναμη από την Κηφισιά», όπου αν και επί σκηνής δεν υπάρχει ούτε ένας άντρας, τους γνωρίζουμε τόσο καλά από τις αφηγήσεις των γυναικών ώστε μοιάζει να πρωταγωνιστούν αποκλειστικά οι ίδιοι.

Nικόλας Σεβαστάκης

Αντραςπου πέφτει

Εκδ. Πόλις, 2015, σελ. 176

Τιμή: 12 ευρώ