Δεν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς, μυθιστοριογράφοι συγκεκριμένα, που να μπορούν να υφάνουν ένα δίχτυ επικοινωνίας ανάμεσα στους ήρωές τους τόσο συμπαγές και ευδιάκριτο όσο η Γιασμίνα Ρεζά στο βιβλίο της «Ευτυχισμένοι οι ευτυχείς». Ετσι ώστε αν οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν για τη λογοτεχνία κάτι αμελητέο ή ήταν διαφορετική η μορφή τους σε σχέση με τη μορφή που μας είναι οικεία, το μυθιστόρημα αυτό δεν θα είχε γραφεί ή, αν είχε γραφεί, θα αδυνατούσες να το χαρακτηρίσεις ως συγκλονιστικό. Επιπλέον, όσο ανάγλυφες και ζωηρές απεικονίζονται οι σχέσεις των ηρώων που, σε στενή συνάφεια μεταξύ τους, φαίνεται να καθορίζει ο ένας την ύπαρξη του άλλου, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με πρόσωπα που έχουν «συναντηθεί» μεταξύ τους κυρίως μέσα σε αφηγήσεις, όπως τις επιχειρεί ο εκάστοτε πρωταγωνιστής, ενώ τα ίδια αγνοούν τον βαθμό της εμπλοκής τους στις αφηγήσεις αυτές.

Αν γινόταν μάλιστα να έρθουν σε πραγματική επαφή, οι σχέσεις τους θα εξελίσσονταν σαν να γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους, αφού ο αναγνώστης με την ίδια ένταση που ορέγεται τις εξιστορούμενες σχέσεις ορέγεται και τις «ανύπαρκτες» ή τις λανθάνουσες. Θα ήταν αδύνατον να συμβεί κάτι αντίστοιχο αν το μυθιστόρημα της Ρεζά διατηρούσε μια κλασική δομή και δεν κατανεμόταν σε είκοσι ένα φαινομενικώς αυτόνομα κεφάλαια. Είκοσι μία, στην ουσία, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που φέρουν επιπλέον ως τίτλο το όνομα του ανθρώπου που αφηγείται, με αποτέλεσμα η εκ των πραγμάτων μειωμένη σημασία της παρουσίας του σε ένα επόμενο κεφάλαιο να μην τον μεταβάλλει σε πινελιά, αλλά, ακόμα και με την απλή του μνεία, να συνιστά έναν μοχλό για την εξέλιξη της αφήγησης. Αν η Οντίλ Τοσκανό του ομώνυμου κεφαλαίου μάς έχει προϊδεάσει, χάρη στον τρόπο που περιγράφει τις σχέσεις με τον σύζυγό της Ρομπέρ, να τη συναντήσουμε ως ερωμένη του Ρεμί Γκρομπ, θα ήταν αδύνατον να φανταστούμε τον τελευταίο ως εραστή της Λουλά Μορενό, αφού στο κεφάλαιο το σχετικό με την ίδια τον ρόλο αυτόν τον κρατάει ο Νταριούς Αρντασίρ, ένα πρόσωπο που δεν διστάζει να το συγκρίνει με τον Αντερς Μπρέιβικ, τον Νορβηγό που πριν από μερικά χρόνια πυροβόλησε εξήντα εννέα άτομα και σκότωσε άλλα οκτώ με μια βόμβα.

Ομοιομορφία

Η συνδυαστική δύναμη της Ρεζά που μεταβάλλεται σε αίσθηση οικονομίας, όσον αφορά την εξέλιξη του μυθιστορήματος, έγκειται κυρίως στην αρμονική συνύπαρξη των αντιθέσεων. Οταν, λόγου χάρη, συνδυάζει το τυρί γκριγέρ με τον χρυσοθήρα Γκράχαμ Μπόε ή η απειλή της φράσης «Ακούς; Μετράω ώς το τρία» δεν διαφέρει από την τρυφερότητα της φράσης «Ας φάμε καλά σήμερα το βράδυ, καρδούλα μου». Είτε πρόκειται για τον Ερνέστ Μπλο και τον Βενσάν Ζαουαντά είτε για τη Βιρζινί Ντερυέλ και τη Σαντάλ Οντουέν, ταυτόχρονα με τον τρόπο που αναγνωρίζεις τις διαφορές τους, έχεις την εντύπωση ότι μιλάει ο ίδιος άνθρωπος και λέει με διαφορετικές λέξεις τα ίδια πράγματα, χωρίς ωστόσο να παύουν να παραμένουν όλοι τους με ευδιάκριτα τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.

Ο πολιτισμός για τη Ρεζά φαίνεται να περνάει μια στρώση ομοιομορφίας πάνω από τους ανθρώπους που, ενώ τους στερεί το δραματικό βάθος, ταυτόχρονα τους κάνει να αισθάνονται ότι διαφέρουν μεταξύ τους σαν να πρόκειται για αναντικατάστατες προσωπικότητες. Το περίεργο είναι ότι με τελείως διαφορετικά ονόματα στη θέση των είκοσι ενός ονομάτων που σήμερα διαβάζουμε, με μια διαφορετική διάταξη των σχέσεων που απεικονίζονται, ο προσανατολισμός του μυθιστορήματος δεν θα άλλαζε στο παραμικρό, ενώ ασύγκριτη θα παρέμενε η γοητεία του. Τη Ρεζά φαίνεται να την ενδιαφέρει μέσω των ηρώων της, όσο κι αν συμπάσχει μαζί τους, να αποτυπώσει μια εποχή –την εποχή μας –που η δραματικότητά της έγκειται ακριβώς σε τούτο: παγιδευμένος ο άνθρωπος στον εαυτό του, δημιουργεί ένα αυτοαναφορικό σύστημα όσον αφορά την πολιτική, τον έρωτα, την κοινωνία, τις ηθικές αξίες και αν και πιστεύει ότι μετέχει του μακρόκοσμου, παραχώνεται όλο και πιο βαθιά στον ατομισμό του. Οι διαφορές καταργούνται –οι ήρωες της Ρεζά εκπροσωπούν όλες σχεδόν τις τάξεις και όλες τις κουλτούρες -, κατά έναν περίεργο όμως τρόπο, όσο στενεύει ο ανθρώπινος ορίζοντας –για τη Ρεζά μιλάμε πάντα –τόσο καλπάζει ο αφηγηματικός οίστρος.

Οι ήρωές της, οι τόσο, φαινομενικά πάντα, διαφορετικοί μεταξύ τους, σαν να ενεργοποιούν ένα κλειστό σύστημα επικοινωνίας που το μετέρχονται σχεδόν συνωμοτικά. Κι αν ο ένας συνειδητοποιεί ως αφόρητο ή ως απλά ανεκτό το τι κάνει ο άλλος, τελικά μοιάζει να μοιράζονται όλοι ένα μυστικό που το περιφρουρούν ως απαραβίαστο ακόμα και στις μεταξύ τους σχέσεις.

Μόνο του το γεγονός ότι η Ρεζά σε κάνει να αναρωτιέσαι αν το βάθος είναι δυνατόν να υπάρχει σε τόσο ευανάγνωστες σχέσεις ή είναι η ίδια που το δημιουργεί χάρη σε μια διαβολεμένη παρατηρητικότητα, φτάνει για να αρχίσεις να υποψιάζεσαι ότι ζούμε σε μια εποχή που τελικά μόνο η λογοτεχνία μπορεί να την «εξηγήσει».

Αρκεί να δεχτούμε πως η λογοτεχνία στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτύπωση σχέσεων και πως αν οι άνθρωποι συνειδητοποιούσαν τον εαυτό τους –ο καθένας για λογαριασμό του –ίδιο με τους άλλους, λογοτεχνία δεν θα υπήρχε αλλά και ούτε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Τη λογοτεχνία την εγκαθιστά η διαφορά και κυρίως ο τρόμος να αναγνωρίζουμε τον άλλον ως τελείως διαφορετικό σε σχέση με μας, με τον τρόμο να μεγαλώνει αφόρητα όσο πιο αγαπημένος συμβαίνει να μας είναι ο άλλος ή όσο πιο υποχρεωτική γίνεται η συνθήκη της συμβίωσης μαζί του.

Η Ρεζά μοιάζει να κρατάει μια μπαγκέτα και να διευθύνει μια ορχήστρα που όργανά της είναι οι ομιλίες των ανθρώπων, με την πιο συμπτωματική ή παράταιρη κουβέντα να έχει μέσα στην ορχήστρα μια σημαίνουσα θέση. Ακόμα και η πιο κοινότοπη φράση αυτονομείται σαν τον ακροτελεύτιο φθόγγο ενός ετοιμοθάνατου, εκπέμποντας ταυτόχρονα μια μαγεία τόσο διαβρωτική, που αν πιάσεις να την αναλύσεις δεν της αναγνωρίζεις τίποτα το μαγικό, ούτε καν το ξεχωριστό. Με αποτέλεσμα οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις των ανθρώπων μέσα στο μυθιστόρημα της Ρεζά να λειτουργούν τόσο αιφνιδιαστικά, ώστε να καραδοκείς για συνευρέσεις εντελώς απίθανες, αφού η αναμενόμενη επαφή του ομοφυλόφιλου γιατρού Φιλίπ Σεμλά με τον γιο του ζεύγους Υτνέρ, τον Ζακόμπ, που αισθάνεται και συμπεριφέρεται καθώς η τραγουδίστρια Σελίν Ντιόν, δεν συντελείται ποτέ. Αντίθετα, ο γιατρός Ιγκόρ Λορέν, ο ψυχίατρος της «Σελίν Ντιόν», παίρνει μια κάθε άλλο παρά τιμητική θέση στο κεφάλαιο «Πάολα Σουάρες», αφού η ομώνυμη ηρωίδα ταυτίζει το χαζό και άξεστο γέλιο του ερωτικού παρτενέρ της με το γέλιο του Ιγκόρ Λορέν.

Αν επιβάλλεται να πιστωθεί με πολλούς επαίνους ο μεταφραστής του μυθιστορήματος της Ρεζά Μανώλης Πιμπλής, ο κυριότερος είναι για έναν πραγματικό άθλο: όπως διάλογοι και καθαρόαιμη αφήγηση συμπλέκονται μέσα στις σελίδες χωρίς την ύπαρξη ενός σαφούς διακριτικού παρά μιας μικρής παυλίτσας, αμείωτη παραμένει από αρχής μέχρι τέλους η βεβαιότητα για το ποιος μιλάει κάθε φορά ή σε ποιον αναφέρεται μια παρένθετη πρόταση. Ετσι ώστε ένα νοηματικά περίπλοκο, παρά την υφολογική του σαφήνεια, κείμενο να διαβάζεται με τον τρόπο που ακούγεται μια κρυστάλλινη μουσική συμφωνία.