Το μυθιστόρημα έχει καταχωρηθεί στα λεγόμενα «καθολικά» ή «θεολογικά» του Γκράχαμ Γκριν. Και η αλήθεια είναι ότι στις 300 σελίδες του ο αναγνώστης θα διαβάσει τουλάχιστον μια περιγραφή με την τέλεση (παράνομης) θείας λειτουργίας, θα ανακαλύψει την αλληγορία για την πορεία του Ιησού προς τη σταύρωση και θα μάθει όλες τις έννοιες που μονοπωλούν την ηθική ενός ρωμαιοκαθολικού χριστιανού: έλεος, μετάνοια, χάρη, θυσία. Ακόμη κι έτσι, ο αμύητος αναγνώστης θα καταφέρει να ξεπεράσει το «σκάνδαλο». Πίσω από την κρούστα της θεολογικής ανάγνωσης βρίσκεται ο ίδιος Γκριν που διαβάζουμε στον «Ησυχο Αμερικανό», στο «Υπουργείο του φόβου» και στον «Ανθρωπό μας στην Αβάνα».

«Η Δύναμις και η Δόξα» δεν παύει να αποτελεί ένα αφήγημα καταδίωξης με τα υλικά της καλύτερης λογοτεχνίας της εποχής του (κυκλοφόρησε το 1940). Οι ήρωες που δημιουργεί ο Γκριν γεννιούνται μετά το ταξίδι του στο Μεξικό τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1938, όταν βιώνει από κοντά τους διωγμούς των καθολικών από τον τοπικό δικτάτορα του Ταμπάσκο Γκαρίδο Καναμπάλ, επικεφαλής του Ριζοσπαστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και των παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν μείνει στην ιστορία –και στο μυθιστόρημα –ως Ερυθροχίτωνες.

Οι δύο αντιστικτικοί ήρωές του –τρεις μαζί με τον πατέρα Χοσέ –ζουν στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Η ηθικότητα του ενός αντανακλά στην ηθική του διπλανού. Ο ιερέας χωρίς όνομα, ο «παπαμέθυσος» που περιφέρεται κυνηγημένος μέσα σε ένα τοπίο βίας και εγκατάλειψης, δεν παύει να είναι αλκοολικός και να έχει φέρει στον κόσμο ένα ορφανό παιδί όχι από αγάπη αλλά «από φόβο και απόγνωση και μισό μπουκάλι μπράντι» (σ. 112). Ο υπαστυνόμος, από την άλλη, που είναι έτοιμος να ξεκληρίσει οικογένειες από το μίσος του προς την Εκκλησία, απεχθάνεται την κοινωνική αδικία και το αλκοόλ, ενώ είναι πρόθυμος να προσφέρει στο θύμα του την τελευταία εξομολόγηση όπως προστάζει η θρησκεία του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Γκριν χαρίζει και στους δύο μία από τις πιο αριστοτεχνικές παρομοιώσεις για την άβυσσο της ύπαρξης. «Βλέπω όλη την ελπίδα του κόσμου να στραγγίζει» λέει ο ιερέας όταν πίνει το τελευταίο μπράντι στην πόλη του Κάρμεν. «Ενιωσε χωρίς σκοπό, σαν να ‘χε στραγγίξει από ζωή ο κόσμος» εξηγεί ο αφηγητής, όταν το ανθρωποκυνηγητό που είχε κηρύξει ο υπαστυνόμος φτάνει στο τέρμα. «Είμαι κακός ιερέας και κακός άνθρωπος» λέει μέσα στη φυλακή ο παπαμέθυσος (σ. 193). «Δεν είσαι και πολύ κακός τύπος» του απαντά η Νέμεσή του (σ. 296).

Το καλό και το κακό

Δείγματα μόνο από την ιδιοφυή σύλληψη του Γκριν να μη χαραμίσει την αλληγορία του για μια ηθικολογική περιπέτεια μεσαιωνικού τύπου. Οι δυνάμεις του καλού και του κακού, για να χρησιμοποιήσουμε μια χύδην έκφραση, δεν ξεχωρίζουν ποτέ σε απόλυτο βαθμό. Ο ιερέας θα φτάσει τελικά στην υπέρβαση, ενώ μέχρι τότε έχει παραμείνει ένας άνθρωπος αδύναμος ακόμη και σε σύγκριση με τους πλέον αδύναμους. Ο Γκριν έχει συλλάβει αυτό που ο Τενεσί Ουίλιαμς θα περάσει στα θεατρικά του έργα τις επόμενες δεκαετίες: μην εξορκίζεις τη δαιμονική φύση των ηρώων σου αν θέλεις να διατηρήσεις την αγγελική. Το παράδοξο πως ο αμαρτωλός είναι ό,τι πλησιέστερο στον άγιο κινητοποιεί τους μηχανισμούς μέσα σε ένα κατά τα φαινόμενα «καθολικό» μυθιστόρημα. Εστω και έτσι, η διάκριση που επιχειρούν οι ήρωες δεν είναι μεταξύ σωστού και λάθους –κάτι τέτοιο θα αντιστοιχούσε στην περίφημη «ηθική των ηθικολόγων».

Εστω και μέσα στο κέλυφος μιας αλληγορίας, η «Δύναμις και η Δόξα» είναι μια περιπέτεια για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που φοβάται ότι οι λανθασμένες επιλογές θα τον οδηγήσουν στο προσωπικό μαρτύριο. Είναι ένας φόβος που τεκμηριώνεται από τη «βασανιστική ροπή του Γκριν προς την κυριολεξία» (έκφραση του Τζον Απντάικ από την εισαγωγή του βιβλίου, ανατύπωση της κριτικής του αμερικανού συγγραφέα στο New York Review of Books το 1990). Στο τέλος, τα ηθικά διλήμματα του ιερέα είναι και διλήμματα που υιοθετεί ο αποδέκτης του κειμένου. Οση απόσταση και να κρατήσει κανείς, ο ιερέας είναι τελικά οι αναγνώστες.

Στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης καταθέτει με γνώση και κύρος τη δική του «χριστιανική» ανάγνωση, σημειώνοντας ότι «η δόξα του Χριστού» –και του τίτλου –«είναι ο Σταυρός του». Η δόξα πάντως του Γκράχαμ Γκριν είναι η λογοτεχνία, όχι η θρησκεία. Παρά την ανομολόγητη φιλοδοξία του να γίνει ο ρωμαιοκαθολικός Κόνραντ ή Χένρι Τζέιμς της εποχής του. Η σύγκρουση πίστης και αμφιβολίας είναι τόσο έντεχνη μέσα στο σύμπαν της «Δύναμης» που θα υποχρέωνε ακόμη και τον Ρίτσαρντ Ντόκινς να τη διαβάσει.

Η απάντηση στο Βατικανό

Οσο οι εσωτερικοί δαίμονες τον καταδιώκουν τόσο περισσότερο ο παπαμέθυσος κυνηγά τις μικρές χειρονομίες χάρης προς τους συνανθρώπους του. Αλλά ακόμη κι αυτές δεν στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν το μένος του Βατικανού, καρδινάλιοι του οποίου (όχι ο Πάπας) καταδίκασαν το βιβλίο του Γκριν – 13 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Στην απαίτηση του ιερατείου να επιφέρει αλλαγές στο περιεχόμενο ο πιστός καθολικός – πλην όμως δαιμόνιος – συγγραφέας επέμεινε ότι το copyright ανήκει στους εκδότες του. Για την ιστορία, η Αγία Εδρα είχε επιφορτίσει δύο συμβούλους της να «σκανάρουν» το ρωμαιοκαθολικό περιεχόμενο του βιβλίου και να καταλήξουν σε αποδοχή ή απόρριψη. Και οι δύο συμφώνησαν ότι πρόκειται για «θλιβερό έργο» και ότι η σκέψη του Γκριν ήταν «περίεργη και παράδοξη, γνήσιο προϊόν ταραχής, σύγχυσης και θράσους που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο πολιτισμό».

Τη «δύναμη» και τη «δόξα» επικαλείται ο τίτλος, αλλά οι σελίδες του βιβλίου ξεχειλίζουν από τη μεγαλύτερη αμαρτία για έναν αυστηρό εκπρόσωπο του επί Γης θεού: την απελπισία.