Ορισμένοι σύγχρονοι ιρλανδοί πεζογράφοι (ΜακΚάν, Αννα Μπερνς) ασκούν μια ακατανίκητη σκοτεινή γοητεία. Προσεγγίζουν πανίσχυρα θέματα τοπικής ή παγκόσμιας Ιστορίας με βαθιά ανθρωπογνωσία, εστιάζουν στον σκοτεινό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να χάνουν το χιούμορ τους. Αυτή η ανισόρροπη τραμπάλα ανάμεσα στη μακροϊστορία και τη μικροϊστορία καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο το δίχτυ των ανθρώπινων σχέσεων και τον παραλογισμό της ιστορικής συγκυρίας.

Ο Κόλουμ ΜακΚάν (Δουβλίνο, 1965) ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος σε ιρλανδικές εφημερίδες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ταξιδεύει με μονομανία: περιηγήθηκε στις ΗΠΑ με ποδήλατο, επισκέφθηκε τον Καναδά και την Ιαπωνία. Μετακόμισε στην Αμερική, εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του σε ηλικία τριάντα ενός ετών. Τα έργα του μεταφράστηκαν, βραβεύτηκαν, αναγνωρίστηκαν.

Ο «Υπερατλαντικός» είναι μια φιλόδοξη σύνθεση που διατρέχει χώρες και εποχές: Νέα Γη, 1919 – Δουβλίνο 1845-46 – Νέα Υόρκη 1998. Τρεις γυναίκες ζουν τη ζωή τους την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της. Η ιρλανδή καμαριέρα Λίλι Ντάγκαν, η κόρη της Εμιλι και η εγγονή της Λότι. Η Χάνα Κάρσον. Ζούνε πολέμους και καταστροφές, παίρνουν αποφάσεις και αλλάζουν ζωή. Γύρω τους άντρες, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, άνθρωποι που γράφουν Ιστορία κι άλλοι που την υφίστανται. Κάποιοι που προσπαθούν να την αλλάξουν. Από τον αγώνα των Αφροαμερικανών που πολεμούσαν να πείσουν τους λευκούς να τους αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους με δικαιώματα και όχι σαν αντικείμενα ιδιοκτησίας ώς τις διαβουλεύσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ιρλανδία (που θυμίζουν κάποιες άλλες, πολύ οικείες σε μας διαβουλεύσεις), οι εποχές αντικρίζονται, τα ιστορικά συμβάντα συνομιλούν, οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι.

Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε συνταράξει τον κόσμο («Από τους τεράστιους μεταλλικούς κυλίνδρους των πιεστηρίων διέρρεε η αβάστακτη είδηση των δεκαέξι εκατομμυρίων νεκρών. Η Ευρώπη είχε γίνει ένα χωνευτήρι οστών», σελ.118) και ποιος μπορεί να τον ζυγίσει καλύτερα από έναν ήρωα αεροπόρο που μετατρέπει τον ουρανό σε αριθμούς; Στο μεταξύ, ο μαύρος ρήτορας συνεπαίρνει το λευκό ακροατήριο της Ιρλανδίας αφηγούμενος βασανιστήρια αμερικανών σκλάβων. Ξέρει τα τερτίπια που συγκινούν τα πλήθη: «Στα μισά της αφήγησης έδινε στη δούλα ένα όνομα: Μαίρη. Ακουγε τη σιωπή να διαπερνά τους ιρλανδούς ακροατές του. Μαίρη, ξανάλεγε» (σελ. 114). Και ύστερα, προχωρεί στις ειδεχθείς λεπτομέρειες. Οι αφέντες «ανάγκαζαν τη Μαίρη να μπει στο ξύλινο βαρέλι. Εσπρωχναν το κεφάλι της, συνέθλιβαν τους ώμους της για να περάσει. Τα καρφιά που προεξείχαν ξέσκιζαν το σώμα της. Τα γυαλιά μάτωναν τα πόδια της. Τα αγκάθια έζωναν τους ώμους της. Μετά οι αφέντες κάρφωναν το σκέπασμα στο βαρέλι. Το κυλούσαν πίσω μπρος μερικά λεπτά. Συνέχιζαν να διαβάζουν περικοπές από τη Βίβλο. Κι ύστερα το βαρέλι κατρακυλούσε στο λόφο αναπηδώντας». (σελ. 114).

Η έμπειρη μεταφράστρια αποδίδει με γλώσσα λεπταίσθητη την άμπωτη και την παλίρροια της αφήγησης, αποτυπώνει τις εναλλαγές του αφηγηματικού ρυθμού και του αφηγηματικού τόνου. Η Λίλι Ντάγκαν, βασική ηρωίδα και γιαγιά της οικογένειας, εγκαταλείπει την Ιρλανδία: αφιερώνεται σε μια ιδέα που την πυρπολεί, αποβιβάζεται στις ΗΠΑ, καταλήγει να κρατάει το χέρι ετοιμοθάνατων στρατιωτών και να πλένει τα ματωμένα κουρέλια τους. Θάβει τον γιο της, που σκοτώνεται για μερικές φλογοβόλες ιδέες. Ομως πριν πάρει αγκαλιά το νεκρό παλικάρι της, φροντίζει τους ζωντανούς συστρατιώτες του. Ακόμα και μέσα στον βαθύ, στον ανείπωτο πόνο της, η φόρα της ζωής δίνει τον τόνο. Η Λίλι παντρεύεται ξανά, κάνει άλλα παιδιά. Η ζωή συνεχίζεται στο Μιζούρι μαζί με έναν άντρα που τεμαχίζει και εμπορεύεται πάγο. Η Ιστορία αφήνει σημάδια, γονατίζει ανθρώπους, κλέβει ζωές. Η μια γενιά παραδίδει τη σκυτάλη στην επόμενη. Μέσα στον αχό της Ιστορίας, μια επιστολή μένει σφραγισμένη και περνάει ανέγγιχτη από γιαγιά σε κόρη και από κόρη σε εγγονή. Ερχεται η ώρα και οι νεότεροι αποφασίζουν να τη διαβάσουν. Η σκοτεινή γοητεία του ΜακΚάν εδράζεται στην πυρηνική λειτουργία της πεζογραφίας: κάνει την Ιστορία αφήγηση, δίνει στις ζωές των ανθρώπων πλοκή, αναδεικνύει τη φόρα και τη δύναμη της ζωής που συνεχίζεται σε πείσμα του πολέμου και της βίας. Η μνήμη μιας οικογένειας κι ενός λαού είναι η περιουσία του. Περιουσία που δεν μπορεί να κλέψει κανείς. Μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και χαρτογραφεί την ανθρώπινη φύση. Μας κάνει να νιώθουμε άνθρωποι και όχι αριθμοί.

Το αίμα της Ιρλανδίας βοά

«Πόσο απέχει η αλήθεια από την πραγματικότητα»

Το μυθιστόρημα φτάνει στο 1998: ένας αμερικανός γερουσιαστής διαμεσολαβεί στις ειρηνευτικές συνομιλίες που αφορούν το μέγα θέμα της Ιρλανδίας. Η πάλη για τις λέξεις, μέχρι να καταλήξουν οι αντιμαχόμενες πλευρές σε κοινά αποδεκτή συμφωνία. Η μυστικότητα στις διαβουλεύσεις. Η προφύλαξη από τις διαρροές. Η συνεχής ακροβασία όλων σε ένα τεντωμένο σκοινί. Τα πράγματα που χωρίζουν και τα πράγματα που ενώνουν τους ανθρώπους. Το αίμα της Ιρλανδίας βοά. Οι μάνες που έθαψαν γιους ξέρουν τι συμβαίνει πολύ καλύτερα από τις εφημερίδες: «Οι εφημερίδες το έκαναν να φανεί απλούστατο: ένας νεαρός άνδρας, οπλισμένος με τουφέκι, περιστοιχίστηκε από άνδρες οπλισμένους με περισσότερα τουφέκια. Πόσο απέχει η αλήθεια από την πραγματικότητα. Μετά απ’ αυτό ήθελα να πιάσω όλους τους μπάσταρδους δολοφόνους της Βόρειας Ιρλανδίας και να τους βάλω να κοιμηθούν για μια νύχτα στο γαλάζιο βαρκάκι του παιδιού μου, στα ανοιχτά της λίμνης, μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στις καλαμιές, με το μυαλό πλημμυρισμένο από αρχέγονα κελτικά μοτίβα» (σελ. 325).