Θα ήταν ολέθριο σφάλμα η ύπαρξη της λέξης «Θεός» στον τίτλο του βιβλίου της Αμάντας Μιχαλοπούλου να δώσει λαβή ώστε να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου εμπεδώνεται ή πλανάται μια θέση θρησκειολογικά τεκμηριωμένη. Ή έστω ότι απλώς επισημαίνεται. Οτι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα προκλητικό, ρηξικέλευθο ή υβριστικό, αφού καινοτομεί με έναν τίτλο που αμφιβάλλει κανείς αν έστω και συναφή τον έχει συναντήσει σε έναν άλλο αφηγηματικό ή δοκιμιακής τάξεως βιβλίο. Πράγμα που αποδεικνύει ότι ακόμη και η πιο πρωτότυπη σύλληψη δεν συνιστά ταμπού και κρίνεται πάντα χάρη στη λογοτεχνική της αξιοποίηση.

Αναμφίβολα, η Αμάντα Μιχαλοπούλου, επιλέγοντας να γράψει για τη γυναίκα του Θεού, απέβλεπε σε ένα πείραμα, με όλα τα συστατικά του πραγματοποιημένου κατορθώματος, ότι για τη λογοτεχνική γλώσσα δεν υπάρχουν απαγορευμένες περιοχές και ότι μπορεί να κινηθεί με την ίδια αποδοτικότητα τόσο μέσα στο οικείο όσο και μέσα στο ανοίκειο. Οτι τα όρια της λογοτεχνικής γλώσσας είναι απεριόριστα, αφού στην πιο «βλάσφημη» υπόθεση μπορεί να δώσει το κύρος του σεβαστικά αποδεδειγμένου, ενώ την πιο βαριά πρόκληση να την υπονομεύσει ως μια παιδαριώδη έκφραση. Με το να δημιουργεί, λοιπόν, η ίδια η Μιχαλοπούλου εμπόδια στον εαυτό της, χάρη σε ένα θέμα χωρίς καμιά λογοτεχνική προϊστορία, σε υποχρεώνει να αποφανθείς χωρίς περιστροφές αν τα ξεπερνάει ή όχι με επιτυχία, πότε συμπορεύεσαι ανερώτητα μαζί της και πότε αμφιβάλλεις για τις προθέσεις της.

Ο θησαυρός

Αν αισθάνθηκε δηλαδή με την επιλογή της «να χτυπάει φλέβα», κατά το κοινώς λεγόμενο, χωρίς όμως η εξόρυξή της να αποφέρει έναν πραγματικό και ανεντόπιστο ώς τα σήμερα θησαυρό. Αλλά συνιστά πραγματικό θησαυρό το γεγονός ότι όσο ασεβής και αν είναι κανείς, στην αναπόφευκτη διερώτησή του για το είδος των σχέσεων του Θεού με τη γυναίκα του δεν αισθάνεται καθόλου να υποβιβάζεται σε ηδονοβλεψία, αφού ο χειρισμός των σχέσεων γίνεται με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις. Οσο σοβαρό θα ήταν να κατηγορηθεί η συγγραφέας για μια γελοιογραφική πρόθεση, άλλο τόσο θα την μείωνε μια καθαρά διανοητική αυθαιρεσία. Οι σχέσεις του Θεού με τη γυναίκα του, όποιες κι αν είναι, ανασαίνουν μέσα σε μια συνθήκη εντελώς φυσιολογική –έστω και διαφορετικής υφής όσον αφορά τον όρο «φυσιολογική» –που η δαντελένια κυριολεκτικά ισορροπία τους κάνει το μυθιστόρημα να διαβάζεται κάτω από ποικίλες οπτικές γωνίες.

Επομένως, η ένσταση για το πρόσωπο του Θεού, ότι δηλαδή παραμένει συχνά περισσότερο σιβυλλικό και μυστηριώδες απ’ ό,τι η διάχυτη προσγείωσή του θα το επέτρεπε, αναφέρεται σε μιαν αδυναμία της Μιχαλοπούλου να φτάσει τη γλώσσα της σε ακόμα πιο ακραίες εξερευνήσεις παρά σε μια παραχώρηση στη θεολογική και φιλοσοφική έκφραση του προσώπου Του (χρησιμοποιούμε το κεφαλαίο Τ όπως ακριβώς το επιχειρεί η ίδια η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της). Οταν μιλούμε για «προσγείωση» του Θεού δεν εννοούμε τη σύγκριση ότι «αν ήταν συγγραφέας θα ήταν ο Γκαίτε ή ο Κιτς» ή «αν ήταν βιβλίο, θα ήταν ο «Ρενέ» του Σατoμπριάν». Οπως επίσης δεν εννοούμε τη «διαχείρισή» του ως ιστορικού προσώπου, αφού σε ένα μυθιστόρημα όπου συμπλέκονται τα ονόματα του Σπινόζα, του Πασκάλ, του Λακάν (έστω κι αν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς γι’ αυτούς σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού), επόμενο είναι το μυθιστόρημα να παρουσιάζει κεντρόφυγες τάσεις και να παύει να παραμένει αυστηρά προσηλωμένο στην ουσία του, που είναι η χαρτογράφηση –με αφηγηματικούς πάντα όρους –μιας αδιερεύνητης ώς τα σήμερα περιοχής. Εστω και αν με τον τρόπο αυτό κερδίζεται μια θεματική πολυμορφία και μια εκφραστική ποικιλία, η γλώσσα της Μιχαλοπούλου θα μπορούσε να τις κατακτήσει χωρίς λοξοδρομίσματα σε εξίσου γάργαρες με τις υπάρχουσες μέσα στο μυθιστόρημά της πηγές.

Οι εντυπώσεις

Οσο κι αν συχνά το μυθιστόρημα φαίνεται να έχει γραφεί για να φτάσει η συγγραφέας σε κατακλείδες παραγράφων ή κεφαλαίων της σε μια πραγματικά έξοχη συμπερασματική φράση του τύπου «η φαντασία δεν φτάνει σε εντελώς απροσπέλαστα μέρη», τελικά πρόκειται για μια εντελώς λαθεμένη εντύπωση. Οπως είναι βέβαιο ότι το βιβλίο δεν έχει γραφεί για να ξορκίσει η συγγραφέας προσωπικούς της δαίμονες, το ίδιο ακριβώς συγκινεί το γεγονός ότι δεν φοβήθηκε να φτάσει με την επιλογή της σε ένα φαινομενικά πλήρες, λόγω θέματος, αδιέξοδο, σ’ έναν αδιαπέραστο τοίχο, που όμως με τη χάρη της λογοτεχνίας, όπως επιδαψιλεύεται στους τολμηρούς, κατόρθωσε να το διατρήσει. Αν και η ίδια έχει αποφασίσει για το τι σημαίνει Θεός ή μάλλον για το αν υπάρχει Θεός (φτάνει να συμφωνεί με το έξοχο κομμάτι του Μοντάλε που παραθέτει ως μότο), ισορροπεί θαυμάσια ως προς τη δισυπόστατη φύση –κατά την ίδια –του Θεού όταν σε δυο αντικριστές σελίδες, η μεν θεϊκή εκφράζεται με τη φράση «Εκείνη τη στιγμή ήξερα μόνο ότι ο αέρας είχε πυκνώσει. Το χέρι του δεν είχε υλικό βάρος», η δε ανθρώπινη ενώ γράφει «Δεν θέλω να τον στενοχωρώ, αν και θα του άξιζε. Οπως η αγάπη επισκιάζει το θυμό μου. Η αγάπη και η αγωνία. Πού είναι, τι κάνει; Ολο στο κακό πάει ο νους μου».

Αμάντα Μιχαλοπούλου

Η γυναίκα του Θεού

Εκδ. Καστανιώτη, 2014, σελ. 240

Τιμή: 13 ευρώ