Αντιφατικά αισθήματα προκαλεί η ανάγνωση των δώδεκα σύντομων πεζών της Καίτης Στεφανάκη που με τον τίτλο «Οζα Ροζ» κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις του Εντευκτηρίου. Αντιφατικά, με την έννοια πως όσο και αν θα δικαιολογούσαν ως θέματα μια παφλαστική, καταιγιστική γραφή και ένα άπλωμα εκ των πραγμάτων συναρπαστικό, τώρα περιορίζονται σε μια λιτότητα που αφήνει ανικανοποίητη την αναγνωστική βουλιμία –κάτι που το ίδιο το βιβλίο έχει καλλιεργήσει.

Οι εποχές βέβαια αλλάζουν, φαντάζεται όμως κανείς τι θα γινόταν στα χέρια του Γιώργου Ιωάννου το εξαιρετικό, έτσι ή αλλιώς, σύντομο πεζό της Στεφανάκη με τον τίτλο «Μήπως βουνό, Ηλία;», με κεντρικό πρόσωπο βέβαια τον ίδιο τον Ηλία, αλλά και τη γερμανίδα μητέρα του που το έσκασε με έναν βαρβάτο Τούρκο, τον πατέρα του να χειρίζεται τη μηχανή προβολής στον κινηματογράφο όπου δούλευε και τη γιαγιά του από τις Σέρρες να φροντίζει για την τήρηση των κανόνων της ηθικής, όπως τους είχε μεταλαμπαδεύσει από τα βουνά των Σερρών στον χώρο της σημερινής τους διαβίωσης –μια ρομαντική πόλη του Ρήνου.

Θα είχαμε μια πρόγευση παγκοσμιοποίησης από τον δημιουργό της «Σαρκοφάγου», με την εμμονή στα φυλετικά χαρακτηριστικά να παράγει τη συγγραφική έκρηξη, ενώ στη Στεφανάκη την υποκαθιστά μια ενδοσκόπηση στα άδυτα της ίδιας της αφηγήτριας. Χωρίς να παραθεωρούμε την ύπαρξη στο ίδιο αυτό πεζό μιας παρατήρησης είκοσι τεσσάρων συγγραφικών καρατίων: ότι ο λυγισμένος λαιμός του Ηλία, προκειμένου να βλέπει στη στοά ενός πορνοσινεμά, χωρίς να τον αντιλαμβάνεται η γιαγιά του, τις επίμαχες φωτογραφίες, του είχε εδραιώσει μια στρεβλή οπτική γωνία όσον αφορά τις γυναίκες. Χωρίζονταν δηλαδή αυτές σε άγιες και αγνές δυνάστριες, όπως η γιαγιά του, και σε ξετσίπωτες και κολασμένες, όπως η εξαφανισμένη μάνα του.

Τόσο όμως για τις μνήμες του Ηλία που φαίνεται να τις χειρίζεται για λογαριασμό της η αφηγήτρια της ιστορίας του, όσο και για τις μνήμες των ηρώων της σε όλα της τα πεζά, η Στεφάνακη πρωτοτυπεί κατά τούτο: Η μνήμη ως πραγματικότητα φαίνεται να κινείται διστακτικά, περίσκεπτα, σαν να ορθώνει ένα φράγμα ανάμεσα στην ίδια και στα περιστατικά που θα ήταν δυνατόν να την κατακλύσουν. Με μοναδικό θα έλεγες σκοπό να περιορίσει την επικράτεια ενός τραύματος που συνδέεται ακόμη και με τη φαινομενικά πιο ανώδυνη αναπόληση. Μνήμη και τραύμα συνιστούν δύο αλληλοτροφοδοτούμενες πηγές, χωρίς όμως η εμβάθυνση στη μία να προϋποθέτει και μια αντίστοιχη καταβύθιση στην άλλη. Σαν να έχουν έρθει σε μια μυστική συμφωνία ανάμεσά τους, η μνήμη να σεβαστεί το τραύμα χωρίς να επιδιώξει να το εξαντλήσει, το δε τραύμα να βοηθήσει τη μνήμη να γίνει ακόμη πιο πρωτότυπη, αν είναι δυνατόν αναντικατάστατη.

Κάτι το ακατάδεχτο όμως από πλευράς της συγγραφέως, κάνει συχνά σε ένα κείμενο τεσσάρων σελίδων, όπως για παράδειγμα το πεζό «Πολύ σαντιμένταλ μαντάμ», να συμπλέκονται ή να συνωθούνται θέματα που θα αποτελούσαν το υλικό για τέσσερα συνολικά αφηγήματα, καθώς τώρα αδυνατείς να αντιληφθείς πού ακριβώς εστιάζεται το βάρος του αφηγήματος: Μήπως στο υπόγειο όπου κατεβαίνει και ζωγραφίζει τους εφιάλτες της η «μαντάμ», μήπως στο σχίσιμο του σώματός της ή της μορφής της στα δύο, μήπως στην απέραντη θάλασσα που ως αρχέγονη μήτρα την περικλείει στοργικά ή μήπως στο αγκίστρι του ορθού λόγου που ταλαιπωρεί την τρυφερή της σάρκα και την τραβάει στη στεριά;

Φαίνεται να πιστεύει η Στεφανάκη πως αν η σχετικά κρυπτική γραφή πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα, ταυτόχρονα δυναμώνει και κάνει αδιαμφισβήτητες τις απαντήσεις που μπορούν να τους δοθούν, όχι μόνο στον χώρο της συγγραφής αλλά και σε εκείνον της ζωής. Απόδειξη, το προτελευταίο πεζό του βιβλίου της «Ανεπαρκής αφήγηση σε μέρη δύο» που μας κάνει να συνυπογράφουμε την πίστη της αυτήν.