Ο θάνατος ενός ανθρώπου, που συμβαίνει να είναι συγγραφέας, μας κάνει να διαβάζουμε «με άλλο μάτι» τα κείμενά του; Αλίμονο αν δεν γινόταν κάτι τέτοιο. Ομως όση κι αν είναι η οδύνη των φίλων του για τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο που έφυγε, σε ηλικία μόλις 49 χρόνων, τον Ιανουάριο του 2014, έχοντας εκδώσει ώς τότε το μυθιστόρημα «Πόλη παιδιών» και τη συλλογή διηγημάτων «Η σκεπή», θα χρειαζόταν μια στοιχειώδης ψυχραιμία στην αντιμετώπιση μιας μεταθανάτιας έκδοσης διηγημάτων του, που με τον τίτλο «Δρόμοι» κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες.

Διαφορετικά, θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει ο Σπύρος Γιανναράς στον συγκινητικότατο, κατά τα άλλα, πρόλογό του στην ομώνυμη έκδοση δύο τουλάχιστον αφοριστικές διατυπώσεις γράφοντας: «Η ομοιογένεια του κουτσιαμπασικού έργου» (όπως λέμε δηλαδή το σολωμικό, παλαμικό ή σεφερικό έργο) και «Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος βγήκε ώριμος και πάνοπλος λογοτέχνης στα Γράμματα σαν την Αθηνά από τον μηρό του Δία». Με αποτέλεσμα η όποια σήμερα σημασία των διηγημάτων, καθώς έχουμε προετοιμαστεί σχεδόν για το θαύμα, να φαίνεται πολύ ισχνή.

Υποβλητική γραφή

Χωρίς να είναι, φτάνει βέβαια να ξεχάσουμε τον γενικότερα υπερθετικό τόνο του προλόγου. Απόδειξη το πρώτο διήγημα της συλλογής, το «Simply the best» –το πιο ολοκληρωμένο άλλωστε –που δείχνει τον Κουτσιαμπασάκο όταν συγκεντρώνεται σε ένα αποκλειστικά μοτίβο, να αδυνατείς να ξεκαθαρίσεις σε ποιο βαθμό ευθύνονται οι ήρωές του για την ατμόσφαιρα που τους περιβάλλει ή είναι η ατμόσφαιρα που μας τους συστήνει με τον τρόπο που τους γνωρίζουμε τελικά. Και στις δύο περιπτώσεις, η γραφή γίνεται ιδιαζόντως υποβλητική, σχεδόν μαγική, και πρόσωπα που μοιάζει να τα έχει ξεράσει η πραγματικότητα στον χώρο ενός μπαρ αποκτούν στοιχεία μιας λαμπερής ιδιομορφίας.

Φτάνει βέβαια να μην πελαγοδρομεί ο Κουτσιαμπασάκος, όπως συμβαίνει μάλιστα σε πολύ μικρότερης έκτασης διηγήματα, ανάμεσα σε μια θολή μεταφυσική, σε δάνεια από διαβάσματα, σε ασκήσεις ώστε η γραφή να αποκτήσει έναν προσωπικό τόνο και προπαντός η όλη αφήγηση να οδηγηθεί σε μια συμπερασματική αποστροφή. Εντελώς νόμιμη όταν «Στο κέντρο της πόλης» μοιάζει να αναφέρεται στην ύπαρξη αυτή καθαυτήν των ανθρώπινων σωμάτων στους δρόμους, αν δηλαδή έχουν υπάρξει μόνο και μόνο για να αγγιχθούν ή για να αναρωτηθούν αν έχουν αγγιχθεί ξανά στο παρελθόν.

Η βεβαιότητα

Συμπερασματική αποστροφή που η δραματικότητά της στο «Τρύπιο λάστιχο» ή ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της στο «Στενό πέρασμα» τη μεταβάλλει σε απόρροια έμπνευσης. Σε αντίθεση με την αφάνταστα κοινότοπη κατάληξη στο αφηγηματικό ενσταντανέ «Η γιαγιά πέθανε…», που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν το βίωμα τελικά μπορεί να στενεύει σε τέτοιο βαθμό τον ορίζοντα ώστε να ξεπέφτεις σε έναν δημοσιογραφικής τάξεως προβληματισμό.

Συνυπολογίζοντας τα επτά εκτεταμένα διηγήματα και τα δέκα αφηγηματικά ενσταντανέ των «Δρόμων», σου δημιουργείται μια βεβαιότητα που η «αναχώρηση» του δημιουργού της –αν είσαι ένας ευαίσθητος αναγνώστης –την κάνει σχεδόν ασφυκτική. Στον Κουτσιαμπασάκο ήταν τόσο έντονη η αγωνία του να γράψει ώστε το «θέμα» εκ των πραγμάτων να υπολείπεται στη διαχείρισή του, αφού δεν έπαιρνε μέσα του τον χρόνο που του χρειαζόταν για να ανασάνει. Υπάρχουν δώθε κείθε πινελιές, όπως στο διήγημα «Ψηλά στον ουρανίσκο», με την αλλαγή του χρόνου να υπάρχει μόνο και μόνο γιατί τη δείχνει η τηλεόραση, που πείθουν ότι ο Κουτσιαμπασάκος θα δημιουργούσε μια πεζογραφία συνώνυμη στην ιδιαιτερότητά της με το όνομά του –σήμερα όμως διαθέτουμε μόνο ψήγματά της.

Τα ευρήματα

Το πιστοποιούν εικόνες όπως η παρουσία ενός πουλιού κοντά στα ακυρωτικά μηχανήματα των εισιτηρίων, αλλά και μοτίβα, ή μάλλον ευρήματα, όπως αυτό του απρόσμενου επισκέπτη ο οποίος εισβάλλει μέσα σε ένα σπίτι και τους φέρνει όλους άνω – κάτω που η κατά κόρον χρησιμοποίησή του στην παγκόσμια λογοτεχνία και στο παγκόσμιο θέατρο το έχουν κάνει σχεδόν ανενεργό. Του ευρήματος αυτού ο Κουτσιαμπασάκος τού δίνει μια προοπτική που, εξίσου ανατριχιαστική, την έχουμε συναντήσει σε έναν εξαίρετο, άγνωστο στους πολλούς, ποιητή, τον Νίκο Γρηγοριάδη.

Παρ’ όλα αυτά, με όση δραματικότητα και αν κλείνει η φράση, σε σχέση με τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρούμε τις τρομερές υποσχέσεις που έδινε ως το συντελεσμένο του έργο. Και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.

Πέτρος Κουτσιαμπασάκος

Δρόμοι

Εκδ. Πατάκη, 2015, σελ. 194

Τιμή: 9,80 ευρώ