Ο Φρόιντ συνήθιζε να λέει ότι κάθε άνθρωπος είναι προϊόν των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας. Ο αφορισμός αυτός θα υποτίτλιζε αβίαστα τη ζωή της Ελενας, της πρωταγωνίστριας του τελευταίου μυθιστορήματος του Θοδωρή Καλλιφατίδη, το οποίο φέρει ως τίτλο την απερίφραστη διακήρυξη Πάντα θα επιστρέφω. Η Ελενα, κόρη πρόσφυγα τσαγκάρη από τον Πόντο, είναι από τη Χρυσοπηγή, ένα μικρό χωριό κοντά στα Γρεβενά. Ηταν μόλις οκτώ ετών στην Κατοχή όταν είδε για τελευταία φορά τον πατέρα της. Τον πέταξαν οι Γερμανοί ένα πρωί σαν σακί πάνω σε ένα καμιόνι χωρίς επιστροφή. Στο ίδιο καμιόνι φόρτωσαν τον εβραίο ράφτη του χωριού και τον γιο του, τον πρώτο παιδικό της έρωτα. Η μητέρα της θα σηκώσει το επαχθές κοινωνικά βάρος της σχέσης της με τον δήμιο του άντρα της, έναν νεαρό γερμανό λοχαγό. Η τύχη της θα αποβεί οικτρή όταν θα ηχήσουν οι καμπάνες της Απελευθέρωσης. Τα τελευταία λόγια στην κόρη της, πριν την πάρουν οι αντάρτες, ισοδυναμούσαν με στοργική διαβεβαίωση: «Μια μέρα θα καταλάβεις». Την ανατροφή της ορφανής Ελενας αναλαμβάνουν ο άκληρος παπάς του χωριού και η γυναίκα του. Η Ελενα ερωτεύεται τον δάσκαλό της, τον Γιάννη, γιο δολοφονημένου στη Μακρόνησο πολιτικού εξορίστου, προκαλώντας τη δυσφορία του χωριού. Παντρεύονται και αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία και από κείνη τη στιγμή ξεκινά η οδύσσεια της προσδοκίας τους να χτίσουν το 1952 τη ζωή τους σαν πρόσφυγες κάτω από έναν ξένο ουρανό. Δεν θα αργήσουν να φανούν οι δυσχέρειες της προσαρμογής στα κέντρα μεταναστών, οι δυσκολίες του αγώνα για την επιβίωση και την καταξίωση στη νέα πατρίδα, αλλά και οι δοκιμασίες και προκλήσεις που θα συναντήσει η σχέση τους. Η ζωή του Γιάννη και της Ελενας μοιάζει να έχει κλείσει τον κύκλο της στην Αυστραλία μαζί με όλες τις περίεργες συμπτώσεις που συνέβησαν. Το 1962 επιστρέφουν στην Ελλάδα και δύο χρόνια μετά αρχίζει το οδοιπορικό της δεύτερης μετανάστευσής τους, αυτή τη φορά στη Σουηδία. Αποκτούν με μεγάλες προσπάθειες μια κόρη. Ο Γιάννης πεθαίνει πρόωρα και η Ελενα, κυνηγημένη από τις νυχτερινές εφόδους των αναμνήσεων, μετακομίζει στη Στοκχόλμη κοντά στην κόρη και στα εγγόνια της. Εχει ήδη καταξιωθεί ως εικονογράφος εκκλησιών. Εκεί, «ευχαριστιόταν με την καμπάνα της εκκλησίας της γειτονιάς της, που μετρούσε τις ώρες επίσημα και τρυφερά. Εκείνη η καμπάνα είχε γίνει η Ελλάδα της» (σ. 355). Είναι η καμπάνα της εκκλησίας του Γκούσταβ Βάσα που όταν χτυπούσε «χτυπούσε για όλους» και ήταν «σαν κάποιος να της κουνούσε το χέρι από τα περασμένα, από μια άλλη ζωή» (σ. 14).

Ο ιστορικός καμβάς

Η οπτική της αφήγησης συνεξετάζει τη ζωή της Ελενας στην Αυστραλία του 1950-60 και στη Σουηδία του 2012 με τις πολλαπλές αναδρομές στη ζωή της στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940, αναδρομές που καταλαμβάνουν το καίριο κομμάτι της αφήγησης. Τα στιγμιότυπα της ζωής της ηρωίδας στον σκανδιναβικό χωροχρόνο προκαλούν συνειρμικά και μέσω λεπτών συμβολισμών τα αντίστοιχα flash back στο απώτερο χθες. Παράλληλα, γινόμαστε συνεπιβάτες στο υπερωκεάνιο «Ελλάς» που πλέει στα ύδατα της πολυτάραχης ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα και προσαράζει στα πιο αιματηρά λιμάνια με πυξίδα τα προσωπικά βιώματα των προσώπων της αφήγησης. Είναι σαν να ξεφυλλίζουμε τη μυθιστορηματική βιογραφία μιας ιστορικής διαδρομής που ανακαλείται στη μνήμη με ρητές αναφορές γυμνού ρεαλισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, στις πληγές της ατομικής και συλλογικής μνήμης του Εμφυλίου, στο μετεμφυλιακό κράτος των κοινωνικών αποκλεισμών και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, στις δοκιμασίες των εκτοπισμένων στα ξερονήσια της εξορίας, στην ηθική χρεοκοπία μιας κοινωνίας που ενθάρρυνε τη μισαλλοδοξία, στη μεροληπτική πολιτική ενός κράτους που στελεχώθηκε από συνεργάτες του κατακτητή, στον αγώνα των ιδαλγών της κοινωνικής δικαιοσύνης να διασώσουν τα «κρυμμένα τιμαλφή» αρνούμενοι να αποκηρύξουν τις αξίες τους, στον εξαναγκασμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων (ή μάλλον ανθρώπινων ερειπίων) στη μαζική μετανάστευση, στο επαίσχυντο εμπόριο νυφών δι’ αλληλογραφίας, στην ντροπή της χούντας.

Η μετανάστευση

Ο Καλλιφατίδης ορίζει το φαινόμενο της μετανάστευσης ως κινητήρα της οικονομικής ανάπτυξης μετά τον πόλεμο, καθώς κέρδιζαν και οι χώρες των μεταναστών και οι χώρες υποδοχής. Η εισροή συναλλάγματος και οι οικονομικές επενδύσεις άλλαζαν την οικονομική όψη της χώρας. Υπογραμμίζεται εμφατικά η κοινωνική και ηθική αλληλεπίδραση μεταξύ αυτοχθόνων και μεταναστών, που μεταμόρφωναν τις χώρες των μεγάλων ευκαιριών σε κέντρα πολυφωνικής πλημμυρίδας. Οι παράμετροι που πραγματεύεται το βιβλίο είναι πολλές: η ανομολόγητη αλήθεια ότι «το όνειρο του μετανάστη δεν είναι να φύγει αλλά να γυρίσει πίσω» (σ. 209)∙ η δεύτερη γενιά μεταναστών που δεν γνώρισε άλλη πατρίδα από αυτήν που δεξιώθηκε τους γονείς τους∙ η ισορρόπηση ανάμεσα σε διαφορετικούς αξιακούς κώδικες, διαφορετικές γλώσσες και νοοτροπίες∙ και τέλος η απομυθοποίηση που επέφερε η οικονομική κρίση αλλάζοντας βίαια τη ζωή όλων σε βαθμό που η «εργασία να λέγεται απασχόληση, η αγάπη σεξ και η μόρφωση επαγγελματικός προσανατολισμός» (σ. 351). Οι τριγμοί του «οικοδομήματος» πάντα σείουν το «εποικοδόμημα».

Η μνήμη

Ο συγγραφέας μάς προσφέρει μια μυθιστορηματικά μεταμφιεσμένη φιλοσοφική σπουδή πάνω στον έρωτα και τον θάνατο, στην απώλεια και τη μοναξιά, στη φθορά και τη μνήμη. Τον απασχολεί η υπαρξιακή και βιωματική σχέση των ηρώων του με την ιστορία και ο τρόπος με τον οποίο διαθλώνται τα ιστορικά γεγονότα στις διαπροσωπικές σχέσεις των απλών ανθρώπων, των αφανών υποζυγίων του ιστορικού κόστους, ενώ την ίδια στιγμή το μεγάλο διακύβευμα δεν είναι η δικαίωση της μιας ή της άλλης διεκδίκησης αλλά η κατηγορηματική κατάφαση στην αξία και την υπεραξία της έννοιας «άνθρωπος». Τον απασχολεί η θνησιγενής μάχη του ανθρώπου να απελευθερωθεί από τους εφιάλτες και τα φαντάσματα του παρελθόντος∙ η ψυχική δοκιμασία του ανθρώπου στην αναμέτρησή του με μυστικά που αγωνιά να παραχώσει στην αφάνεια αλλά μένουν μέσα του «σαν μια κραυγή που δεν έβγαλε, σαν μια πείνα που δεν χόρτασε» (σ. 356)∙ η έννοια της αθέλητης, κατά τον Προυστ, μνήμης που εγείρεται οδυνηρά και εφιαλτικά από συμπτώσεις και τυχαίες αφορμές∙ η ισόβια επικυριαρχία της ανίατης παιδικής πληγής («της έλειπε ο πατέρας της, καμιά φορά τόσο πολύ που πονούσε όλο της το κορμί», σ. 32). Οταν ο Καλλιφατίδης φωνάζει «Πάντα θα επιστρέφω», διακηρύσσει την ανάγκη να μην εκχωρηθεί ούτε σπιθαμή στη δικαιοδοσία της λήθης («Ηθελε να θυμάται τους νεκρούς της», σ. 79), την ανάγκη να συνομιλεί με όσους χάθηκαν («όλοι πεθαίνουν μια μέρα, μα όσο τους θυμόμαστε δεν είναι νεκροί», σ. 39) και να εμψυχώνει με το πληγωμένο μολύβι του νόστου τις εικόνες των πεφιλημένων ανθρώπων που χάθηκαν: «Στις σκιές εκείνου του σπιτιού, σε κάθε γωνιά και σε κάθε δωμάτιο και σε κάθε αντικείμενο, υπήρχαν ίχνη από τους ανθρώπους που αγαπούσε» (σ. 64).

Λύτρωση

Η Μνήμη φοράει ξυλοπάπουτσα

Η Ελενα, παίγνιο στα υπέρτερα χέρια της ιστορίας και της μοίρας, λυτρώνεται όταν ύστερα από χρόνια επιστρέφει στη Χρυσοπηγή για να ξαναβρεί την ηλικία της αθωότητας, να συνομιλήσει με τις βαθιές πληγές της και τα εις βάρος της εγκλήματα που σκέπασε η υπόλογη σιωπή των άλλων, να αποτινάξει αναστολές, παρελκυστικούς δισταγμούς και ανύπαρκτες ενοχές. Αδιαφορεί απέναντι στις εκκλήσεις για συγχώρεση εκείνων που έπραξαν το κακό («Ας σε συγχωρέσει ο Θεός… εγώ δεν μπορώ», σ. 300) και με τον τρόπο αυτό αποκαθιστά διά της Νεμέσεως την ηθική τάξη των πραγμάτων. Μπαίνει στο ερειπωμένο πατρικό σπίτι και αναβαπτίζεται σκιτσάροντας στο μπλοκ τις μορφές των ανθρώπων της. Η επαναφορά της τάξης επήλθε. Με τις εικόνες ζωντανεμένες στον φυσικό τους χώρο η ίδια πέτυχε τον οριστικό αυτοκαθορισμό της. Οχι τόσο επειδή «οι πεθαμένοι δεν μας αφήνουν ούτε γρήγορα ούτε εύκολα» (σ. 354) όσο επειδή η μνήμη στάθηκε δίπλα της πιστή αρωγός. Ισως επειδή η μνήμη, όπως έγραψε ο Σεφέρης στο Ημερολόγιο καταστρώματος Γ’, «όπου και να την αγγίξεις πονεί». Ισως πάλι επειδή, για να παραφράσω έναν γνωστό στίχο του Ρίτσου, η Μνήμη φοράει ξυλοπάπουτσα. Και όταν μας επισκέπτεται, τότε ο βαρύς και ηχηρός βηματισμός της σηκώνει τη σκόνη της λήθης από την επικράτεια των ονείρων μας και των «κρυμμένων τιμαλφών».

Βιβλία σε είκοσι γλώσσες

Ο ποντιακής καταγωγής Θοδωρής Καλλιφατίδης άρχισε τις μετακινήσεις από μικρός. Στα οκτώ του ήρθε στην Αθήνα από τους Μολάους όπου γεννήθηκε. Και αφού τελείωσε το Ε’ Γυμνάσιο Αρρένων, σπούδασε στη Σχολή του Καρόλου Κουν, έκανε στρατό και εγκαταστάθηκε στη Σουηδία. Εχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα· έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.

Θοδωρής Καλλιφατίδης

Πάντα θα επιστρέφω

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015, Σελ. 368

Τιμή: 18 ευρώ