Ο Βασίλης, συνταξιούχος δικηγόρος που ακούει στο λογοτεχνικό ψευδώνυμο Παναγιώτης Ζαφείρης, ζει μια εντελώς συμβατική ζωή έχοντας πάψει εδώ και χρόνια να γράφει λογοτεχνία, γιατί δεν μπορεί να εξαπατά άλλο τους ανθρώπους. Σαν άλλος Πλάτωνας, απορρίπτει τους «ψευδολόγους» ποιητές. Κατάλαβε ότι δεν μπορεί πλέον «να μιλάει για ζητήματα που αγνοεί και για αισθήματα που δεν νιώθει». Αναζητά άλλες καλλιτεχνικές και ζώσες διεξόδους. Το τελευταίο του βιβλίο το έχει αφήσει στη μέση και μάλιστα σε ένα σημείο της πλοκής (ένδειξη ένοχου μυστικού) όπου ένα παιδάκι σημαδεύει με περίστροφο το στήθος μιας γυναίκας. Δυσπροσάρμοστος, σε κόπωση, αδέξιος στις κοινωνικές του συναναστροφές, κυκλωμένος από τα υπαρξιακά του αδιέξοδα και τις παραισθήσεις του, εμμανής στην ενδοσκόπηση και την αυτοψυχανάλυση, αναμετράται με τις εξωλογικές εικόνες της οργιώδους φαντασίας του και με τις ζωντανές μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Από παιδί έχει την εμμονή να οπτικοποιεί και να εικονοποιεί τα συναισθήματά του και τα συμβάντα της ζωής, ώστε στη συνέχεια να τα απολαμβάνει ως έργα τέχνης που θα περάσουν στην αθανασία. Η εικονοποίηση της ζωής είναι γι’ αυτόν διαβατήριο για την αθανασία. Αγωνιώντας «να κάνει ταμείο ζωής» και υπό το φως της επίγνωσης ότι «η ζωή είναι σαν το αεροπλάνο, πετάει πολύ γρήγορα και δεν έχει όπισθεν», αποφασίζει να κινηματογραφήσει τη ζωή του για να εξασφαλίσει ένα σενάριο αθανασίας για τον εαυτό του.

Η ζωή του ήρωα σημαδεύεται από τη γνωριμία του με τη Μαρίνα. Γίνεται ο μέντοράς της που υποστηρίζει τις συγγραφικές της φιλοδοξίες και της υπόσχεται ότι θα την κάμει αιώνια. Είναι η γυναίκα που από την πρώτη στιγμή θα καταστεί το κέντρο της επιμονής του να την απαθανατίσει στην «οπτική βουλιμία» του, ώστε να «κλέβει και να εισπνέει τις εκπνοές της». Είναι η αρχέτυπη αισθητική εικόνα μιας ειδωλοποιημένης γυναίκας που περιέχει όλη την ερωτική προϊστορία του Ζαφείρη, από τα παιδικά του ακόμα χρόνια, όταν ως χαρισματικός μαθητής εισέπραττε την αισθητική συγκίνηση από τη γυναικεία ομορφιά. Είναι η γυναίκα που ο ίδιος πιστεύει ότι θα του χαρίσει κάθε επιθυμητή αισθητική και αισθησιακή εικόνα, καθώς είναι βέβαιος ότι το σώμα της κατοικείται από πολλούς θηλυκούς ενοίκους. Δεν είναι παρά τα παραισθητικά παιχνίδια του μυαλού, της φαντασίας και της μνήμης που επικαιροποιούν ένα τραυματικό παιδικό παρελθόν και μαζί ένα καταλυτικής σημασίας επεισόδιο των μαθητικών χρόνων: την πρόωρη μύησή του στη σπουδή του ανθρώπινου σώματος από την αυτόχειρα θεολόγο καθηγήτριά του στις όχθες της μεσολογγίτικης λιμνοθάλασσας, επεισόδιο που θα διαλευκάνει την ημιτελή ιστορία με το περίστροφο δείχνοντας συνέργεια σε αυτοκτονία.

Η επανασύνδεσή του, από την άλλη, με τη Ρίνα (υποσύνολο της Μα-ρίνας;) ύστερα από πενήντα χρόνια τον πηγαίνει πίσω στο παρελθόν, όπου και αναβαπτίζεται μέσα από τη συνομιλία του με τον παλιό του έρωτα. Η Μαρίνα, η Ρίνα, η μυστηριώδης θεολόγος που στοιχειώνει τη σκέψη του Ζαφείρη: εκδοχές της υπόστασης του ίδιου μεταλλασσόμενου θήλεος.

Το βιβλίο έχει ως σκηνική κατακλείδα το βουνό της Καλυδώνας, την οριστική επιστροφή του ήρωα στην πατρογονική του εστία, τη διαλεύκανση του μυστηρίου με τους Κενταύρους και την υπερρεαλιστική εικόνα της λυτρωτικής συνάντησής του μαζί τους. Οι Κένταυροι συμβολίζουν τη συγκατοίκηση στο ίδιο σώμα του ανθρώπου με το ανημέρευτο ζώο, της λογικής με την ασυγκράτητη ερωτική ορμή. Μπορεί η Ρίνα να λέει ότι «το σώμα έχει μόνο έναν νόμο: να το ακούς», αλλά το καταστάλαγμα είναι ότι «ο άνθρωπος δυστυχεί επειδή δεν έχει μέσα του τη σωστή αναλογία από άνθρωπο και ζώο».

Ο ήρωας βιώνει μια παραφυσική περιπέτεια που ταιριάζει στα ενδιαφέροντα και στις αγωνίες του. Δεν είναι τυχαίο που ακούμε ότι το πρώτο του βιβλίο επιγράφεται «Τα Παραφυσικά» (ευανάγνωστος αυτοαναφορικός υπαινιγμός στις «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» του Γκουρογιάννη). Η ονειρική περιπέτεια του ήρωα είναι την ίδια στιγμή και υπαρξιακή περιπέτεια της προσωπικής του αναζήτησης για το τι τελικά γράφει και σβήνει τόσα χρόνια και αν τελικά αυτό που γράφει αξίζει τον κόπο και τον χρόνο. Μια ονειρική περιπέτεια που την ίδια στιγμή τον καλεί, ως γόνο Κενταύρου, να εξισορροπήσει μέσα του το «άλογον» μέρος με το «λόγον έχον μέρος» της ψυχής.

Οι δαίμονες του ήρωα

Ο Ζαφείρης, όπως και κάθε άνθρωπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, βασανίζεται από τη λειτουργία της μνήμης που «δεν πεθαίνει, πέφτει σε λήθαργο όπως η αρκούδα και όταν ξυπνήσει θυμάται τα ίδια μονοπάτια (…) και έχει ακόμα πιο μεγάλα νύχια, που έχουν μεγαλώσει στη διάρκεια του ύπνου». Η αμφιβολία («ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων») είναι μόνιμη συνοδός των σκέψεών του. Πρόκειται για εχθρό που «νικιέται προσωρινά αλλά δεν σκοτώνεται, υποχωρεί αλλά πάλι επιτίθεται». Επίσης, ο Ζαφείρης παλεύει αγχωτικά με τις αισθήσεις, σε έναν άνισο αγώνα να κατισχύσει ο νους πάνω σε αυτές (η πλατωνική νοησιαρχία πάνω στην αισθησιοκρατία). Κυρίαρχος δαίμονας αποδεικνύεται η «οπτική βουλιμία» του ήρωα. Ολα φιλοδοξεί να τα αποτιμήσει με κριτήριο το πόσο ανταποκρίνονται στις αξιώσεις μιας κινηματογραφικής απαθανάτισης. Παρατηρεί τον περιβάλλοντα χώρο και τους ανθρώπους για να κατασκευάσει οπτικούς πίνακες στους οποίους δίνει και τις κατάλληλες ονομασίες. Συνολικά, το μυθιστόρημα αφήνει την αίσθηση ότι είναι μια μακροσκελής στον χώρο και στον χρόνο οπτική εντύπωση εναλλασσόμενων σκηνικών και πλάνων εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου. Οι ενότητες τιτλοφορούνται με περιγραφικούς τίτλους όπως τιτλοφορούνται τα κινηματογραφικά καρέ στις παλιές βωβές ταινίες των «Επικαίρων».

«Ασύμβατα» ζεύγη

Το βιβλίο δεν επικεντρώνεται σε μια μονοσήμαντη θεματική. Ο ιστός της αφήγησης πλέκεται με δεξιοτεχνία πάνω στον καμβά «ασύμβατων» ζευγών: άσεμνος λόγος και θεολογική ενόραση. Λόγια προκλητικού ερωτισμού και εκκλησιαστικοί ψαλμοί. Φιλοσοφικός στοχασμός και θυμοσοφία. Διαδίκτυο και αρχαία μυθολογία. Η τεχνολογική εποχή και το γενετήσιο ένστικτο. Η δυσερεύνητη ανθρώπινη ψυχή συνομιλεί κατά τρόπο μυστήριο με τους νεκρούς που ζουν ή τουλάχιστον δεν είναι επιλήσμονες. Η περιπλάνηση στο παρελθόν ανασταίνει αλησμόνητους παιδικούς έρωτες μέσα στα σταφιδιασμένα σώματα. Ο τρόπος και η ένταση με την οποία δοκιμάζεται η συζυγική σχέση στον χρόνο [καχυποψία, απιστία, εκδίκηση, ταπείνωση, (αυτο)διαψεύσεις, σύγκρουση, συμφιλίωση, ενοχή, εξιλέωση], τα «άδηλα και κρύφια» των ανθρώπων, ο ρόλος της τυχαιότητας είναι θέματα που διαπλέκονται ισόρροπα με υπόβαθρο το υπερρεαλιστικό περιβάλλον της γραφής. Η τολμηρή ελευθεροστομία, η προφορικότητα του λόγου, οι γήινες παραστάσεις των πιο απόρρητων παθών, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα των αισθήσεων. Το μυθικό παρελθόν βρίσκει τη θέση του μέσα στο παρόν μιας πολύβουης τεχνολογικής καθημερινότητας με τις selfie φωτογραφίες, τις μέσω skype συνομιλίες, τις e-mail αλληλογραφίες και τις προσχεδιασμένες από το google map διαδρομές. Η νατουραλιστική εκφραστικότητα των περιγραφών υποβαστάζεται από τις εικόνες της λαϊκής μυθολογίας (όπως λ.χ. οι Κένταυροι που από τα χρόνια του Ηρακλή περιπλανώνται στα βουνά και λούζονται στα νερά του Εύηνου ποταμού) που είναι οργανικά ενταγμένη στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου και θρυλείται από γενιά σε γενιά.

Οι στίχοι

«Ευχαριστούμε γι’ αυτό το βαθύ πηγάδι, που πριν μας καταπιεί μας καθρεφτίζει»

Επιμύθιο: Ενας άνδρας σε προχωρημένη ηλικία ανέβηκε στο έρημο χωριό του Ανω Καλυδώνα του Μεσολογγίου για να κινηματογραφήσει τη ζωή του το καλοκαίρι του 2014. Η μοίρα το θέλησε να αναφλεγεί μέσα στη φωτιά του εγχειρήματός του, θύμα της ανειρήνευτης ψυχής του και της ασυμφιλίωτης σχέσης του με τη θνητότητα. Σήκωσε ως καλλιτέχνης το βαρύ κόστος των επιλογών του αλλά και δοκιμάστηκε λυτρωτικά μέσα από αυτές. Σαν τον ποιητή που όταν γράφει στίχους είναι σαν να απασφαλίζει χειροβομβίδα. Οι στίχοι της Μαρίνας περιγράφουν καθαρά αυτό που λέγεται ζωή: «Ευχαριστούμε γι’ αυτό το βαθύ πηγάδι / που πριν μας καταπιεί μας καθρεφτίζει».