Αν τα προλογικά, επιλογικά και παρεμβαλλόμενα σημειώματα αλλά και ολοκληρωμένα κείμενα του Χριστόφορου Κάσδαγλη στο «Ημερολόγιο ενός ανέργου» συγκροτούσαν τον συνολικό κορμό του βιβλίου και δεν αποτελούσαν τις σχολιαστικές και «επεξηγηματικές» σημειώσεις στις μαρτυρίες των ίδιων των ανέργων, θα είχαμε κάτι πραγματικά πολύτιμο αλλά τελικά λειψό ως σύλληψη και ως πραγμάτωση. Καθώς πρόκειται για μαρτυρίες που άλλοτε στη βιασύνη τους, προκειμένου να ειπωθεί ό,τι γίνεται περισσότερο μέσα σε λίγες αράδες, και άλλοτε με το άγχος να εκφραστεί ένα πρόβλημα που θα μπορούσε πάραυτα να λυθεί χάρη στη ζωντάνια και την αμεσότητα της περιγραφής του, έχουν ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα: με την ανεργία –αυτή και μόνη –να έχει υπαγορεύσει τις 156 «αληθινές ιστορίες» που διαβάζουμε στο «Ημερολόγιο ενός ανέργου», μόνο για σύμπτωση ή για ταύτιση να μην έχει να τις «κατηγορήσει» κανείς.

Το «τελικό χτύπημα»

Είτε πρόκειται για την ιστορία των τριών σχεδόν σελίδων «Μανωλάδα: Το νέο ψέμα», που υπογράφει ο Δημήτρης, 48 χρονών, κάτοικος Αττικής, είτε για την ιστορία των έξι αράδων με τον τίτλο «Το τελικό χτύπημα» που υπογράφει η Αναστασία (εννοώντας ως τελικό χτύπημα το λέμφωμα που προέκυψε σε ένα μέλος μιας οικογένειας τριών ανέργων), όσο τρομάζεις με το βάρος των ιστοριών άλλο τόσο σου κόβεται η ανάσα με τις άπειρες μορφές που μπορεί να γνωρίσουν οι επιπτώσεις ενός και μοναδικού γεγονότος που λέγεται «ανεργία». Βάρος και απειρία μορφών που σχεδόν σε κάνουν να αγνοείς ή να δίνεις μια διαφορετική σημασία από ό,τι έδινες ώς τώρα σε ένα τρομερό περιστατικό: ότι ο καθένας που γράφει την ιστορία του δεν προϋποθέτει στο πρόβλημά του κανέναν άλλο, που μπορεί να δοκιμάζεται ακόμη πιο δραματικά σε σχέση με τον ίδιο, βιώνει δηλαδή τη δοκιμασία του σαν να είναι περίπου ο μοναδικός που την υφίσταται.

Ετσι ο σχεδόν προφητικός, όπως ακουγόταν τη δεκαετία του ’60, στίχος του θαυμάσιου θεσσαλονικιώτη ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου «Είναι πολλά τ’ αδέλφια μου, δεν είμαι μόνος» (εννοούσε βέβαια ένα είδος ψυχικού βασάνου) ακούγεται σήμερα ξεπερασμένος. Είναι βέβαια απογοητευτικό ως συμπέρασμα να συνειδητοποιεί κανείς ότι οι άνθρωποι στη δυστυχία τους, αντί να αισθάνονται βαθύτατα ενωμένοι, αντιλαμβάνονται τον άλλον περίπου σαν ξένο. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει κανείς ιδιαίτερα στις ιστορίες του «Ημερολογίου» για να καταλάβει πως κάθε άνεργος που καταθέτει τη μαρτυρία του θα ήταν περίπου σαν να μην υπήρχε το πρόβλημα της ανεργίας σε περίπτωση που δεν το δοκίμαζε ο ίδιος στο πετσί του. Χωρίς να μειώνεται σε τίποτα η δραματικότητα των ιστοριών –που δεν είναι βέβαια πάντα η ίδια -, σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο κάθε άνεργος ήταν ταυτόχρονα και για λογαριασμό του άγνωστού του ανέργου που ενεργούσε.

Θα αναδεικνυόταν η κοινότητα ενός προβλήματος –όπως ακριβώς συμβαίνει και με το πρόβλημα των μεταναστών –που ενώ ζητεί τη λύση του τις αμέσως επόμενες ώρες, καθιστώντας αδιανόητη κάθε άλλη προτεραιότητα, τώρα είναι σίγουρος κανείς πως θα συζητιέται μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες σ’ ένα απροσδιόριστο βάθος μέλλοντος.

«Φιλανθρωπικές αηδίες»

Μέσα σε μια αντίστοιχη ατμόσφαιρα που το εξαιρετικά επείγον μπορεί να μεταβάλλεται σε ένα θέμα με μακροχρόνια την προοπτική της αντιμετώπισής του, επόμενο είναι να τα χάνει και ο πιο σύννους, οξυδερκής και ευαίσθητος άνθρωπος όπως φαίνεται να είναι ο Χριστόφορος Κάσδαγλης. Αφού όσο καίριο είναι να χαρακτηρίζονται ως «φιλανθρωπικές αηδίες» «τα επιδόματα, τα βοηθήματα, τα συσσίτια και οι ευκαιριακές δουλειές», άλλο τόσο θα έπρεπε ο δημιουργός του «Ημερολογίου» να αμφιβάλλει για την «αυτοοργάνωση στην πιο οριακή της εκδοχή», όπως ονομάζει τη δημιουργία ενός «Κόμματος των Ανέργων». Καθώς μας έχει δείξει η ιστορία ότι ένα κόμμα μπορεί να μεταλλαχθεί, πόσω μάλλον ένα κόμμα που διογκούμενο θα συνιστούσε μια πραγματική απειλή και επομένως θα γινόταν εύκολα εξαγοράσιμο.

Οταν έχει προηγηθεί εδώ και δεκαετίες ο ισπανός στοχαστής Φερνάντεθ ντελα Μόρα με το σπουδαίο βιβλίο του «Το λυκόφως των ιδεολογιών», θα ήταν πλεονασμός να ζητεί κανείς λύσεις από τον Χριστόφορo Κάσδαγλη σε ένα εξαιρετικής σημασίας πολιτικό, ηθικό και αισθηματικό πρόβλημα όπως αυτό της ανεργίας. «Το ημερολόγιο ενός ανέργου» κρίνεται αποκλειστικά ως ένα «εποχικό» ντοκουμέντο και ως τέτοιο είναι κάτι πραγματικά εξαιρετικό.