Οι αυτοτελείς ιστορίες που απαρτίζουν το δεύτερο χρονολογικά έργο του τριαντάχρονου τότε Τζον Στάινμπεκ (1902 – 1968) συνιστούν στην πραγματικότητα μυθιστόρημα. Πραγματικός κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι τα «Λιβάδια του ουρανού», δηλαδή μια κοιλάδα στην Kαλιφόρνια –ένας εύφορος και αισθητικά άρτιος γεωγραφικός τόπος όπου σταδιακά διαμορφώνεται η κοινωνία των ανθρώπων. Αν και η Καλιφόρνια υπήρξε έτσι κι αλλιώς η Γη της Επαγγελίας για τα εκατομμύρια των μεταναστών που την εποίκησαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, εδώ πρόκειται για μια πραγματική Εδέμ. Οταν πρωτοαντικρίζει την κοιλάδα στα 1776 ένας ισπανός δεκανέας, ενώ καταδιώκει εκχριστιανισμένους Ινδιάνους που έχουν αποδράσει από την καθολική Ιεραποστολή του Καρμέλ (διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας ως τουριστικό αξιοθέατο) μένει άφωνος. Φτάνοντας στην κορυφή ενός υψώματος «… στάθηκε κυριευμένος από δέος μπροστά στην εικόνα που αντίκρισε: μια μακριά κοιλάδα με πράσινη νομή όπου ένα κοπάδι ελάφια έβοσκε. Το υπέροχο αυτό βοσκοτόπι είχε ωραίες βαλανιδιές και οι λόφοι το αγκάλιαζαν ζηλόφθονα, προφυλάσσοντάς το από την ομίχλη και τους αέρηδες». Και αμέσως παρακάτω ο Στάινμπεκ συνεχίζει: «Ο δεκανέας μας, άνθρωπος της αυστηρής πειθαρχίας, ένοιωσε αδύναμος μπροστά σε τόση γαλήνια ομορφιά. Αυτός που ‘χε κομματιάσει με το μαστίγιό του μελαψές ράχες, που ο άπληστος και ληστρικός αντρισμός του έφτιαχνε μια νέα ράτσα στην Καλιφόρνια, τούτος ο άγριος κομιστής του πολιτισμού, κατέβηκε από τη σέλα του κι έβγαλε το κράνος του. Παναγιά μου, ψιθύρισε. Δω πέρα είναι τα λιβάδια του ουρανού όπου ο Κύριος μας οδηγεί»

Μια επίγεια Εδέμ

Από κει και πέρα τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους. Καθώς η γη αυτή δεν έχει εκχωρηθεί από το ισπανικό στέμμα σε κάποιον δικαιούχο, θα αρχίσει σταδιακά ο εποικισμός της που θα ενταθεί με την προσάρτηση της Πολιτείας από τις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα. Ομως ήδη από τις πρώτες σελίδες ο Στάινμπεκ έχει θέσει τους άξονες της προβληματικής του, που άλλωστε θα διέσχιζαν όλο το έργο του: την αναζήτηση μιας επίγειας Εδέμ, τη σύγκρουση κοινωνίας – φύσης, τον αναγκαστικό ή επιλεκτικό εποικισμό, την εποποιία της Δύσης. Εδώ θέτει μάλιστα και ένα πρωτότυπο για τη λογοτεχνία ζήτημα: αυτό της επιλογής τόπου εγκατάστασης από τις κοινωνίες των ανθρώπων με βάση αισθητικά και όχι αποκλειστικά ωφελιμιστικά κριτήρια. Οι άνθρωποι φτιάχνουν τους οικισμούς τους, δημιουργούν ορισμένες επιστημονικές τάσεις στη σύγχρονη γεωγραφία, επειδή κάπου τους αρέσει να παραμείνουν μετά τις μακρές περιπλανήσεις τους και όχι απλώς επειδή βρήκαν πλούτο και αφθονία φυσικών πόρων. Κάτι τέτοιο υπονοεί και ο Στάινμπεκ. Μεταξύ της «ωφελιμιστικής» και της «αισθητικής» προσέγγισης στην ανθρώπινη ιστορία, ο συγγραφέας μοιάζει να ψηφίζει υπέρ της πρώτης αν και με απόλυτη επίγνωση των φυσικών και πολιτισμικών αναγκαιοτήτων.

Οπως και να ‘χει, στις αρχές του 20ού αιώνα μερικές δεκάδες οικογένειες έχουν εποικήσει την κοιλάδα και το κοινωνικό πάρε – δώσε έχει αρχίσει. Φράχτες έχουν στηθεί, οπωροφόρα έχουν φυτευτεί, ζωντανά βόσκουν εδώ κι εκεί, ένα σχολείο, ένα μπακάλικο και ένα φαγάδικο που θα εξελιχθεί σε πορνείο έχουν στηθεί. Στις έντεκα μετέπειτα ιστορίες όπου ξεδιπλώνεται η μοίρα των οικογενειών, υφαίνονται με τον τρόπο του Στάινμπεκ οι μικρές και μεγάλες αλληλοτεμνόμενες τραγωδίες τους. Δίπλα στους συνετούς και επιτυχημένους παρατάσσονται οι ανεπρόκοποι ή, καλύτερα, οι άτυχοι. Δίπλα στους ελκυστικούς και κατακτητικούς, οι δύσμορφοι και μοναχικοί. Δίπλα στους ευφυείς, οι καθυστερημένοι –σε ένα πρελούδιο για το περίφημο Ανθρωποι και Ποντίκια που σύντομα θα ακολουθούσε. Και δίπλα στους πραγματιστές οι ονειροπόλοι, αυτοί που η ζωή τους δεν χωρά στο κοινωνικό κοστούμι.

Παράλληλες ιστορίες

Οι παράλληλες λοιπόν αυτές ιστορίες είναι και αλληλοεπικαλυπτόμενες. Ενα πρόσωπο που το είχαμε ξεχάσει εδώ και πολλές σελίδες επανεμφανίζεται σε ένα μεταγενέστερο αφήγημα για να καθορίσει την πλοκή ή απλώς για να μας θυμίσει το αναπόδραστο της κοινωνικής σύμβασης. Αλλοι εξαφανίζονται ολοσχερώς από το προσκήνιο σαν για να μας θυμίσουν το αναντίρρητο γεγονός ότι ο αφηγητής δεν είναι παντογνώστης ή ότι οι χαρακτήρες δεν μπορούν (και δεν οφείλουν) να μας ελκύουν εξίσου το ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση, ο Στάινμπεκ, με γερή δόση ειρωνείας, μας θυμίζει ότι «άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου» και ότι η μοίρα παίζει καμιά φορά πολύ σκληρά παιγνίδια. Οι δύο καλότροπες Μεξικάνες που φτιάχνουν τορτίγιας σε ένα αυτοσχέδιο ρεστοράν και δίνονται περιστασιακά δωρεάν στους πελάτες τους από αγαθοσύνη αλλά και επειδή έχουν παρατηρήσει ότι δι’ αυτής της ανθρωπιστικής μεθόδου αυξάνει η κατανάλωση στο μαγαζί, θα συγκρουσθούν τελικά με την καθώς πρέπει κοινωνία και θα εξοβελιστούν. Ενας άλλος ήρωας, μάλλον άφραγκος, ονειροβατεί διά του φανταστικού χρήματος και αγοραπωλησιών που υποθετικά τον έχουν κάνει πλούσιο προκαλώντας τον γενικό θαυμασμό, μέχρι τουλάχιστον να αποκαλυφθεί η ολότελα ιδιωτική απάτη του. Ενας τρίτος διαιωνίζει την κακοτυχία του αγοράζοντας το στοιχειωμένο από αλλεπάλληλες καταστροφές σπίτι της κοιλάδας. Οι δασκάλες ζουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, οι νέοι γαμπρίζουν όχι πάντοτε επιτυχώς, κάποιος άλλος ζει σε αυτό τον επίγειο Παράδεισο αμελώντας το κτήμα και την οικογένειά του και διαβάζοντας κλασική ιστορία, ενώ το φτωχοντυμένο παιδί του αναπροσανατολίζει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες στην τάξη προς «βιωματικότερες κατευθύνσεις» για να γίνει ένα είδος ήρωα μεταξύ των συμμαθητών του.

Το φόντο της κοιλάδας

Σε κάθε περίπτωση, ως φόντο αλλά και ως καθοριστικός παράγοντας της αφήγησης, λειτουργεί η ίδια η κοιλάδα. Στην μεγάλη αμερικανική νατουραλιστική παράδοση που διαρκώς τροφοδοτείται από τη ζωή των πιονιέρων, ο Στάινμπεκ προσθέτει μια σημαντική ψηφίδα. Τα Λιβάδια του Ουρανού φωτίζονται από πολλαπλές γωνίες, οι περιγραφές της φύσης και της αγροτικής ζωής είναι λεπτομερείς και καλοδουλεμένες, η εξέλιξη της κοινωνικής ζωής αποδίδεται σε συναρμογή με τις αναπόφευκτες αλλαγές στο τοπίο. Στο τελευταίο αφήγημα (κεφάλαιο) όταν μια ομάδα τουριστών επισκέπτεται την περιοχή όπου «ο αέρας ήταν τώρα κυανός σαν λίμνη και τα αγροκτήματα είχαν βυθιστεί στη γαλήνη», ο οδηγός του λεωφορείου ομολογεί πως πάντα ονειρευόταν να ζήσει σε αυτή την Εδέμ, έστω και φτωχικά, έστω και με τα απολύτως απαραίτητα. Το ανθρώπινο όνειρο παραμένει παρόν –ειρωνικώ τω τρόπω –ύστερα από όσα δράματα περιγράφτηκαν στις προηγούμενες σελίδες.

Νοσταλγία

Κλασικός και διόλου ντεμοντέ

Ξαναδιαβάζοντας Στάινμπεκ έπειτα από χρόνια, δεν απέφυγα κάποιες μελαγχολικές σκέψεις – ένα είδος νοσταλγίας για αθωότερες και πιο ελπιδοφόρες εποχές. Ισως αυτή να είναι η λειτουργία των κλασικών συγγραφέων. Γιατί η έννοια του «κλασικού» αναφέρεται σε πρόσωπα και δημιουργήματα που είναι πέραν της εκάστοτε μόδας, δηλαδή κοντά σε αιώνιες αλήθειες και διαχρονικές αισθητικές παραδοχές. Ο Στάινμπεκ είναι πλέον κλασικός και, ευτυχώς για όλους μας, διόλου ντεμοντέ. Πολύ καλή, ως συνήθως, η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου. Θα προτιμούσα ωστόσο στον τίτλο του βιβλίου τον όρο βοσκοτόπια αντί για λιβάδια μιας και απεικονίζει καλύτερα τη χρηστικότητα της φύσης από τον άνθρωπο, κάτι που υπονοεί και ο συγγραφέας επιλέγοντας τον όρο «pastures» και όχι «prairies».

INFO

John Steinbeck

Τα Λιβάδια του Ουρανού

Mτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος

Εκδ. Παπαδόπουλος 2015, Σελ. 314

Τιμή: 14 ευρώ