Τέλος Ιουνίου, λίγο πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, σε ένα κλίμα γενικευμένης αγωνίας για τις πολιτικές εξελίξεις, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του Μανώλη Γλέζου. Δεν ήταν πολιτικό, ήταν αναπάντεχα λογοτεχνικό. Ενα παλιό του σχέδιο έπαιρνε σάρκα και οστά στην πιο κρίσιμη πολιτικά περίοδο των τελευταίων χρόνων για την Ελλάδα αλλά και για την Αριστερά. Τότε το βιβλίο δεν προσέχθηκε, κανένα σχεδόν βιβλίο δεν προσέχθηκε εκείνη την περίοδο, όμως εκ των υστέρων αν το δει κανείς, θαυμάζει την ψυχραιμία και την απόσταση του Γλέζου από τα πράγματα, την ώρα ακριβώς που βρισκόταν και ο ίδιος μέσα στη φωτιά.

Το βιβλίο είναι ένας τόμος με ποιήματα. Ποιήματα όχι σκόρπια, ποιήματα που αφορούν όλα τις Κυκλάδες, τον τόπο του, ποιήματα άλλοτε δωρικά και άλλοτε λυρικά, πάντα ενδιαφέροντα και καλογραμμένα, ποιήματα που περιγράφουν τα νησιά, αλλά κυρίως την ιστορία τους, τους αγώνες τους και τους ανθρώπους τους –γνωστούς και αγνώστους, στους οποίους μάλιστα αφιερώνει κάθε φορά ένα από αυτά. Χειρίζεται μάλιστα ο Γλέζος ένα λεξιλόγιο θαυμαστό, που χρειάζεται γλωσσάρι (στο τέλος του βιβλίου) για να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει πλήρως τα νοήματα και τις ποιητικές εικόνες. Είναι η γλώσσα των Κυκλάδων, γλώσσα που έχει ομοιότητες και με τα κρητικά, εξού και κάποιοι ειδικοί, γράφει ο ίδιος ο ποιητής, την ονομάζουν κυκλαδοκρητικό ιδίωμα.

Ολα τα νησιά

Τα 120 ποιήματα του τόμου είναι χωρισμένα με βάση τα νησιά στα οποία αναφέρονται. Οι Κυκλάδες έχουν όλες την τιμητική τους, κάθε νησί, μεγάλο και μικρό, χωριστά. Το εντυπωσιακό είναι ότι τα περισσότερα τα έγραψε τώρα. Για την ακρίβεια, τα 53 είναι γραμμένα από το 1949 μέχρι το 2013, δημοσιευμένα συνήθως σε περιοδικά ή άλλα βιβλία, ενώ τα υπόλοιπα 67 γράφτηκαν από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι τις αρχές του 2015, όταν δηλαδή ο Μανώλης Γλέζος βρισκόταν στην Ευρωβουλή!

Χρειάζεται προφανώς και η μεγάλη απόσταση για να δεις τον τόπο σου καθαρότερα, είναι και που η υγεία του δεν του επέτρεπε να ταξιδεύει για να έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο στην Ελλάδα, όπως κάνουν συνήθως οι ευρωβουλευτές. Είναι και η απομόνωση από το αναπόφευκτα πολυάνθρωπο κοινωνικό του περιβάλλον στην Ελλάδα.

Τα ποιήματα αυτά αντανακλούν τη γνωστή του ευρυμάθεια και τη συνήθειά του να καταπιάνεται με απρόβλεπτα γνωστικά πεδία. Και καθόλου δεν υποκύπτουν σε κάποια φολκλορικού ή τουριστικού τύπου περιγραφή των νησιών. Σε βαθμό που να αισθανθεί ο ίδιος ο Γλέζος την ανάγκη να γράψει στο τέλος του βιβλίου, στο επίμετρο: «Σε παρέσυρε ο τίτλος, αγαπητέ αναγνώστη. Να ξεφύγεις ήθελες με μιαν εκδρομή στα Κυκλαδονήσια κι ήρθες ανίδεος για την τρικυμία που σε βρήκε. Λαχταρούσες οράματα και μύθους, ηρεμία και ησυχία. Σε πότισα με το φαρμάκι του πόνου».

Η έκδοση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και ταυτόχρονα λιτή. Περιλαμβάνει στο τέλος του βιβλίου επίμετρο, γλωσσάρι, σημειώσεις για πρόσωπα στα οποία γίνονται αναφορές, βιογραφικό και εργογραφία του Μανώλη Γλέζου.
Το σπίτι που γεννήθηκα

Στη Λαλά μου τη Μπακαλοσοφιά και στην κόρη της, Ειρήνη Γλέζα

Το σπίτι που γεννήθηκα / μιαν ανεμοφωλιά, μιαν αειφόρα οπτασία, / στ’ Απεραθιού και της ιστορίας τα διάσελα, / στης Φυροΐστρας την πιο αψηλή τη ρύμνη, / ένα σημάδι στο δρόμο του ήλιου, της ζωής μου το σημάδι, / πάνω στην πλάτη της Ψάρης Πλάκας.

Το σπίτι που γεννήθηκα / ένας λύχνος να καίει, / στο μεσιανό δοκάρι. / Το κατώι με τις ζούλες, / μία προστιάδα στην αυλή την ολόγιομη από παιδικές φωνές. / Το μαερειό, η παραστιά με τη φωτιά, / όλους τους μήνες με τα ρω, / να συμπαίνουν με δαυλιά / οι θυατέρες της ελπίδας.

Το σπίτι που γεννήθηκα, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, ασμυριγλένιαν αντοχή και φυλαχτάρι, / σ’ όλες τις στιγμές της αγωνίας στ’ αλώνια του θανάτου.

Το σπίτι που γεννήθηκα μιαν ακατέλυτη νοσσά./ Γλυκό θυμητάρι η πλημμυρίδα των αισθήσεων / και των χρωμάτων η πανδαισία / όλες οι άνοιξες που ‘φερναν καλοκαίρια / κι όλες οι οπώρες της γης που φθίνουν / με τον αμπυρήνα να ζεσταίνει / την απαντοχή για το αύριο.

Το σπίτι που γεννήθηκα / πάντα με περιμένει να με γεννήσει / στις στέρφες μέρες της απελπισιάς / μετά από κάθε αστοχία, / ύστερ’ από κάθε αποτυχία, / από τους κατατρεγμούς της ήττας.

Γλωσσάρι (ενδεικτικά):

Λαλά: η γιαγιά

Ρύμνη: η οδός μέσα στον οικισμό. Αρχ. ρύμη (στενή οδός)

Ζούλα: η γίδα, η κατσίκα

Ασμυρίγλι: η σμύρις, η σμύριδα

Αμπυρήνας: ο πυρήνας της ελιάς, το λιοκούκουτσο

Μανώλης Γλέζος

Στα Κυκλαδονήσια η αίσθηση στο φως στιχουργεί

Εκδ. Gutenberg, 2015, σελ. 344

Τιμή: 12 ευρώ