Υπάρχουν περιηγητές και περιηγητές διά μέσου της Ιστορίας. Κάποιοι στην υπηρεσία της εκάστοτε αυτοκρατορίας, άλλοι σε μυστική στρατιωτική αποστολή, κάποιοι τρίτοι ως εξερευνητές, χαρτογράφοι, πρώιμοι ανθρωπολόγοι ή αυστηρά επιστημονικοί μελετητές. Υπάρχει βεβαίως πάντα και η αναψυχή που υφέρπει ως υποσυνείδητη επιθυμία του επίδοξου ταξιδιώτη –και η Ιταλία είναι ένας πρόσφορος, πολιτισμένος, χιλιομελετημένος προορισμός. Ο Γκαίτε όμως, παρά τη διαμονή του από τα 25 του χρόνια και για όλη την υπόλοιπη ζωή του στην Αυλή της Βαϊμάρης όπου διετέλεσε μεταξύ άλλων προσωπικός φίλος και υπηρεσιακός σύμβουλος του δούκα Καρόλου Αυγούστου, είναι πρωτίστως λογοτέχνης. Ετσι η καταγραφή υπό επιστολική και ημερολογιακή μορφή του ταξιδιού του στην Ιταλία αποκτά πρόσθετο ειδικό ενδιαφέρον.

Στα 1786 ο Γκαίτε είναι 37 ετών και ήδη διάσημος μετά τη δημοσίευση του έργου του Γκετς φον Μπέρλιχινγκεν το 1773 και κυρίως του «μπεστ σέλερ» της εποχής Τα πάθη του νεαρού Βερθέρου τον ακριβώς επόμενο χρόνο. Πρέπει να ασφυκτιούσε υπό το βάρος των υπηρεσιακών του καθηκόντων και της πνευματικής ευθύνης (ήδη συναποτελούσε με τον Χέρντερ, τον Σίλερ και τον Βίλαντ την περίφημη τετράδα του Διαφωτισμού της Βαϊμάρης), πιθανότατα και λόγω της καταπιεστικής ερωτικής του σχέσης με την αρκετά μεγαλύτερή του κυρία Σαρλότε φον Στάιν. Ετσι αποδιδράσκει από το Κάρλοβι Βάρι, την περίφημη λουτρόπολη της Βοημίας, όπου βρισκόταν το καλοκαίρι εκείνο με τον Κάρολο Ιωσήφ. Λίγα γνωρίζουμε για τα πραγματικά του κίνητρα πέραν του ότι η Ιταλία ήταν για αυτόν ένας αρχετυπικός τόπος τόσο από πολιτισμική όσο και από γεωκλιματική άποψη, για τον οποίο μάλιστα δήλωνε επί χρόνια ότι συνιστά έναν προορισμό που απαιτεί ειδική γλωσσική, ψυχολογική και επιστημονική προεργασία.

Σημειώσεις και επιστολές

Το ταξίδι διαρκεί εννιά ολόκληρους μήνες (Σεπτέμβριος 1786 – Μάιος 1787) και περιλαμβάνει και μια πρόσθετη πολύμηνη διαμονή στη Ρώμη που δεν περιλαμβάνεται στον παρόντα τόμο. Ο Γκαίτε ξεκινά από τις παρυφές των Αλπεων (Μπολτζάνο, Τρέντο), περνά από τη Βερόνα και την Πάντοβα, καταλήγει στη Βενετία και επανεκκινεί για τη Ρώμη όπου θα περάσει το μεγαλύτερο διάστημα του ταξιδιού. Καθ’ οδόν επισκέπτεται μεταξύ άλλων τη Φεράρα, την Περούτζια και την Ασίζη, ελάχιστα (περιέργως) μένει στη Φλωρεντία, ενώ διαθέτει αρκετό από τον χρόνο του στη Νάπολι και τα περίχωρά της (Βεζούβιο, Σαλέρνο κ.λπ.), για να καταλήξει διά θαλάσσης στη Σικελία, την οποία και καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό (Παλέρμο, Ταορμίνα, Κατάνια, Μεσσήνη). Σε όλη τη διαδρομή κρατάει σημειώσεις και στέλνει επιστολές ενώ συχνά-πυκνά επεξεργάζεται κάποια από τα επόμενα έργα του πιστεύοντας ότι πρέπει να αξιοποιήσει το γεγονός ότι βρίσκεται σε ένα ευχάριστο κλίμα, συμβιώνοντας με έναν φιλόξενο και ευχάριστο λαό σε ένα ποικίλο τοπίο όπου, σε αντίθεση με τον γερμανικό Βορρά, ζεις την κάθε ώρα της μέρας.

Το πρόταγμα του βιβλίου που αναφέρεται στους περίφημους βουκολικούς πίνακες του Νικολά Πουσέν με το επίγραμμα Et in Arcadia ego, συχνότατα διαψεύδεται από το κριτικό και έντονα χιουμοριστικό πνεύμα του Γκαίτε. Δεν έχουμε εδώ έναν καταχαρούμενο ρομαντικό ταξιδιώτη σε αναζήτηση του παραδείσου, αλλά ένα πνεύμα σε εγρήγορση, που ανασκάπτει το νόημα των πραγμάτων, καταγράφει διαφορές νοοτροπίας και ηθών, περιγράφει με επιμέλεια τοπία και μνημεία και δεν παραλείπει να διατυπώνει την πεποίθησή του ότι μόνο στη χώρα του μπορεί τελικά να ζει και να δημιουργεί, ακόμη και σε στιγμές ειδυλλιακές όπου το κρασί ρέει άφθονο και η θάλασσα λαμπυρίζει. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον του Γκαίτε για την επιστήμη της εποχής του και εντυπωσιαζόμαστε ήδη από τις πρώτες σελίδες όταν κάνει μια γεωλογική ανάλυση των κοιλάδων του Ρήνου ή λίγο αργότερα όταν περιγράφει λεπτομερώς τη λειτουργία της παλίρροιας στη Λαγκούνα της Βενετίας και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν τα αντιπλημμυρικά και λιμενικά έργα της μοναδικής αυτής πόλης. Παρατηρεί παράδοξες λεπτομέρειες στη φύση χωρίς να παρακάμπτει δευτερεύοντα είδη (σαλιγκάρια, καβούρια, υδρόβια βλάστηση), τον απασχολούν η γεωπονική και η πολεοδομία, σκιτσάρει βουνά και πεδιάδες, αναμετράται με τις ιδιότητες του φωτός. Ο Γκαίτε γνωρίζει καλά ότι δεν έχει να κάνει εδώ με μια μυθική Αρκαδία αλλά με ένα τοπίο διάσπαρτο από τα έργα του ανθρώπου, κατάστικτο από παρεμβάσεις, έγγειες βελτιώσεις, ποικίλες υποδομές, δρόμους και υδραγωγεία, και όλα αυτά εν είδει αλλεπάλληλων πολιτισμικών επιστρώσεων. Ετσι, παρά την ευφρόσυνη και ενίοτε θαυμαστική του στάση, σπανίως εμφανίζει διάθεση αμιγούς ρομαντικής ονειροπόλησης. Είναι διαυγής, απλός και εξαιρετικά σύγχρονος.

Η αρχόντισσα κι οι ιερείς

Ταυτόχρονα τον απασχολεί η ντόπια ηθολογία. Εντυπωσιάζεται από μια αρχόντισσα στη Νάπολι που τον φλερτάρει υποδορίως όταν αμφισβητεί τη χρησιμότητα των νόμων πέραν του ότι μας κάνουν περισσότερο εφευρετικούς για να τους παραβούμε (σας θυμίζει κάτι αυτό;). Περιγράφει καταλεπτώς μια παράσταση έργου του Γκολντόνι στη Βενετία διαπιστώνοντας την ταύτιση των θεατών με τις επί της σκηνής αντανακλάσεις τους, ενώ σατιρίζει τη βουλιμία των καθολικών ιερωμένων και την προσπάθειά τους να ταυτισθούν με την άρχουσα τάξη σε ένα επίσημο δείπνο. Εκπλήσσεται από τον ενθουσιασμό ενός νεαρού που αποθαυμάζει τον κόλπο της Νάπολι με την κραυγή «μα είναι η πατρίδα μου». Παρατηρεί καταλεπτώς τις βόλτες των πλουσίων με τις άμαξές τους και το συναφές τους κόρτε, ενώ κάνει εύστοχες παρατηρήσεις για τη θρησκευτική αρχιτεκτονική αλλά και τις πολιτισμικές διαφορές Ελλήνων και Ρωμαίων.

Φρεσκάδα

Προτιμά τους ανθρώπους από την τέχνη

Και η τέχνη σ’ αυτήν τη χώρα-μουσείο; Περιέργως, και αντίθετα απ’ ό,τι θέλουν ορισμένες κονσερβαρισμένες προσεγγίσεις, τον απασχολεί πολύ λιγότερο. Προτιμά να βυθίζεται στα φυσικά και ανθρωπογενή τοπία παρά στους αναγεννησιακούς πίνακες και τις τοιχογραφίες εκκλησιών. Ο Γκαίτε δεν έχει ανάγκη να προσποιηθεί κάτι που δεν είναι. Ετσι, ενώ δεν λείπουν από το κείμενο ο Τζιότο και ο Βερονέζε, δεν παραλείπει να οικτίρει τους καλλιτέχνες για όσες ταλαιπωρίες τούς επιφυλάσσουν οι κύριοί τους υποχρεώνοντάς τους να ζωγραφίζουν απέραντες επιφάνειες με Παναγίες και χριστιανικούς μύθους, όπως ο πολλαπλασιασμός άρτων και ιχθύων. Μα τι να σου κάνει ένας καλλιτέχνης με αυτό το υλικό; αναρωτιέται, και αν δεν επρόκειτο για τον Γκαίτε, θα προκαλούσε τον οικτιρμό της δήθεν διανόησης.

Οταν μια κυρία τον καλεί στο κτήμα της για να απολαύσει τη θέα και τον καθαρό αέρα του βουνού, ελλοχεύει η υπόθεση εργασίας ότι έτσι θα θεραπευθεί από κάθε διάθεση του φιλοσοφείν. Κι έτσι μας παραδίδεται ένα ολόφρεσκο, καλομεταφρασμένο από τον Γιώργο Δεπάστα έργο που ενισχύει την πεποίθησή μου ότι η μεγάλη λογοτεχνία οφείλει πάνω από όλα να σκύβει με ανοιχτή καρδιά πάνω από τη ζωή και τη φύση. Τουλάχιστον αν θέλει να γίνει κάποτε κλασική.

Johann-Wolfgang von Goethe

Το ταξίδι στην Ιταλία

Μτφ., εισαγωγή Γιώργος Δεπάστας

Εκδ. Ολκός, 2014 Σελ. 216

Τιμή: 20 ευρώ