Ευτυχώς που το βιβλίο του Λάκη Παπαστάθη «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά», μια συναγωγή, άλλοτε σύντομων –συχνά –και άλλοτε εκτεταμένων –αραιά –διηγήσεων, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι μας προετοιμάζει το οπισθόφυλλο σε σχέση με όσα θα διαβάσουμε. Είναι γεγονός πως όποια έκταση κι αν έχει η διήγηση του δασκάλου, είτε καταλαμβάνει το ένα πέμπτο της σελίδας στο κείμενο «Δίπλα δίπλα στο Μετρό» είτε αναπτύσσεται σε έξι σελίδες στο κείμενο «Η διαδρομή μιας μελωδίας», την ακολουθεί πάντα, εν είδει επιγραμματικού σχολίου, μια «προτροπή», μια «συμβουλή» του ίδιου του δασκάλου για το πώς θα μπορούσε να παρασταθεί η διήγηση που έχει προηγηθεί. Πρόκειται για κάτι ανεξήγητο, στον βαθμό που τις πενήντα αυτές διηγήσεις τις διαβάζει με την ίδια ή και μεγαλύτερη απόλαυση ως αυτοτελή ποιητικά κείμενα, ή ως μια ποιητική πρόζα, κάθε αναγνώστης που συμβαίνει να μην είναι σπουδαστής δραματικής σχολής.

Θα μπορούσε θαυμάσια ο Παπαστάθης τα «προτρεπτικά» ή «παραινετικά» επιμύθιά του να τα συνόψιζε σε ένα αυτόνομο –οσοδήποτε εκτεταμένο κι αν χρειαζόταν –προλογικό ή επιλογικό κείμενο.

Η ένσταση –αν πρόκειται για ένσταση –δεν γίνεται γιατί στις πενήντα διηγήσεις οι δεκαπέντε μόνο έχουν άμεση σχέση με το θέατρο ή τον κινηματογράφο ώστε να δικαιολογούνται ως «υλικό» που η αναπαράστασή του θα βοηθούσε τον υποψήφιο ηθοποιό να δείξει τις ικανότητές του, μυώντας τον ταυτόχρονα σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων. Οι υπόλοιπες τριάντα πέντε, ακόμη και όταν αντλούν από μία προσωπική εμπειρία του συγγραφέα, είναι τόσο συγκλονιστική η μεταστοιχείωσή τους ώστε να διαβάζονται με το ενδιαφέρον που προκαλεί μια επινοημένη ιστορία. Είτε πρόκειται για την ηθοποιό Ελλη Λαμπέτη είτε για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (ήρωα σε δύο διηγήσεις του βιβλίου του Λάκη Παπαστάθη) είτε για έναν πολύ γνωστό ταλαντούχο σκηνογράφο, που τον πήρε ο ύπνος με το τσιγάρο αναμμένο και κάηκε, κανένα αίσθημα μεροληψίας δεν σε κάνει να φαντάζεσαι ότι τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να τα έχει γνωρίσει ο Παπαστάθης και ότι δεν ανήκουν εξ ολοκλήρου στον χώρο του φανταστικού.

Τελικά, όσο κι αν η έννοια της διδασκαλίας συνδέεται άμεσα με την κάθε διήγηση, με αποτέλεσμα υπόγεια ή φανερά να διατρέχει ολόκληρο τον κορμό του βιβλίου, δεν παύει να παραμένει και ένα πρόσχημα, αφού με μια αλλαγή φωτισμού ή οπτικής γωνίας, που σχεδόν αυθορμήτως επιχειρεί ο αναγνώστης, τα πενήντα κομμάτια του βιβλίου διαβάζονται αυτοτελώς. Τόσο αυτοτελώς ώστε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η διδασκαλία παραμένει ένα γοητευτικό δόλωμα του δασκάλου προκειμένου μελλοντικά μια διήγησή του, όπως για παράδειγμα το «Κοιτούσε τον ορίζοντα» να επανακάμψει με δριμύ τρόπο μέσα σε έναν εκπαιδευόμενο σήμερα υποψήφιο καλλιτέχνη. Γεγονός που μαρτυρά και τη συγκινητική πρόθεση του Παπαστάθη –να μην ξεχνάμε την κύρια ιδιότητά του σε σχέση με του πεζογράφου, εκείνη του σκηνοθέτη –να αποθέσει ένα έναυσμα στις ψυχές των μαθητών του ώστε ό,τι δεν πρόλαβε ενδεχομένως να αξιοποιήσει ο ίδιος να μην πάει χαμένο και να πάρει σάρκα και οστά σε καιρούς που η μετεμφυλιακή πραγματικότητα, κυρίως, ως μύθος θα μπορούσε να ανακληθεί. Διαφορετικά, ποια σχέση μπορεί να έχουν ανάμεσά τους οι πέτρες της Μάχης στο Μπιζάνι με έναν οδηγό ταξί που μεταφέρει τον αφηγητή στον Χολαργό ή με τη Μαρίκα Κοτοπούλη όπως τη θυμάται ένας κριτικός θεάτρου, αλλά και με τους βαρυποινίτες στο Γεντί Κουλέ στην καρδιά του Εμφυλίου που διάβαζαν ασταμάτητα βιβλία και περιοδικά, μα και τον σεξολόγο Ζουράρι, ή τέλος τον πατέρα του μικρού Αλέξη που έψελνε ένα εκκλησιαστικό μοτίβο σαν ρεμπέτικο τραγούδι; Οσο κι αν ο Παπαστάθης θα επέμενε πως πρόκειται για χώρους και ρόλους έτοιμους ώστε να στηθεί μια παράσταση στα όρια σχεδόν μιας εποποιίας, αντιλαμβάνεσαι πως η πρόθεσή του είναι τελείως διαφορετική. Να ανασυνθέσει και να χαρτογραφήσει μέσα από τις πενήντα διηγήσεις του, με τις φαινομενικά προσωποπαγείς περιπτώσεις, μια κοινωνία που τείνει να εκλείψει οριστικά –αν δεν έχει εκλείψει ήδη. Μια κοινωνία που της περίσσεψε η οδύνη και η επιμνημόσυνη «αποκατάστασή» της –αν υπάρξει –δεν θα έχει σχέση με το διατεταγμένο αίσθημα των εθνικών επετείων, αλλά αντίθετα με κάτι απείρως πιο ανθρώπινο και καθημερινό. Οπως ακριβώς στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Φρανσουά Τριφό «Φαρενάιτ 451», όταν ένα φασιστικό καθεστώς έχει αποφασίσει να κάψει όλα τα βιβλία και οι άνθρωποι μεταβάλλονται οι ίδιοι σε βιβλία με το να αποστηθίζουν το περιεχόμενό τους επαναλαμβάνοντάς το διαρκώς για να μην ξεχαστεί.

Ο «φασισμός» του χρόνου

Στο «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» η τρυφερότητα του Λάκη Παπαστάθη προχωράει ακόμη πιο βαθιά. Χωρίς να δηλώνεται πουθενά, ξορκίζει τον «φασισμό» του χρόνου (όπως ο Τριφό υπονομεύει τον πολιτικό φασισμό με την αποστήθιση αριστουργημάτων της λογοτεχνίας, για παράδειγμα τους «Αδελφούς Καραμάζοφ») τόσο με τα απομνημονεύματα του Νικολάου Κασομούλη όσο και με την κουβέντα της κυρίας Αννας, μιας γυναίκας αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ενώ γκρέμιζαν, σε μεταγενέστερα χρόνια, μια εκκλησία που είχαν χτίσει στα 1824 Ελληνες του Πόντου εγκατεστημένοι στην Ανατολική Μακεδονία, μια γυναίκα, η κυρία Αννα, ξεκόρμισε μέσα από το πλήθος που παρακολουθούσε το γκρέμισμα και, γεμίζοντας τις τσέπες της ρόμπας της και τις χούφτες της με πέτρες, είπε στη γειτόνισσά της, την Ευαγγελία: «Οι πέτρες αντέχουν πιο πολύ από τους ανθρώπους. Θα τις ράψω με πανιά και θα τις βάλω δίπλα στις φωτογραφίες».