Κάθε σημαντικός ποιητής που σέβεται τον εαυτό του αισθάνεται την υποχρέωση να διατυπώσει μια θεωρία περί ποιήσεως, άλλοτε με τη μορφή ενός εκτεταμένου ή σύντομου δοκιμίου και άλλοτε με τη μορφή γνωμικών, αφορισμών ή λυρικών αποστροφών, ενός συνόλου δηλαδή εννοιών που έχουν συμπυκνωθεί σε ελάχιστες αράδες –μπορεί και σε δύο ή και σε μία ακόμη αράδα. «Κρυπτικά» ή ευκόλως αφομοιώσιμα τα γνωμικά, οι αφορισμοί ή οι λυρικές αυτές αποστροφές έχουν το πλεονέκτημα αν προέρχονται από μια βαθιά συνείδηση της ποιητικής λειτουργίας να εισάγουν στη μαγεία της ποίησης με έναν τρόπο που δεν θα το κατόρθωνε ποτέ το πιο εμβριθές δοκίμιο –ακόμη και αν το υπέγραφε ο Ελιοτ ή ο Βαλερί.

Είναι η περίπτωση του ποιητή Μάρκου Μέσκου και του πενιχρού σε σελίδες βιβλίου του (δύο τυπογραφικά όλο κι όλο) «Συνηγορία ποιήσεως» με τους 64 «αφορισμούς» του που όχι σπάνια θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως ατόφια ποιήματα, με μια ελάχιστη τροποποίηση στη διατύπωση ή με την αφαίρεση μιας και μόνο λέξης. Για παράδειγμα: «Μπάντζο ή μπαλαλάικα, λύρα ή σάλπιγγα ή πένθιμο κλαρίνο –διάλεξε! Μα πάνω απ’ όλα των τυμπάνων το υποχθόνιο βουητό».

Αν το καλοσκεφτεί κανείς η μαγεία δεν είναι άλλη παρά αυτή που προκαλεί η επίσκεψη στο εργαστήρι του ποιητή –όπως συμβαίνει με την επίσκεψη στο εργαστήρι κάθε καλλιτέχνη –και όσο πιο ακατάστατα πεταμένα αναγνωρίζεις τα «υλικά» του κάτω στο πάτωμα ή πάνω στους πάγκους τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο θαυμασμός σου για το τελικό αποτέλεσμα, που είναι το αρμονικό σύνολο ενός τελειωμένου ποιήματος. Γράφει ο Μάρκος Μέσκος: «Πάντα η Ποίηση είναι πιο δυνατή από τον Ποιητή. Οσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί, τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει. Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει για τους μεταγενέστερους την αναμέτρηση. Την ίδια αναμέτρηση με τους προηγούμενους «μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Ωσάν η Ποίηση να μην έχει απτό χρόνο. Γράφεται, θαρρείς, για τον πριν και για το μετά. Αχρονη –και όμως παρούσα».

Αν οποιαδήποτε συνηγορία ποιήσεως έχει να κάνει με τις λέξεις, ποιες λέξεις θα καταμετρούσε κανείς ως προτιμημένες στη «Συνηγορία ποιήσεως» του Μάρκου Μέσκου; Αν εξαιρέσουμε την αναπόφευκτη συχνή παρουσία των λέξεων «ποιητής», «ποίημα», «ποίηση», εντυπωσιακή παραμένει, σαν μέσα σε ένα καινούργιο όχημα κάθε φορά, η επιστροφή λέξεων όπως «ζωή», «θάνατος» και «χρόνος». Ενώ λέξεις όπως «ρυθμός», «αλήθεια» και «ελευθερία», με τη φειδωλή τους χρήση, θα σε έκαναν να σκεφτείς πως όσο απροκάλυπτος θέλει να φαίνεται ο Μέσκος στην έκφραση της ποιητικής του βιοθεωρίας άλλο τόσο ξέρει να την περιβάλλει με έναν αδιαφανή πέπλο ώστε πολιορκήσιμη να αποκαλύπτει μυστικά που ευκόλως εκτιθέμενα θα είχαν πολύ μικρό ενδιαφέρον.

Φτάνει για να το κατανοήσουμε η παράθεση σε ένα «σπάραγμά» του των ονομάτων του Καραβάτζιο, του Τιντορέτο, του Βαν Γκογκ, του Φρανσουά Βιγιόν, του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Σαρλ Μποντλέρ, του Μαγιακόφσκι, του Οσιπ Μαντελστάμ, που χαρακτηρισμένοι όλοι τους από ένα «στίγμα» είτε το προκάλεσαν οι ίδιοι στον εαυτό τους είτε τους το απέδωσε η κοινωνία του καιρού τους, εξισώνονται με την Αννα Αχμάτοβα που η εντελώς ποιητική της ιδιότητα ως αναχωρήτριας, ενώ θα έπρεπε να την τοποθετεί σε πλεονεκτική θέση, αντίθετα αισθάνεσαι όλους τους «καταραμένους» που προηγήθηκαν να αίρονται στο δικό της ύψος.

Χάρη σ’ αυτή την εξ εγκάτων εκτοξευμένη «Ποιητική» όπως είναι η «Συνηγορία Ποιήσεως» θα ήταν σκόπιμο να θυμηθούμε τους στίχους του Μάρκου Μέσκου που προτάσσονται ως μότο στο ποιητικό του βιβλίο «Αλογα στον Ιππόδρομο»: «Οταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα». Είναι συγκινητικό με ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο να συνεχίζεται μια ποιητική πορεία που ξεκίνησε πριν από σχεδόν εξήντα χρόνια με μια ολιγοσέλιδη επίσης συλλογή με τον τίτλο «Πριν από το θάνατο», πορεία που τον έχει τοποθετήσει ανάμεσα στους καλύτερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

Mάρκος Μέσκος

Συνηγορία ποιήσεως

Εκδ. Κίχλη, 2015, Σελ. 32

Τιμή: 7,50 ευρώ