Αν θυμάμαι καλά κανένα βιβλίο δεν έχω τολμήσει να κρίνω, να δώσω δηλαδή τέτοιο θράσος στη γνώμη μου, που να μη φοβάται να εκτεθεί στα αμείλικτα βλέμματα μιας εφημερίδας. Το μόνο έντυπο που εμπιστεύομαι είναι αυτό που εκδίδει εντός μου η μικρής κυκλοφορίας αίσθησή μου. Γιατί δεν τολμώ; Επειδή δειλιάζουν τα επιχειρήματά μου μπροστά σε κείνο το απαιτητικό «γιατί;» μου αρέσει αυτό που διαβάζω ή δεν μου αρέσει. Δεν ξέρω. Είμαι όμως σχεδόν βεβαία ότι το ένστικτό μου ορθώς με προσανατολίζει στο να με συνεπαίρνει ή να με απωθεί η ανάγνωση κάποιου βιβλίου.

Μ’ αυτό τον τρόπο γοητεύτηκα με τη διαχρονική μάλιστα «Ανταπόκριση απ’ το πεζοδρόμιο» που έγραψε ο Θανάσης Νιάρχος, όσο κι αν πέφτει βαρύ στην απογείωση το κλίμα των θεμάτων που ξετυλίγει ο συγγραφέας με έμπειρη αποτελεσματικότητα.

Αλλά εδώ τώρα δεν κρίνω. Κατά βάθος ηχογραφώ την πληρότητα που μου δίνουν ο καίριος προφορικός λόγος του Νιάρχου, η ξεκούραστη σοφία του, το σκεπτόμενο χιούμορ του, τόσο που να ανακουφίζει και την τραγικότητα όσων αφηγείται. Και δεν εκπλήσσει ότι αυτή η αμεσότητα μεταφέρεται και στον γραπτό λόγο του, χωρίς ποτέ να έχει ενδώσει στην ευκολία της περιττολογίας. Πριν καν επισημάνει και σημαδέψει τον στόχο, τον έχει ήδη πετύχει. Αυτά δεν είναι εφόδια που του τα παρέχει εξ ολοκλήρου η προστατευτική ιδιότητα του να είναι συγγραφέας και ποιητής. Τσοντάρουν γενναιόδωρα η ευφυΐα του, η ευθύβολη παρατηρητικότητά του, η γλώσσα που επιπίπτει μετά μανίας στην ουσία, αλλά και η θηριώδης μνήμη του που κρατάει ζωντανή και την πλέον δυσδιάκριτη λεπτομέρεια του παρελθόντος, κι αυτό, τόσο ζωντανά το ενεργοποιεί, σαν να είναι παρόν. Εχει καταγράψει και εκδώσει αναμνήσεις, δίνοντάς τους ένα καινούργιο ύφος λυρισμού, που ίσως στην προηγούμενη πραγματική ζωή τους να μην το διέθεταν.

Οι μοιραίες διαφορές

Οσο τώρα για τα θέματα που θίγει στην «Ανταπόκριση απ’ το πεζοδρόμιο», μαχητής δημοσιογράφος είναι ο Νιάρχος, φλέγοντα είναι τα θέματα που κοινοποιεί και συγκρατημένα από το να είναι τερπνά, καθώς δρουν ως ξυπνητήρι της υπναρούς ευαισθησίας ημών των ανθρώπων. Διαπεραστικό πράγματι ξυπνητήρι, αλλά εδώ θα απορήσω πώς διαφεύγει από την πλατιά γνώση του συγγραφέα ότι η ανθρωπότητα είναι πλασμένη από εξίσου πολυπληθείς διαφορές. Διαφορές καθ’ όλα μοιραίες και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Γι’ αυτό και μου ακούγεται ως ανεδαφικό το ευγενές καθ’ όλα σύνθημα «Ολοι μαζί μπορούμε», που εκπέμπουν οι αισιόδοξες προθέσεις. Φοβάμαι ότι όλοι μαζί δεν μπορούμε, γιατί όλοι δεν είμαστε ίδιοι. Αν ήμασταν, δεν θα υπήρχε… Μνημόνιο. Πέρα απ’ αυτό, ξέρει καλά ο Νιάρχος ότι ανάμεσα στους όλους υπάρχουν πολλοί που ο καθένας του έχει ένα δικό του, βαριά άρρωστο, βάσανο να θεραπεύσει και δεν επαρκεί να είναι ευρύτερα φιλάνθρωπος. Εκείνο που θα καθιστούσε ικανό το «όλοι μαζί» ώστε να δράσει θα ήταν να ψηφιστεί ως «προαπαιτούμενο», μισό ευρώ κράτηση τον μήνα από τους έχοντες, υπέρ των μη εχόντων κανένα. Απλό το βρίσκω και, για να μην έχει εφαρμοστεί, συμπεραίνω ότι η διά νόμου φιλανθρωπία είναι παράνομη, άκυρη.

Δίχως φόβο

Τέλος, στέκω στο θαυμάσιο κείμενο με τον τίτλο «Το φιλί στην πινακίδα». Οπου αναφέρει τι είναι γραμμένο σε μια αναρτημένη πινακίδα εντός πάρκου: «Η πόλη είναι μαγική όταν φιλιόμαστε ελεύθερα στο πάρκο δίχως φόβο». Διαμαρτύρεται ο Θανάσης Νιάρχος. Πώς είναι δυνατόν μερικά ζευγάρια με το να φιλιούνται σ’ ένα πάρκο ανενόχλητα, να λυτρώνουν ολόκληρη πόλη από τον φόβο που της προκαλούν τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια, οι εφορίες, οι οφειλές και όλα τα εξαπλούμενα δεινά της, χάρη στις δήθεν θαυματουργές κομπρέσες που βάζει πάνω στις πληγές η κομπογιαννίτισσα ηδονή. Κάτι έχει ίσως ξεχάσει: ότι η ερωτική στιγμή, ως φευγαλέα, νιώθει τόσο απέραντη και μοναδική, ώστε ελάχιστα υπάρχει άλλος κόσμος εκτός απ’ αυτήν. Ομολογώ πως κι εγώ το έχω ξεχάσει, αν κρίνω πόσο θύμωσα τις προάλλες μ’ ένα νεαρό ζευγάρι που φιλιόταν σε κοινή θέα, με μια σχεδόν ανθρωποφάγο λαιμαργία, στα σκαλιά ενός αυστηρού κτιρίου. Είπα ή μάλλον φώναξα: Για όνομα του Θεού, πηγαίνετε πιο πέρα, αν όχι τίποτα άλλο, ζηλεύουν οι γέροντες.

Ωστόσο ο συγγραφέας, μέσα σ’ αυτό το κείμενο, γραμμένο έτσι, που θωπευτικά να επιπλήττει το εγωπαθές ερωτικό αίσθημα, παραδέχεται μέσα από μια χαραμάδα ότι ο έρωτας αντιστέκεται στην κρίση, χάρη ίσως στο κρυφό έσοδο που του εξασφαλίζει η πλούσια ύπαρξή του.