Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδεωδέστερος τίτλος απ’ αυτόν της «Οικογενειακής πορσελάνης» για το συγκεκριμένο βιβλίο με τα δεκαπέντε διηγήματα και το εκτενές πεζό «Το γλυκό της ψυχής». Αφού κρατημένο μέσα στα όρια μιας οικογένειας, ενός σπιτιού και κυρίως των εξομολογήσεων του ίδιου του αφηγητή, όσο κι αν μας ταξιδεύει στη Βενεζουέλα και στην επικράτεια του Πάμπλο Πικάσο, μπορεί έναν κόσμο περίκλειστο μιας σκανδαλώδους στην ευκρίνειά της αυτοαναφορικότητας να τον μεταβάλει σε έναν χώρο συναρπαστικά οικείο για τον οποιονδήποτε. Με αποτέλεσμα μια οικογενειακής ιδιοκτησίας πορσελάνη να γίνεται εξίσου πολύτιμη και ακριβή για τον «ξένο» που θα συμβεί να τη θαυμάσει σε μια βιτρίνα ή να την αγγίξει τοποθετημένη πάνω σε ένα έπιπλο.

Επειδή ακριβώς η «Οικογενειακή πορσελάνη» του Νίκου Κουφάκη είναι το πρώτο του βιβλίο, το συνειδητοποιεί κανείς ακόμη πιο ενθαρρυντικό όσον αφορά την ελληνική πεζογραφία καθώς, ουσιαστικά χειραφετημένη πια η τελευταία, δεν φαίνεται να της χρειάζονται οποιασδήποτε μορφής πειραματισμοί προκειμένου να αναγνωρίσουμε ως πειστική την εξέλιξή της. Ακριβώς γιατί έχουμε να κάνουμε με μια γραφή που ανακαλύπτει τον κόσμο ενώ τον περιγράφει, ανακαλύπτει τις ακανθώδεις διαδρομές μιας εσωτερικής πορείας που θα παρέμενε, αν και υπαρκτή, σε λήθαργο, σε περίπτωση που δεν είχε επιχειρηθεί η πράξη της γραφής. Δεν είναι η γραφή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να προκύψει η πορεία αυτή, η γραφή απλά τη φέρνει στην επιφάνεια όπως ο δύτης που έχει αποφασίσει να διακινδυνεύσει –το μόνο άλλωστε που γνωρίζει ως βέβαιο -, χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να περιγράψει τα στοιχεία των ευρημάτων του.

Γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα στον Κουφάκη, όσο συναρπαστικά κι αν είναι τα ευρήματα των καταδύσεών του, να τα εξιστορεί χωρίς έμφαση και άγχος, αλλά με την ηρεμία που περιγράφει κανείς κάτι το συνηθισμένο και το κοινότοπο. Καθόλου παράξενο επομένως οι πιο παράταιρες ή αντιφατικές μεταξύ τους εικόνες, χάρη στις σκέψεις τις οποίες προκαλούν ή τις σκέψεις με τις οποίες συνδέονται, να έχουν ως αποτέλεσμα μια σχεδόν μουσική αρμονία, ενώ θα περίμενε κανείς να διεξέλθει ένα υλικό «ατάκτως ερριμμένο». Με αποτέλεσμα το στρας το πεσμένο από ένα φελιζόλ που έγραφε «Ευτυχές το 1981» να αποδεικνύεται απολύτως πιο καθοριστικό για τον ψυχισμό ενός ανθρώπου σε σχέση με τη νικηφόρα προέλαση του ΠΑΣΟΚ, καθώς η τελευταία δεν θα είχε καμιά απολύτως σημασία αν δεν είχε συνδυαστεί για τη μνήμη με την εικόνα ενός πατέρα που αναζητάει ξαφνικά τις παντόφλες του πάνω στα πλακάκια του καθιστικού.

Με την πραγματικότητα να μην μπορεί να διαχωριστεί από το όνειρο, σε βαθμό που τον χαμογελαστό, με τα θορυβώδη φιλιά πατέρα, σε σχέση με τον πατέρα που κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, να τους διεκδικούν ισότιμα τόσο η πραγματικότητα όσο και το όνειρο, αν και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το πού πραγματικά ανήκουν. Ενας μετεωρισμός που έχει ως αποτέλεσμα να σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμη και για τα πιο δυσβάσταχτα, αν πραγματικά έχουν υπάρξει, αφού η ενιαία υπόσταση του χρόνου φωτίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αυτό που έχεις ζήσει όσο και αυτό που έχεις ονειρευτεί.

Με μόνη επιφύλαξη πως όταν έχει ως αφετηρία του ο Κουφάκης ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη, που από τη φύση τους χρειάζονται έντονα χρώματα για να αποτυπωθούν, οι παρατηρήσεις του έχουν μια σχετική μεγαλοστομία: «Εσκυβα στην κλειδαρότρυπα να παρατηρήσω το θέαμα που με γοήτευε και με τάραζε· μια ρευστή μάζα φόβου δούλευε υπερωρίες στο εσωτερικό μου, χωρίς ακόμα τη δύναμη να αναλάβει».

Αντίθετα, όταν πρόκειται για την πραγματική πραγματικότητα, οι παρατηρήσεις του αγγίζουν μια βαθύτητα αντίστοιχη με εκείνη του Προυστ. Διαβάζουμε αίφνης σχετικά με την αναχώρηση της αδελφής του στο αεροδρόμιο· «Δεν είναι απίθανο ότι το βλέμμα της ίσως είχε προλάβει να περάσει από πάνω μας, σαν μια σκιά που έκτοτε όφειλε να μας συνοδεύει για πάντα».

Νίκος Κουφάκης

Οικογενειακή πορσελάνη

Εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 160

Τιμή: 11 ευρώ