Οι τρυφερές, συγκινητικές, παλαιάς κοπής ιστορίες της Ελένης Πριοβόλου με τον τίτλο Φωνές στο νερό μοιάζουν να κουβαλάνε κάτι από τα βάθη της λογοτεχνίας που ήθελε τον αναγνώστη να γεμίζει με μιαν αβάσταχτη νοσταλγία για ανθρώπους που δεν θα διασταυρώνονταν ποτέ μαζί τους. Αλλά και για ένα είδος γραφής που μπορεί να φαίνεται παλιομοδίτικο, ξυπνάει όμως μνήμες ανεπανάληπτων απολαύσεων όπως τις έχει προσφέρει στις μεγάλες της ώρες η γραφή αυτή. Μια νοσταλγία και μια συγκίνηση όπως τις προκαλεί το σφύριγμα ενός νυχτερινού τρένου είτε διασχίζει τον Θεσσαλικό Κάμπο είτε «δένει» μεταξύ τους πόλεις του αμερικανικού Νότου είτε κάνει τη διαδρομή Μόσχα – Βλαδιβοστόκ.

Δεν χρειάζεται να φθάσει τόσο μακριά η Πριοβόλου για να μας προκαλέσει συγκίνηση και νοσταλγία. Της φθάνει μια μικρή λουτρόπολη του Ιονίου Πελάγους για να στήσει τις ιστορίες της, κυρίως τις σχέσεις των ηρώων τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τους άλλους. Συχνά μάλιστα μοιάζει να αναλαμβάνει ο ίδιος ο τόπος, η μικρή λουτρόπολη, να κάνει τις σχέσεις αυτές, είτε έχουν επικοινωνήσει οι άνθρωποι μεταξύ τους είτε έχουν απλώς υποψιαστεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου, μοναδικές, μυθικές θα μπορούσε να πει κανείς. Αν πρόκειται μάλιστα για σχέσεις που θα χρειαζόταν κανείς μια προοπτική του παρελθόντος χρόνου για να του γίνουν απολύτως διαφανείς, τώρα φαίνεται το παρόν του τόπου –τόσο ανάγλυφα εξιστορημένο –να τους δίνει την ενάργεια που κάνει οικείο ακόμη και το πιο ανεξιχνίαστο βάθος τους. Εστω κι αν συχνά οι ίδιοι οι ήρωες, ακόμη και οι πιο αναγνώσιμοι, φαίνεται να υφαίνουν ένα κουκούλι γύρω τους που τους κάνει αδιαπέραστους τόσο στην αδιάκριτη όσο και στην αγαπητικά φιλέρευνη ματιά.

Σάμπως η ίδια η λογοτεχνία τελικά, η προορισμένη φαινομενικά για το εντελώς αντίθετο, να παραστέκει άγρυπνη προκειμένου να μην απασφαλιστεί ένα από καταβολής κόσμου πανάρχαιο μυστικό, που η αποσφράγισή του ενδεχομένως θα οδηγούσε το ανθρώπινο γένος σε μια εθελούσια αυτοχειρία. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για ιστορίες που έχουν ίσως γραφεί με έναν άλλον τρόπο. Σημασία έχει πως η πεζογράφος παρατηρεί το καθετί στους ανθρώπους με μια αισθηματικά συντεταγμένη ματιά. Ακόμη κι όταν έχουμε μια σύνθεση που δεν αποκλίνει του «κανονικού», όσον αφορά την αφηγηματική δομή, η κάθε φράση αποκτά μια ιδιάζουσα δύναμη έστω κι αν ακούγεται μεμονωμένα κοινότοπη. Π.χ.: «Εβλεπε τις τολύπες του καπνού πίσω από το μόνιμα τραβηγμένο κουρτινάκι και φανταζόταν πως ο ουρανός έριχνε κάτασπρα λουλούδια για να εξαγνίσει την ανθρώπινη κόλαση». Καθόλου περίεργο βέβαια το γεγονός, όταν έχουμε να κάνουμε με μια ταλαντούχο συγγραφέα, αντίστοιχες στο σύνολό τους φράσεις να αποκωδικοποιούν κάτι από το βαθύ μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής.

Αν για παράδειγμα στην Ντόλη Παρασόλη των Φωνών στο νερό συναντάμε μια μεσογειακή εκδοχή της Αμάντας και της Λάουρας του Γυάλινου κόσμου, είναι γιατί η Πριοβόλου φαίνεται να συνειδητοποιεί, όπως ακριβώς ο Τενεσί Ουίλιαμς, ότι η επαναστατημένη εσωτερικότητα –γιατί όχι και η αναρχικότητα –εκφράζεται συχνά με μια συμπεριφορά που σε αφήνει άφωνο με την ευταξία και την κανονικότητά της. Την ιδιαιτερότητα την κουβαλάει πολύ περισσότερο ο σιωπηλός από ό,τι εκείνος που την κραυγάζει και οι Φωνές στο νερό, με τον ήρεμο αφηγηματικό τους τόνο, φαίνεται πως αποβλέπουν να μας εξοικειώσουν με το «ανήκουστο» των ανθρώπων που είναι τόσο πραγματικό όσο η θάλασσα, ο μόλος, το καΐκι «Παινεμένη», ένας περίφραχτος κήπος.

Κατά μια περίεργη σύμπτωση –όσο κι αν συνυπάρχουν μέσα στις σελίδες του ίδιου βιβλίου –αισθάνεται κανείς τους ήρωες της Πριοβόλου να επικοινωνούν, ή να απομακρύνονται, μεταξύ τους όσο οι δημιουργοί τα ονόματα των οποίων υπογράφουν τα προηγούμενα σε όλες τις ιστορίες mota, και δεν είναι άλλα από τα ονόματα του Αττίλα Γιοζέφ, της Κικής Δημουλά, της Χαράς Χρηστάρα, του Γιώργου Σεφέρη, του Ανδρέα Κάλβου, του Οκτάβιου Παζ, του Γιάννη Ρίτσου, της Εμιλι Ντίκινσον και του Μπλεζ Πασκάλ.
Ελένη Πριοβόλου

Φωνέςστο νερό

Εκδ. Καστανιώτη, 2015, Σελ. 170

Τιμή: 9,50 ευρώ