Διακόσιες σελίδες προσωπικών αναμνήσεων, ιστοριών με πρωταγωνιστές την ηρωίνη, το αλκοόλ και εντέλει τον θάνατο, ανάμεικτων συναισθημάτων που κινούνται κατά βάση ανάμεσα στο δίπολο του πόνου και του θυμού. Αυτό θα έλεγε κανείς με δυο κουβέντες πως είναι το «Βιβλίο του Τζον» που έγραψε η ελληνικής καταγωγής ποιήτρια Ελένη Σικελιανός, δισέγγονη του Αγγελου Σικελιανού, για τον πατέρα της. «Για τον αγαπημένο της Τζον, τον Αγαπημένο της Παπάκη, τον Αγαπημένο της Μπαμπά» όπως γράφει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Πατάκη) και που ο τρόπος γραφής του –όσο και αν η συγγραφέας το αρνείται στο «Βιβλιοδρόμιο» –θυμίζει κάτι από προσωπικό ημερολόγιο εφηβείας και γρήγορης ενηλικίωσης. «Το ύφασμα της ζωής διπλώνεται πολλές φορές. Ξαναφοριέται και συχνά υφαίνεται από την αρχή. Εμένα με ενδιέφερε το βιβλίο να αντανακλά αυτές τις διεργασίες της ζωής. Αλλά όχι, δεν πρόκειται για ημερολόγιο. Ούτε φυσικά για μια βιογραφία όπως αυτές που έχουμε συνηθίσει».

Γιος του Γλαύκου –του μοναχογιού του Αγγελου Σικελιανού που ακολούθησε τη μητέρα του Εύα Πάλμερ στην Αμερική -, αρνητής του εκπαιδευτικού κατεστημένου, ταλαντούχος μουσικός, αυτοδίδακτος ξυλοκόπος, λάτρης της φύσης, άστεγος στα τελευταία του «δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών» που βρήκε τον θάνατο «σε ένα φτηνό μοτέλ, με βρώμικα ρούχα, σε μια άθλια πολιτεία (Νέο Μεξικό) όπου ένα ποτήρι πορτοκαλάδα είναι αβάσταχτη πολυτέλεια», ο μποέμ Τζον υπήρξε για 28 χρόνια χρήστης ηρωίνης και πατέρας σταθερά απών από τη ζωή της Ελένης. Η συγγραφέας μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της πως ο πατέρας της ήταν «ένα κομμάτι του ατελείωτου, πληκτικού συρμού από απόντες πατέρες και μαστουρωμένους λεχρίτες», «ένας άνθρωπος που μιλούσε για την ηρωίνη σαν να ήταν η ερωμένη του, μια κυρία –όπως ο ίδιος έλεγε –που αναποδογυρίζει τα ουράνια, ο Τροχός της Τύχης, η ένατη σφαίρα, ο πρώτος κύκλος της Κόλασης».

«Κλαίω καθώς γράφω»

Με λίγα ενδιάμεσα «φωτεινά» διαστήματα στη σχέση τους, όταν ο Τζον πήγαινε με την κόρη του «σε αγώνες και σε κοντινά ρυάκια για να σημαδέψουν τενεκεδάκια με πέτρες», η απουσία του αποτελούσε σταθερά ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω σχεδόν καθόλου τον πατέρα μου. Θα έκλαιγε αν διάβαζε αυτή την πρόταση. Κλαίω και εγώ καθώς τη γράφω» εξομολογείται στο βιβλίο η Ελένη Σικελιανός και διευκρινίζει πως οι γονείς της έζησαν μαζί για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι όταν εκείνη ήταν μόλις λίγων μηνών). «Επομένως ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου την εικόνα μιας οικογενειακής ενότητας με αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές».

Σε συνδυασμό με την εικόνα ενός «μαστουρωμένου πατέρα που άναβε τσιγάρο μπροστά της», ο θυμός ήταν ένα από τα βασικά συστατικά αυτής της αντισυμβατικής σχέσης πατέρα – κόρης. Η Σικελιανός το παραδέχεται. «Ελπίζω όμως να είναι αρκετά ξεκάθαρο πως στις σελίδες αυτού του βιβλίου, εκτός από θυμός, υπάρχουν επίσης αγάπη και θαυμασμός. Δεν με ενδιέφερε να γράψω ένα βιβλίο κατηγοριών αλλά ένα βιβλίο για τη διαδικασία της κατανόησης» τονίζει και εξηγεί ποιος ήταν ο βασικός λόγος που την οδήγησε στη συγγραφή της βιογραφίας του Τζον. «Ηταν υπερβολικά χαρισματικός αλλά ταυτόχρονα δύσκολος άνθρωπος, βυθισμένος στο φως της χάρης αλλά και στην ομίχλη του αδικήματος. Νομίζω πως αυτός ο συνδυασμός, όπως το γλυκόπικρο που πάντρευε η Σαπφώ, είναι το στοιχείο εκείνο που παρακινεί τους συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, νιώθω ότι δεν θα μπορούσα να τελειώσω το βιβλίο όσο ο πατέρας μου ζούσε. Μπορεί για μένα ο θάνατός του να μην ήταν ένα γεγονός λυτρωτικό, δεν αποκλείω όμως να ήταν για εκείνον».

Τα μυστικά

Το παρελθόν της Ελένης Σικελιανός –αυτό που συνυπάρχει με την ανάμνηση του πατέρα της –είναι κομμάτι του εαυτού της και ένας από τους λόγους που έβαλε στη ζωή της τη συγγραφή, παρότι έκανε σπουδές Ωκεανογραφίας και Μικροβιολογίας. Αυτό το παρελθόν εξηγεί πως δεν θέλει να το αφήσει πίσω της, να το εγκαταλείψει. Και αυτό γιατί με έναν τρόπο εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν της. «Καθώς περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερες ιστορίες έρχονται στο φως, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που γνώριζαν τον πατέρα μου έρχονται να μου μιλήσουν. Οι συγγενείς πλέον μοιράζονται μυστικά που παλαιότερα έκρυβαν. Υπάρχει μια ομορφιά σε αυτό» τονίζει.

Ιστορίες του παππού Γλαύκου

Ως παιδί η Ελένη άκουγε τον παππού της, τον Γλαύκο, να διηγείται ιστορίες για τον πατέρα του, τον Αγγελο Σικελιανό. «Δεν ήταν και πολλές βέβαια αυτές οι ιστορίες». «Είχαν μια τεταμένη σχέση αυτοί οι δύο άνδρες. Ο παππούς θεωρούσε πως ο πατέρας του ήταν ματαιόδοξος και φιλάρεσκος. Ωστόσο αγαπούσε πολύ την ποίησή του και ειδικά το “The Sacred Way”» («Ιερά Οδός»). Οι στάχτες του Γλαύκου, όπως λέει, σκορπίστηκαν στη Συκιά Χαλκιδικής. Και οι στάχτες του Τζον; Ταξίδεψαν στους Δελφούς, στη Λευκάδα, στη Σαντορίνη, όπως η συγγραφέας σημειώνει στο βιβλίο της; Χωρίς να μπαίνει σε περισσότερες λεπτομέρειες, παραδέχεται ότι η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα. «Είναι αλήθεια. Εφερα και λίγη από τη στάχτη του πατέρα μου στην Ελλάδα».

Επιστρέφει

Ελλάδα: μια χαμένη και ξένη πατρίδα

Σε αυτό το γεμάτο αναμνήσεις αλλά και επαγγελματικές υποχρεώσεις παρόν (διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ) η βραβευμένη ποιήτρια – παντρεμένη με τον (αμερικανό) συγγραφέα Λερντ Χαντ – προσπαθεί κάθε λίγα χρόνια να επισκέπτεται την Ελλάδα. «Ερχομαι όσο συχνά μπορώ. Την Ελλάδα τη νιώθω σαν μια χαμένη και ξένη πατρίδα στην οποία πάντα λαχταρώ να επιστρέψω» τονίζει η Σικελιανός που σε αντίθεση με τον πατέρα της, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα μόνο μία φορά ως έφηβος μαζί με τα τρία αδέλφια του, έχει έρθει αρκετές φορές στην πατρίδα των προγόνων της.