Το ένατο βιβλίο – και έκτο μυθιστόρημα – της Ιωάννας Καρυστιάνη λέγεται «Το φαράγγι» και κυκλοφορεί τη Δευτέρα. Πρόκειται για μια κατάδυση στον κρητικό χαρακτήρα, έναν ύμνο στη σφακιανή φύση αλλά και ένα σημαντικό, από κάθε άποψη, μυθιστόρημα της εποχής της ελληνικής κρίσης.

Η κρίση είναι δύσκολο να αποτυπωθεί εν βρασμώ, λένε, αυτό όμως είναι και δεν είναι σωστό γιατί στην περίπτωσή μας πρόκειται για έξι γεμάτα χρόνια, το «εν βρασμώ» έχει περάσει ένα σωρό φάσεις, έχουμε στενοχωρηθεί, κλάψει, αντιδράσει, θυμώσει, νικήσει και ηττηθεί, έχει κάνει τόσους κύκλους μέσα μας αυτή η ιστορία, ώστε οι πιο προικισμένοι από τους λογοτέχνες μας, και όσοι μάλιστα από αυτούς παρακολουθούν ψυχή τε και σώματι τα τεκταινόμενα, να έχουν προλάβει να χωνέψουν πια τα βασικά χαρακτηριστικά της και να τα αποδώσουν στο ακέραιο.

Ισως μάλιστα δεν είναι τυχαίο που δύο σημαντικά μυθιστορήματα της κρίσης έρχονται από κρητικές συγγραφείς μας – το νησί διακρίνεται και για το εξεγερτικό αλλά και για το πρακτικό του πνεύμα – και μάλιστα και στις δύο πιθανές εκδοχές τους: σε μια κατά μέτωπο αντιμετώπιση, όπως είναι το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη («Η άκρα ταπείνωση») και σε μια έμμεση, που χειρίζεται την κρίση όχι ως πρωταγωνίστρια αλλά ως δυναμικό φόντο, όπως στο φρεσκοτυπωμένο «Φαράγγι» της Ιωάννας Καρυστιάνη.

Κι εδώ πρέπει να ειπωθεί κάτι που, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικό: η Καρυστιάνη καταφέρνει με τον πιο φυσικό και αφοπλιστικό τρόπο, με τους τρόπους που έχει η καλή λογοτεχνία, να συντρίψει τα επιχειρήματα περί συλλογικής ευθύνης στην κρίση. Η ευφυής ιδέα της να στήσει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα γύρω από την κατάβαση επτά αδελφών κάποιας ηλικίας σε ένα χανιώτικο φαράγγι, ως χρέος που είχαν αναλάβει στη μνήμη του πεθαμένου πατέρα τους, έχει τον ισχυρό συμβολισμό της οικογενειακής συμφιλίωσης αλλά κυρίως της εμβάθυνσης στον εαυτό και στα μύχια μυστικά του, σε όλα αυτά που θέλει κανείς να αποκαλύψει αλλά δεν μπορεί, δεν θέλουν να βγουν από το στόμα. Το φαράγγι, ως πέρασμα από τα έγκατα της γης, γίνεται και πέρασμα από τα ψυχικά βάθη, διακρίνει κανείς εκεί τα ουσιώδη, τα λάθη που έκανε και τον βασανίζουν, αυτά που δεν έκανε και επίσης τον βασανίζουν, την ανάγκη να μοιραστεί χαρές, αποτυχίες, μικρά και μεγάλα εγκλήματα, με ανθρώπους που είναι εντέλει το δικό του αίμα, με ανθρώπους που αποχωρίστηκε στην ενηλικίωση αλλά που μένουν στο τέλος μοναδικά του στηρίγματα.

Οι συνέπειες της κρίσης είναι απολύτως ορατές στη ζωή τους. Ο εβδομηντάρης πρωτότοκος, που έχει δύο φούρνους (τον ένα κληρονομημένο από τον πατέρα του) και τα φέρνει βόλτα καλά, προσπαθεί να βοηθήσει όσους έπεσαν θύματα των συνθηκών ή, απλώς, της ζωής. Εναν αδελφό λ.χ. που έκλεισε μαγαζί και έγινε ταξιτζής νύχτα στην Αθήνα. Ή έναν γαμπρό που χρεοκόπησε. Ή μια αδελφή που την παράτησε ο άντρας της. Είναι ο στυλοβάτης, όμως οι άλλοι έχουν ο καθένας τον χαρακτήρα τους, ιδίως οι τρεις αδελφές του.

Ε, λοιπόν, όμως, σε όλη αυτή τη διάρκεια της πολύωρης κατάβασης, που φτάνουν όλοι να κάνουν απολογισμό στη ζωή τους, να εκμυστηρευτούν κάτι από τα λάθη τους, κανείς δεν μιλάει για το πόσο φταίμε όλοι για όσα πάθαμε. Και είναι λογικό. Οχι γιατί μεταθέτουν την ευθύνη –κάποιοι σιχτιρίζουν και ονομαστικά ορισμένους πολιτικούς και τραπεζίτες. Αλλά γιατί κανείς δεν αυτομαστιγώνεται για κάτι στο οποίο δεν φέρει προσωπική ευθύνη. Συλλογική ευθύνη δεν υπάρχει ούτε για τους Γερμανούς, έστω και αν ο μισός πληθυσμός υποστήριξε ενεργά τους Ναζί. Πόσω μάλλον για μια χρεοκοπημένη χώρα. Αν έστω και ένας από τους επτά, που συναποτελούν μια απλή οικογένεια μακριά από τις ίντριγκες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, έλεγε μια παρόμοια φράση, το μυθιστόρημα θα πήγαινε κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων ως αναξιόπιστο. Οταν κάνει κανείς απολογισμό, μπορεί να καταλογίσει στον εαυτό του μειωμένα αντανακλαστικά σε μια κατάσταση κρίσης, όχι όμως ευθύνη για τη δημιουργία της αν δεν συνέβαλε προσωπικά. Η ευθύνη είναι θέμα συνείδησης, όχι πολιτικού καταλογισμού.

Καλά χωνεμένο

Το «Φαράγγι» έχει όμως πολύ περισσότερα να πει –αν σταθήκαμε κάπως δυσανάλογα στο πολιτικό στοιχείο είναι γιατί ακριβώς είναι πολύ καλά χωνεμένο και γιατί σε έναν μελλοντικό αναγνώστη θα αποτελεί καταγραφή της εικόνας τού πώς βίωνε την κρίση και τι έλεγε γι’ αυτή ο καθημερινός άνθρωπος. Μέσα από την εξέλιξη της πλοκής παρακολουθούμε στενά τη ζωή αυτής της πολυπληθούς οικογένειας –η συγγραφέας είναι και η ίδια το όγδοο από τα εννέα παιδιά της οικογένειάς της -, τις αγωνίες και τα πάθη της, τις ιδιαιτερότητες και τις αποχρώσεις του κρητικού χαρακτήρα, το πώς αυτός όμως έχει εξελιχθεί με τα χρόνια, ποιες παλιές νοοτροπίες επιβιώνουν ακόμα και ποιες παραμερίζονται. Ο τελευταίος λ.χ. από τα παιδιά, που έχει κάνει ναυτικός, ενώ νέος ήταν πλακατζής και γυναικάς, αυτοεξορίστηκε στην Αλεξανδρούπολη όπου έγινε κλειδαράς, παρατώντας τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, και έγινε πολύ κλειστός χαρακτήρας λόγω τύψεων για ένα πολύ σημαντικό γεγονός της ζωής του που αποκαλύπτεται προς το τέλος. Μια άλλη αδελφή ζει και αυτή στην Καστοριά, είναι ζωγράφος και ιδιαίτερα ατίθαση και ερωτεύεται έναν μονόχειρα συγκινημένη ακριβώς από αυτή την ιδιαιτερότητά του. Μια άλλη αδελφή, αμίλητη και κλειστή, πενθεί τον άντρα της που σκοτώθηκε πρόσφατα και κάπως μυστηριωδώς πέφτοντας με το μηχανάκι του από έναν γκρεμό στη Μαλάξα. Η τρίτη αδελφή βασανίζεται από τον εξευτελισμό που την παράτησε ξαφνικά ο άντρας της ύστερα από τόσα χρόνια για μια άλλη.

Η ομοφυλοφιλία

Και υπάρχει και ο γκέι αδελφός, γύρω από τον οποίο πλέκονται μερικές από τις πιο συγκινητικές σελίδες του βιβλίου. Οταν έγινε αντιληπτή η ομοφυλοφιλία του, ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει στην Ιταλία (φαρμακοποιός) για να αποφύγει το σκάνδαλο. Εκεί γνώρισε τον Μάουρο, με τον οποίο ζουν για δεκαετίες μαζί στη Φεράρα. Στο βιβλίο εξιστορείται η σταδιακή εξοικείωση της οικογένειας με την κατάσταση αυτή, η προσεκτική αποκατάσταση των σχέσεων, η υποδοχή του ζευγαριού, έστω για διακοπές, και μια τελική απίστευτα συγκινητική χειρονομία της ετοιμοθάνατης μάνας προς αυτόν τον Ιταλό που, παρ’ όλα αυτά, φρόντισε τη συναισθηματική ισορροπία τού πιο ευάλωτου και μοναχικού παιδιού της. Μια χειρονομία που με τον τρόπο και στον χρόνο που πραγματοποιείται γίνεται το απόλυτο σύμβολο κάθε είδους συμφιλίωσης, η συμβολική Ιθάκη του προορισμού μιας δύσκολης πορείας, στο φαράγγι ή αλλού.

Ενδιάμεσα η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν παραλείπει να ασχοληθεί με ένα άλλο δύσκολο θέμα, αυτό της αυτοκτονίας λόγω χρεών, που στην Κρήτη έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Είναι ένα μείγμα αξιοπρέπειας και ευθύνης, ανθρώπων υπερβολικά υπερήφανων για να δεχθούν τη βοήθεια άλλων –«Τα χρέη μου τα κανονίζω μόνος μου» λέει κάποιος αρνούμενος χρήματα, πριν αποφασίσει να γίνει αυτόχειρας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει όμως να γίνει στη γλώσσα της συγγραφέως, ένα σωστά υπολογισμένο μείγμα καθημερινών και ιδιωματικών λέξεων, που αυξάνει κάθετα τη χαρά της ανάγνωσης χωρίς να βάζει εμπόδια στην κατανόηση. «Φουριαρεύω», «νταμαχιά», «ζάλοι», «αντρούτσος», μερικές από τις λέξεις που σπέρνονται εδώ κι εκεί χωρίς να απαιτούν άμεση καταφυγή –συχνά ανώφελη, επιπλέον –σε λεξικά. Οσο για τη φύση, αυτή είναι ο πραγματικός έμμεσος πρωταγωνιστής σε αυτή την κατάβαση των επτά στο Ασφεντιανό φαράγγι –αυτό είναι το φαράγγι του τίτλου -, με τους γυμνούς βράχους, τα λουλούδια με την περιγραφή και τις ονομασίες τους, τη γριά που φιλεύει σφακιανές πίτες τους επτά περαστικούς –μέρος και αυτή του άγριου τοπίου.
Πρόστιμα, φόροι και «κανάγιες υπουργοί»

«Η Ευδοκία τα άκουγε αυτά από τους πάντες, ο κόσμος είχε γανιάξει από τα χρέη, στην τηλεόραση άκουγες συνεχώς το πρόστιμο, τα πρόστιμα, των προστίμων και οι κανάγιες υπουργοί στα παράθυρα ακόμη και την καλημέρα στους τηλεθεατές την ανακοίνωναν σαν καινούριο φόρο.

Τα δύο τελευταία χρόνια δεν της κλέβανε τη νύχτα τα λεμόνια από την αυλή της; Η Ιπποδάμεια στην καφετέρια δεν της έλεγε ότι περαστικοί σουφρώνουν τα φακελάκια με τη ζάχαρη και τα αφάγωτα συνοδευτικά μπισκοτάκια; Οτι κλέβουν και το χαρτί τουαλέτας; Στο μνημόσυνο δεν είχε γίνει σκοτωμός αγνώστων για τα κόλλυβα και τα κεκάκια; Η Αλεξάνδρα που πήγαινε φορτία με ψωμοειδή στα συσσίτια του Αγίου Νικολάου δεν είχε δηλώσει φαρμακωμένη βλέποντας στην ουρά και γνωστούς;»

(απόσπασμα από το βιβλίο)

Ποιο φαράγγι να διαλέξεις;

«Η επιλογή του τόπου και όλα τα σχετικά ευθύνη του Βαρδή, εν καιρώ, δεν βιάζονταν, θα ήταν ωραίο να ανταλλάσσουν γνώμες, να το περιμένουν, θα μεγάλωνε η σημασία της περιπέτειας.

Τα Δώματα Κλάδου, δώδεκα ώρες πορεία ως την έξοδο του φαραγγιού κι άλλες τρεις ως την Αγιά Ρουμέλη ήταν άσκηση για λοκατζήδες ή ορειβάτες με πατέντα και αποκλείστηκαν ως όνειρο απατηλό και άπιαστο.

Ομοίως η Ελιγιά, που απαιτούσε πέντε ώρες βάδην και κατά τόπους κάθοδο με σχοινιά.

Η βασίλισσα Σαμαριά, ο Φάραγγας, ήταν η πρώτη βατή και λογική φιλοδοξία, μα καθώς τα χρόνια περνούσαν τα δεκαέξι χιλιόμετρα έμοιαζαν πολλά κι εξάλλου τα στίφη των τουριστών στον διάσημο δρυμό δεν θα τους άφηναν στην ησυχία τους, θα τους στερούσαν την αίσθηση ότι ξεμοναχιάζονται και ξαναβαφτίζονται στην κολυμβήθρα της οικογένειας.

Μετά τη Σαμαριά, τι; Ο ακαταπόνητος Βαρδής πήγαινε μόνος για κατόπτευση, τσεκάριζε τις δυσκολίες, σημείωνε τις ομορφιές, χρονομετρούσε, το πέρασμα της Αράδαινας τρεις ώρες, του Καβή δύο μέσα συν τέσσερις ως την παραλία του Ηλιγγα, το κατάφυτο του Βαρθολομά τέσσερις ώρες, το αριστουργηματάκι της Ιμβρου με τις ωραίες πόρτες στην είσοδο και στην έξοδο δυόμισι ώρες, το Σφακοφάραγγο του Καλλικράτη, που βγαίνει στη Σκαλωτή, δυο ώρες».

(απόσπασμα από το βιβλίο)

Ιωάννα Καρυστιάνη

Το φαράγγι

Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 272

Κυκλοφορεί: 12 Οκτωβρίου 2015

Τιμή: 15 ευρώ