Λέγεται πως οι μεγαλύτεροι τέσσερις πορτογάλοι συγγραφείς είναι ο Φερνάντο Πεσόα. Οσο παράδοξο και να ακούγεται αυτό, ο Πεσόα, του οποίου το όνομα σημαίνει άτομο στα πορτογαλικά, πέραν των σχεδόν εκατό ετερωνύμων, διέθετε τρία εμβληματικά βασικά alter ego που έγραφαν με εντελώς διαφορετικά αφηγηματικά στυλ από τον ίδιο. Υπήρχε κατ’ αρχάς ως Αλμπέρτο Καέιρο, ο οποίος γεννήθηκε μεν στη Λισαβόνα, αλλά πέρασε τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα ούτε μόρφωση. Υπήρχε επίσης ως παράδοξος ναυπηγός μηχανικός Αλβαρο ντε Κάμπος και, τέλος, ως συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις. Και οι τρεις λειτουργούσαν, κατά τον ισχυρισμό του δημιουργού τους, ως απόλυτα αυτάρκεις συγγραφείς που έγραφαν εκείνα που ο ίδιος δεν θα έγραφε ποτέ.

Ωστόσο, ποιο από τα επινοημένα συγγραφικά χέρια-χειρονομίες του δημιουργού είναι το χέρι που γράφει; Είναι ακατόρθωτο να υπάρξει χέρι, μια «μαριονέτα», μια κατασκευή, ένα είδος –θα λέγαμε σήμερα –print your brain device; Ο λόγος δεν μπορεί να διακοπεί, όπως λέει ο Μπλανσό, διότι διαρκώς συντελείται. Και στον Πεσόα, το γεγονός ότι ο λόγος συντελείται από διαφορετικά υποκείμενα εντός του ίδιου σαρκίου, εντός του ίδιου νου, τον κάνει ακατάπαυστο, διαρκή και ταυτόχρονα θραυσματικό.

Αυτός ωστόσο ο αφόρητος κατακερματισμός του εαυτού δεν είναι αποκλειστικά μονοδιάστατης στόχευσης. Δεν πολλαπλασιάζει απλώς, αλλά ταυτόχρονα αφαιρεί, συμπυκνώνει, «πήζει το γάλα» μέσα και από την εξ αντιθέτου κίνηση: ενός άρρητου, άλεκτου, αρχέγονου Εγώ. Συνιστά εντέλει ένα πλάσμα με τόσα περιβλήματα που καταλήγει σε εκείνο που έλεγε ο Ρίλκε: «Ενα πλάσμα χωρίς περίβλημα, ανοιχτότατο πόνο, τρυπανισμένο από το φως, συγκλονισμένο από κάθε ήχο».

Σε ένα μπαούλο που βρέθηκε μετά τον θάνατο του συγγραφέα αποκαλύφθηκαν περί τις 25.000 χειρόγραφες σελίδες, που αποδίδονται σε περίπου 80 άτομα: ο Πεσόα ήταν serial father. Ενας πατέρας ωστόσο αποδιωγμένος, άρα και απεριόριστος. Ενας κατά συρροήν γεννήτορας αλλά και κατά συρροήν δημιουργός μοναχικότητας, ένας σειριακός αποσυνάγωγος. Ο μονήρης αυτός άνθρωπος ωστόσο αναδύθηκε στο πάνθεον της πορτογαλικής λογοτεχνίας μέσα από πάμπολλα αφιερώματα, ταινίες, μουσεία, αγάλματα προς τιμήν του. Μάλιστα στο παλιό του σπίτι που έχει μετατραπεί σε μουσείο υπάρχει ένα υπέροχο ποδοσφαιράκι όπου 11 ξύλινοι Πεσόα παίζουν εναντίον μιας ομάδας καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών προσωπικοτήτων.

Δεκαετίες πριν η αποδόμηση επιτεθεί στη γλώσσα και στο νόημα ο Πεσόα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και μέσα σε ένα αποκλειστικό «Αλεφ» είδε όλα τα ενδεχόμενα στην πολλαπλότητά τους αλλά και μαζί σε ένα τοπίο. Του σπασμένου εαυτού. Ενός εαυτού κατακερματισμένου και ταυτόχρονα ετερογενούς. Δεν υπάρχει κάτι στο έργο του Πεσόα που να είναι ό,τι φαίνεται. Το κάτω κείμενο, η μη κανονική (μη παραδειγματική) χρήση της πραγματικότητας είναι ο πρωταγωνιστής.

Το συγκεκριμένο διήγημα μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά, είναι ένα νεανικό γραπτό του Πεσόα, το οποίο υπογράφει με το ψευδώνυμο Αλεξάντερ Σερτς, όπου μας συστήνει μια άγνωστη μέχρι τώρα πλευρά του: αυτή του διηγηματογράφου τρόμου.

Το «Ενα πολύ πρωτότυπο δείπνο» είναι από τα πρώτα έργα του πορτογάλου συγγραφέα. Γράφτηκε το 1907 όταν ήταν μόλις 19 χρονών. Πρόκειται για ένα μακάβριο κομψοτέχνημα που αποτίνει φόρο τιμής στο γοτθικό μυθιστόρημα του 18ου αιώνα, στο διήγημα τρόμου «με τον τρόπο» του Εντγκαρ Αλαν Πόε, τον οποίο ο Πεσόα θαύμαζε και γνώριζε καλά.

Ηδη στα έξι του ο μεγάλος λογοτέχνης της Πορτογαλίας έγραφε με το ψευδώνυμο Ιππότης ντε Παθ. Κάποια άλλα από τα ψευδώνυμα της παιδικής του ηλικίας εντυπωσιάζουν με την ευρηματικότητά τους: Δόκτωρ Πανγκράθιο, Ντέιβιντ Μέρικ, Τσαρλς Ρόμπερτ Ανον, ενώ στα 1905-7, όσο σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας,εμφανίζεται το ετερώνυμο του Αλεξάντερ Σερτς με το οποίο υπογράφει το παραπάνω διήγημα τρόμου.

Οπως φάνηκε και στην ακμή του ο Πεσόα λειτουργούσε στη διαρκή διασάλευση και ανασύνθεση του εαυτού. Η δυνατότητα να είναι την ίδια στιγμή κανείς και όλοι τού έδινε την ευκαιρία να δημιουργήσει τους πιο παράδοξους κραδασμούς. Εδώ, νεοσσός ακόμη, πειραματίζεται. Το «Πολύ πρωτότυπο δείπνο» αρχίζει με ένα κάλεσμα μεταξύ των μελών ενός κλειστού ομίλου για να καταλήξει στον φόνο, που φτάνει συμβολικά μέχρι την ανθρωποφαγία.
Με δύο λόγια

Το παιχνίδι αγριεύει

Στο κείμενο κυριαρχεί μία αφάνταστα συναρπαστική και εξαιρετικά σχεδιασμένη πρωταγωνιστική φιγούρα, ο Χερ Πρόζιτ, πρόεδρος της γαστρονομικής κοινότητας του Βερολίνου. Πρόκειται για έναν μνημειώδη χαρακτήρα, και στον τρόπο που εισβάλλει στον χώρο, και στον τρόπο με τον οποίο κινείται, ακόμη και στον τρόπο της τελικής εξόδου του. Ολα στο δείπνο μοιάζουν κανονικότατα και οι πάντες αναζητούν εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο που το κάνει πρωτότυπο. Μήπως είναι οι πέντε σκουρόχρωμοι σερβιτόροι που στέκονται επιμελώς στο σκοτεινό μέρος του δωματίου, ενώ μόνο το τραπέζι είναι καλά φωτισμένο; Μάλλον όχι, αν και τα πράγματα μοιάζουν λίγο παράξενα. Στη συνέχεια και ενώ ο χρόνος κυλάει με μαστορικό σασπένς, κάποιος ανακαλεί ότι ο πρόεδρος είχε πει σε πέντε γαστρονόμους από τη Φρανκφούρτη ότι θα συμμετάσχουν στο δείπνο «υλικώς» και τώρα ιδού που απουσιάζουν από τη σύναξη. Ομως υπάρχουν οι πέντε σκουρόχρωμοι, οι οποίοι… Το παιχνίδι αγριεύει, και αγριεύει για τα καλά. Εχουμε λοιπόν την πρώτη μεγάλη βουτιά στο κινδυνώδες κάτω μέρος του παγόβουνου, στο κάτω κείμενο, στο ίζημα της ανθρώπινης φύσης. Τα πάντα είναι σχεδιασμένα με ακρίβεια που εντυπωσιάζει για έναν τόσο νεαρό συγγραφέα.

Η μετάφραση, ο πρόλογος και το επίμετρο του Κωνσταντίνου Αρμάου είναι παραδειγματικά.

Fernando Pessoa

Ενα πολύ πρωτότυπο δείπνο –

Του Αλεξάντερ Σερτς

Μτφ. – πρόλογος: Κων. Αρμάος,

εκδ. Gutenberg, 2014, σελ. 176

Τιμή: 11 ευρώ